ΑΛΗΘΕΙΕΣ

Πένθος ή συνεχής μελαγχολία;

Η ταινία «Πόνος και δόξα» του Πέδρο Αλμοδόβαρ (φωτ.), που προβάλλεται στους κινηματογράφους, είναι αυτοβιογραφική του κορυφαίου Ισπανού σκηνοθέτη. Ο ήρωας (τον υποδύεται ο Αντόνιο Μπαντέρας) πονάει. Οι περισσότεροι είναι ψυχοσωματικοί πόνοι, πόνοι που συνδέονται και με άλλες βαθύτερες δυσκολίες του ψυχισμού του.

ΜΑΡΙΑΛΕΝΑ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ-kathimerini.gr

Ο Ισπανός σκηνοθέτης Πέδρο Αλμοδόβαρ υπογράφει την αυτοβιογραφική του ταινία «Πόνος και δόξα» που προβάλλεται στους κινηματογράφους. Σκέφτομαι συνεχώς δύο σκηνές στην ταινία του. Στην πρώτη ο ήρωας, που τον υποδύεται ο Αντόνιο Μπαντέρας, βάζει πάνω στο τραπέζι τα άπειρα χάπια που πρέπει να πάρει για να βοηθήσει τους χρόνιους πόνους του. Για να μπορέσει να τα πιει τα σπάει με ένα γουδοχέρι. Στη δεύτερη για να σκύψει με τα γόνατα βάζει αναγκαστικά ένα μαξιλαράκι στο πάτωμα. Ο ήρωας πονάει. Και περιγράφει όλους τους πόνους από τους οποίους πάσχει σχεδόν σε όλη του τη ζωή. Οι περισσότεροι είναι ψυχοσωματικοί πόνοι, πόνοι που συνδέονται και με άλλες βαθύτερες δυσκολίες του ψυχισμού του. Ο πόνος, η μοναξιά του και κυρίως η δυσκολία του να ζήσει ανώδυνα την κάθε ημέρα είναι το θέμα της ταινίας. Και πώς αυτό συνδέεται με το παρελθόν του.

Την ίδια στιγμή, στο Διαδίκτυο βλέπουμε την πρόσφατη απονομή βραβείων στις Κάννες. Οι φωτογράφοι απαθανάτισαν εκείνον και τους συντελεστές του. Είναι η στιγμή της δόξας. Στο αέναο παρόν της δύναμης του φωτογραφικού κλικ, ο σκηνοθέτης είναι εκεί στο κόκκινο χαλί με το μαύρο κουστούμι του, τα μαύρα γυαλιά του, κρατώντας σφιχτά όμως το χέρι της αγαπημένης του Πενέλοπε Κρουζ. Ποιος ξέρει τι σκέφτεται; Ποιος άραγε γνωρίζει εάν πονάει;

Οι περισσότεροι άνθρωποι σκεφτόμαστε τους αστέρες του κινηματογράφου ως μη ανθρώπινους. Από τα είδωλα της αμερικανικής βιομηχανίας μέχρι και σήμερα, οι σταρ είναι πρόσωπα που αγγίζουν το πάνθεον. Είναι όλοι τους συγκλονιστικά όμορφοι, γοητευτικοί, και στη φαντασίωσή μας έχουν ζήσει ζωές που δεν μοιάζουν σε τίποτα με την ταπεινή δική μας. Ο θεατής κοιτάζοντας τον καλογυαλισμένο αστέρα δεν μπορεί να σκεφτεί πόσο ταλαιπωρημένος είναι όταν ξυπνάει, πόσο λυγίζει από τα προβλήματα στον γάμο του ή εάν έχει να πληρώσει τον λογαριασμό στο τέλος του μήνα. Οι εικόνες αυτές δεν συνδυάζονται.

