«Πίστη, Ελπίδα και Πόνος»: Ο Νικ Κέιβ για την απώλεια και την αγάπη
Όταν ένας άνθρωπος που έχει χάσει τους δυο γιους του μιλά ανοιχτά για τον βαθύ πόνο της απώλειας αλλά και την αναγέννηση μέσα από αυτόν, την πίστη και την εμπιστοσύνη στην πορεία της ζωής και όταν μάλιστα αυτός ο άνθρωπος είναι ο Νικ Κέιβ, τα λόγια του δεν μπορούν παρά να ηχούν παρηγορητικά, κατευναστικά απέναντι στα υπαρξιακά άγχη – αυτό που άλλωστε κάνει η μουσική και οι στίχοι του για χιλιάδες κόσμο εδώ και δεκαετίες.
Ο Κέιβ με το γνώριμο μαύρο του κοστούμι και τη γραβάτα, βυθισμένος στην αναπαυτική πολυθρόνα στη σκηνή του πολιτιστικού χώρου Bozar στις Βρυξέλλες απέναντι από τον Seán O’Hagan αυτή τη φορά δεν τραγουδά όπως τον έχουμε συνηθίσει. Απαντά στις ερωτήσεις που του απευθύνει ο δημοσιογράφος με την ιδιαίτερη ιρλανδική προφορά του – που δεν άφησε ασχολίαστη ο Κέιβ – και συνομιλούν πάνω στα θέματα που περιέχει το αυτοβιογραφικό βιβλίο που συνέγραψαν με τίτλο Πίστη, Ελπίδα και Πόνος*.
Το βιβλίο ξεδιπλώνεται μπροστά μας με τον ζωντανό, ευγενικό, προφορικό λόγο του. Η παρουσία του αποπνέει σεβασμό και ήρεμη δύναμη καθώς μοιράζεται ανοιχτά τόσο σοβαρά θέματα καταφέρνοντας να μην βαρύνει την ατμόσφαιρα. Το χιούμορ πολλές φορές παρόν ως άμυνα και αντίβαρο.
Παρ’ όλο που αυτή τη φορά ο Κέιβ δεν μπορεί να γεμίσει τη σκηνή με τις συνήθεις απόκοσμες κινήσεις του αγκαλιά με το μικρόφωνό του, η μελαγχολική μουσικότητά του είναι διάχυτη στην ψηλοτάβανη αίθουσα. Στο βάθος της σκηνής δεσπόζει ένα υπερμέγεθες εκκλησιαστικό όργανο και νομίζεις ότι από στιγμή σε στιγμή θ’ αρχίσει να συνοδεύει τη συγκροτημένη σκέψη του που φτάνει μελωδική στ’ αυτιά των θαυμαστών.
Το βιβλίο «Πίστη, Ελπίδα και Πόνος» κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος σε μετάφραση της Βάσιας Τζανακάρη
Θα ξεκινήσω από το τέλος της βραδιάς, με την τελευταία φράση του η οποία δίνει και το στίγμα της όλης διάθεσής του:
«Αν θέλετε να πείτε κάτι σε κάποιον που αγαπάτε πείτε το τώρα.»
Απάντηση στην τελευταία ερώτηση που του έκανε μια νεαρή κοπέλα από το κοινό και έφερε τους πάντες σε αμηχανία εκτός από τον ενδιαφερόμενο: «Κύριε Κέιβ, μετανιώνετε για κάτι που δεν είπατε ποτέ στους γιους σας και και που θα μπορούσε να τους έχει αλλάξει τη ζωή;» Κάποιος άλλος στη θέση του ίσως να επέλεγε να μην απαντήσει, όμως εκείνος το έκανε με τη φυσικότητα που απάντησε και στην ερώτηση αν η βελγικές μπύρες είναι οι καλύτερες στον κόσμο (δεν τόλμησε να πει όχι φυσικά).
Αναρωτιέμαι ποιο να ήταν το κίνητρο της κοπέλας γι’ αυτήν την αμήχανη ερώτηση. Η νεαρή ηλικία της δικαιολογεί άραγε την έλλειψη ενσυναίσθησης απέναντι σ’ ένα τόσο ευαίσθητο θέμα; Ή μήπως και ο Κέιβ με όλη την προηγούμενη στάση του έδωσε ένα σήμα ότι μπορούσε ν’ αντέξει τέτοιου είδους ερωτήσεις;
Πράγματι, μ’ αυτήν την εντύπωση έφυγα εκείνη τη βραδιά, έχοντας την αίσθηση ότι ο Κέιβ μιλά πλέον από μια θέση αποδοχής των όσων έχουν γίνει στη ζωή του, από τα πιο μεγαλειώδη μέχρι τα πιο τραγικά γεγονότα της ζωής του. Κατά τον ίδιο, «στο πένθος χάνουμε τον εαυτό μας αλλά και τον βρίσκουμε. Μεταμορφωνόμαστε. Είναι ένα ταξίδι εξαιρετικό.» Εκείνος καθώς το έχει κάνει αυτό το ταξίδι περισσότερες από μία φορές φαίνεται πως μιλά από την όχθη όσων έχουν καταφέρει να μάθουν κάτι από αυτό.
Άραγε τι είναι εκείνο που μας κάνει να θέλουμε να ξέρουμε τις απόψεις του για τη ζωή, το θάνατο, τον πόνο, την πίστη και να τρέχουμε να τον δούμε σε μια δίωρη εκδήλωση (τα εισιτήρια είχαν εξαντληθεί μέσα στα οκτώ πρώτα λεπτά) και να διαβάζουμε το ογκώδες βιβλίο με τις εξομολογήσεις του;
Η ζωή του Νικ Κέιβ χαρακτηρίζεται από μεγάλες αντιθέσεις και υπερβολικά στοιχεία και αυτό πάντα προσελκύει το ενδιαφέρον του μέσου ανθρώπου. Εκείνο, όμως, που κατά τη γνώμη μου έχει μια ξεχωριστή αξία είναι το γεγονός ότι μίλησε ανοιχτά για τις απώλειες που βίωσε τα τελευταία χρόνια, έχοντας χάσει δυο γιους σε διάστημα επτά χρόνων. Πρόκειται για τον πόνο της απώλειας αγαπημένου προσώπου και δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην τον αφορά.
Σύμφωνα με την ψυχολόγο Elisabeth Kubler Ross, υπάρχουν πέντε στάδια από τα οποία διέρχεται κανείς όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με το πένθος. Το πρώτο είναι της άρνησης, το δεύτερο του θυμού, το τρίτο της διαπραγμάτευσης, το τέταρτο της θλίψης ή κατάθλιψης και στο πέμπτο στάδιο έρχεται η αποδοχή. Δεν είναι πάντοτε ξεκάθαρο σε ποιο στάδιο βρίσκεται κάποιο άτομο κάθε φορά και πολλές φορές αυτά αλληλεπικαλύπτονται.
Ο Κέιβ δίνει την εντύπωση ενός ανθρώπου που βρίσκεται στο στάδιο της αποδοχής, τουλάχιστον όσον αφορά στη δημόσια εικόνα του, γιατί κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει τι γίνεται μέσα του όταν κατεβαίνει από τη σκηνή.
Σε κάθε περίπτωση, μόνο όταν έναν άτομο βρεθεί σ’ αυτό το στάδιο μπορεί να μιλά για το αγαπημένο πρόσωπο που έχασε χωρίς να κλαίει με λυγμούς, οι αναφορές γίνονται με ηρεμία και ίσως γαλήνη. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι δεν του/της λείπει, απλά ο πόνος δεν είναι σαρωτικός, πλησιάζει περισσότερο στη νοσταλγία.
Για τον Κέιβ το πένθος συνυπάρχει με την αγάπη. Η αγάπη είναι τόσο όμορφη και γι’ αυτό πονά η απώλεια. Ο ίδιος ανέφερε εκείνη τη βραδιά:
«Στο τέλος το πένθος είναι πένθος, πονάει, όμως ένιωθα ότι ήμουν μέρος της ανθρωπότητας, όπως ένας οποιοσδήποτε άνθρωπος που έχει χάσει αγαπημένο του πρόσωπο. Ο θάνατος είναι κάτι καθημερινό, συμβαίνει συνέχεια, πρέπει να μπορούμε να προχωράμε. Ήθελα να το συζητήσω, να μιλήσω γι’ αυτό. Το να είσαι ευάλωτος σημαίνει να είσαι ανοιχτός στον κόσμο, είναι μια θέση δύναμης.»
Και είναι ακριβώς αυτό που λέμε οι ψυχολόγοι στην περίπτωση της απώλειας και του πένθους, πως το θέμα δεν είναι να ξεχάσεις ό,τι θρηνείς ή να σβήσεις τον πόνο, αυτό δυστυχώς δεν γίνεται. Το ζητούμενο είναι να μπορέσεις να προχωρήσεις τη ζωή σου παρά την απώλεια.