Με τα social media φαντασιωνόμαστε τους πάντες, όχι μόνον τους κινηματογραφικούς αστέρες. Πόσοι δεν είναι αυτοί που βασανίζονται από την πεποίθηση ότι ο τάδε ή ο δείνα που ανέβασε μια φωτογραφία στο fb και στο Instagram δεν ζει μια μυθική ζωή; Oτι τα έχει εν πολλοίς καταφέρει, αφού η εικόνα που επέλεξε να ανεβάσει είναι μια εικόνα που «αγγίζει» την πληρότητα, αν όχι την τελειότητα. Πόσοι δεν είναι αυτοί που ασυνείδητα και συνειδητά συγκρίνουν συνεχώς τον εαυτό τους με κάποιον που βλέπουν, με κάποιον που διαβάζουν, με κάποιον που ζει μεν στη διπλανή τους πόρτα αλλά μοιάζει πιο τακτοποιημένος από εκείνους; Και την ίδια στιγμή και ο ίδιος που βασανίζεται, όταν θα έρθει η στιγμή και της δικής του σέλφι, θα ανεβάσει το καλύτερο προφίλ του, και κυρίως την πιο κουλ άποψη για τη ζωή. Θα συντηρήσει το μύθο που τον ταλαιπωρεί.

Ενα από τα σημαντικότερα απότοκα της δημοκρατίας είναι η κυριαρχία της άποψης ότι όλοι μπορούν ανά πάσα στιγμή να βρεθούν οπουδήποτε, να ζήσουν μια ζωή όπως τη φαντάζονται. Από τη στιγμή όπου τα όρια στις κοινωνικές τάξεις είναι ρευστά, αρκεί λίγη ομορφιά, τσαχπινιά, αρκετός ναρκισσισμός ίσως και μεθοδευμένος τακτικισμός, για να εισέλθει ο καθείς στην «κλίκα» που επιθυμεί. Ιδίως στην Ελλάδα. Να κάνει παρέα με τους καλύτερους, τους ομορφότερους και τους πιο πλούσιους. Να γίνει και αυτός ένας από αυτούς που δοξάζονται.

Τι συμβαίνει, όμως, με τους πόνους; Τι συμβαίνει με το βάθος του συναισθηματικού κόσμου του καθενός από εμάς; Τι συμβαίνει με τη σύγκριση και σύγκρουση πραγματικής ζωής και ανοχύρωτης φαντασίωσης; Πόσο αντέχουμε να ζήσουμε τη δική μας επώδυνη ζωή έναντι της φαντασίωσης μιας άκοπης καλογυαλισμένης ζωής; Τι υλικά χρειάζεται μια πραγματική ζωή;

Ο πρωταγωνιστής του Αλμοδόβαρ βασανίζεται από το παρελθόν του. Αγάπησε κάποτε κάποιον που δεν κατάφερε ποτέ να τον ξεπεράσει. Που δεν τον πένθησε ποτέ. Για αυτό δεν μιλούσε. Ηταν θαμμένος μέσα στους αμέτρητους πόνους που είχαν σωματοποιηθεί. Οπως μέσα του είχε θαφτεί και η επώδυνη φράση της μητέρας του «δεν ήσουν καλός γιος».

Αυτές οι δύο σκηνές φέρνουν στην επιφάνεια τον αξεπέραστο πόνο που εγκλωβίζεται στο σώμα αντί να γίνεται αντικείμενο ψυχικής συμφιλίωσης. Το δύσκολο για όλους εμάς είναι να συνδεθούμε βαθιά με τις δύσκολες πλευρές του εαυτού μας. Να αντέξουμε να πενθήσουμε για να ζήσουμε και για να δημιουργήσουμε. Να μη τα θάψουμε κακήν κακώς μέσα μας. Να μη μηρυκάζουμε από εδώ και από εκεί μια συνεχή μελαγχολία, που και αυτή τελικά γίνεται συνώνυμο αναζήτησης μιας ιδανικής πραγματικότητας. Αλλά κυρίως να δούμε στο βάθος, πέρα από τους διαθλαστικούς καθρέφτες των άλλων ή των social media, το αν όντως υπήρξαμε καλοί γιοι ή κόρες, καλοί σύζυγοι, καλοί φίλοι, καλοί γονείς. Το σημαντικό είναι να αντέξουμε αυτό που δεν καταφέραμε. Και να μην το ρετουσάρουμε.

Ο Αλμοδόβαρ κατορθώνει μέσα στους πόνους του να γίνει ένδοξος τύπος και συγκινητικός δημιουργός, επειδή αποδέχθηκε ότι μάλλον στα προσωπικά του δεν τα κατάφερε και αυτό κάνει σημαντική την τέχνη, σημαντική την πραγματική ζωή.