Αυτό μπορεί να γίνει με διαφορετικούς τρόπους για τον καθένα. Ο Κέιβ μοιράζεται συχνά ότι βρήκε το καταφύγιό του στην πίστη και στη θρησκεία, λέγοντας χαρακτηριστικά εκείνη τη βραδιά πως «οι άνθρωποι που πενθούν νιώθουν ότι υπάρχει κάτι άλλο πέρα από τη ζωή. Μέχρι τότε δεν φανταζομουν ότι υπήρχε κάτι πιο σημαντικό από την τέχνη».
Σε ερώτηση για το αν υπάρχουν πράγματα για τα οποία μετανιώνει απάντησε: «Αν με ρωτούσατε παλιότερα θα έλεγα δεν έχω. Καθώς μεγαλώνεις όμως έχεις. Μετανιώνω για τον χρόνο που έχασα με τις ενέσεις ηρωίνης. Είναι θέμα ηθικό το πώς χρησιμοποιούμε τη ζωή μας».
Όσον αφορά στην τέχνη και το μύθο ότι χρειάζεται να υποφέρεις για να δημιουργήσεις, δεν συμφώνησε. «Μπορείς να δημιουργήσεις και από χαρά. Δεν μου αρέσει να πρέπει να υποφέρεις για να δημιουργήσεις. Είναι λάθος αυτή η αντίληψη.»
Μίλησε επίσης για το ρόλο του θυμού που είναι εμφανής στη μουσική του, λέγοντας ότι είναι κάτι που τον κινητοποιεί.
Ένας νεαρός από το κοινό τον ρώτησε αν έχει κάποια συμβουλή για όποιον προσπαθεί να βρει την προσωπικότητά του μέσα από τα social media για να λάβει την απάντηση πως όταν ο ίδιος ήταν νέος ήταν μόνος όπως και όλα τα παιδιά της ηλικίας του∙ ζούσαν στα σπίτια τους, στα δωμάτιά τους, δεν υπήρχε αυτή η σύνδεση που έχουν σήμερα οι νέοι που μπορούν να έχουν επαφή μ’ οποιονδήποτε σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου. Η συμβουλή του ήταν να το εκμεταλλευτούν αυτό οι σημερινοί, να το εξερευνήσουν αλλά να μην μπουν στο καλούπι που τους βάζουν τα social media για έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής. «Διότι, στο τέλος έχεις μόνο τον εαυτό σου», κατέληξε.
Ο Κέιβ εξέφρασε επίσης προβληματισμούς για το αν η πρόοδος είναι μόνο καλή.
«Είναι απαραίτητη, αλλά πρέπει να έχουμε το νου μας, από μόνη της δεν είναι αρετή». Ο συντηρητισμός για εκείνον είναι έμπνευση, όπως είπε.
Και αν η τέχνη είναι ένας από τους τρόπους για να μετουσιώσει κανείς τον πόνο σε δημιουργία, ο Κέιβ το αποδεικνύει για ακόμη μια φορά αποκαλύπτοντας ότι αυτήν την περίοδο ετοιμάζει το νέο δίσκο του με τους Bad Seeds.
Στο τέλος έμεινε να υπογράψει τα ανοιχτά βιβλία που κρατούσαν σχεδόν στον αέρα οι θαυμαστές του σαν πουλιά που πετούσαν κάτω από τη σκηνή, μ’ εκείνον να κουνιέται δεξιά κι αριστερά οργώνοντάς την, όπως μας έχει συνηθίσει.
«Το να ανεβαίνω στη σκηνή είναι κάτι φοβερό, το παίρνω πάντα πολύ σοβαρά. Είναι μια εμπειρία υπερβατική.» όπως μοιράστηκε.
Το ίδιο σοβαρά παίρνει και το κοινό που κάθε φορά σπεύδει να τον δει, δείχνοντάς του με όποιον τρόπο κάθε φορά μπορεί πως ο ίδιος νιώθει ότι τον τιμούν. Έτσι και σ’ αυτό το κλείσιμο είναι διαδραστικός, δεν φοβάται ν’ ακουμπήσει τους ανθρώπους απέναντί του, συνοδοιπόρους σ’ αυτό το ταξίδι που ονομάζουμε ζωή.
Δήμητρα Διδαγγέλου-Ψυχολόγος, MSc Ψυχολογία & Μ.Μ.Ε./huffingtonpost.gr