«Οι απώλειες είναι μεγάλες»
Η Δράμα είναι από τις πόλεις της Βόρειας Ελλάδας με υψηλό αριθμό κρουσμάτων και θανάτων.
Καθημερινά, περί τους 15 έως 20 ασθενείς με COVID-19 εισάγονται στο νοσοκομείο, όπου έχουν νοσηλευτεί με κορωνοϊό, κατά το δεύτερο κύμα, περίπου 600 άτομα (χωρίς να υπολογίζονται οι διακομιδές στα νοσοκομεία Θεσσαλονίκης, Καβάλας, Αλεξανδρούπολης), ενώ έχουν καταγραφεί πάνω από 100 θάνατοι. Τη δύσκολη κατάσταση στην πόλη περιγράφει στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ο καρδιολόγος Χρήστος Καΐρης.
«Ο αριθμός κρουσμάτων είναι υψηλός και οι απώλειες, και νέων ανθρώπων, 47, 48, 53 ετών, μεγάλες, σε σχέση με τον πληθυσμό του νομού. Ανάμεσα σε αυτούς, δύο υγειονομικοί, μία νοσηλεύτρια, προϊσταμένη μονάδας στο νοσοκομείο, ετών 59, και ένα γιατρός 65 ετών, χωρίς υποκείμενα νοσήματα».
Μέσα στον Νοέμβριο ο ημερήσιος αριθμός κρουσμάτων ήταν για μέρες τριψήφιος, «τώρα η καμπύλη άρχισε να επιπεδώνεται, αλλά οι εισαγωγές, για το μέγεθος του νοσοκομείου, είναι πολλές –δυστυχώς το 2010 έκλεισε το στρατιωτικό νοσοκομείο Δράμας, το οποίο θα μπορούσε να προσφέρει εφεδρικά κρεβάτια– και τα περιστατικά βαριά. Θεωρώ ότι όλη η επόμενη περίοδος μέχρι τις 2-3 Ιανουαρίου είναι εξαιρετικά κρίσιμη, είναι ένα δυνατό κρας τεστ, θα κρίνει τα πάντα. Επιπλέον, κρούσματα καταγράφονται όχι μόνο στη Δράμα, μια σφύζουσα από ζωή πόλη, αλλά και στους περιφερειακούς της οικισμούς, για παράδειγμα η Χαριτωμένη, με 150 μόνιμους κατοίκους, είχε διψήφιο αριθμό κρουσμάτων – πιθανότατα λόγω των πρόσφατων συναναστροφών για τη δοκιμή του τσίπουρου γύρω από τα καζάνια. Αυτό σημαίνει ότι θα χρειαστούν αρκετές ακόμη εβδομάδες μέχρι τα κρούσματα να περιοριστούν σημαντικά, αν κρίνουμε και από το παράδειγμα της Ξάνθης», σημειώνει ο κ. Καΐρης.
Διαφορετική εικόνα
Οι ηλικιωμένοι προσέχουν, «αλλά οι νεαρότερες ηλικιακές ομάδες, τόσο στο θέμα της λήψης μέτρων ατομικής προστασίας όσο και της μετακίνησης, όχι πολύ. Δεν φορούν συστηματικά μάσκα ιδίως σε μετακινήσεις κοντά στο σπίτι, η πόλη έχει κίνηση το πρωί, η εικόνα είναι εντελώς διαφορετική σε σύγκριση με εκείνη της πρώτης καραντίνας. Με το άνοιγμα των καταστημάτων, ακόμη και με περιορισμούς, είναι πιθανό τα κρούσματα να αυξηθούν. Θέλω να επισημάνω τις διαφορετικές κλιματολογικές συνθήκες. Στη Δράμα κάνει κρύο, είναι πολύ δύσκολο να αφήσεις έναν πελάτη να περιμένει έξω από ένα κατάστημα επί 15 με 20 λεπτά. Στην Αθήνα είναι πιο εύκολο».
Τα συναισθήματα των πολιτών «είναι ανάμεικτα. Ναι μεν αναγνωρίζουν τη σοβαρότητα της κατάστασης, όμως, κυρίως οι νεότεροι, οι κάτω των 45 ετών, εμφανίζονται αρνητικοί στο να εμβολιαστούν. Και τα δεδομένα ασφαλείας εκκρεμούν. Οταν τα έχουμε, ίσως μπορέσουμε να αποταθούμε στους πολίτες με επιστημονικά επιχειρήματα και να τους πείσουμε». Επιπλέον υπάρχουν πρακτικές δυσκολίες, όπως «ο βαθμός συντήρησης του εμβολίου στους -70 βαθμούς Κελσίου. Στην περιφέρεια ο εμβολιασμός θα είναι πολύ πιο δύσκολος απ’ ό,τι στην Αθήνα».
Σύμφωνα με τον κ. Καΐρη, «μετά τα Θεοφάνια θα πάρουμε μια ανάσα, αλλά νομίζω ότι η πόλη θα είναι ασφαλής την Καθαρά Δευτέρα. Η εξίσωση είναι δύσκολη. Από τη μία έχουμε την πολύ σοβαρή υγειονομική απειλή, το προσωπικό στο νοσοκομείο είναι εξουθενωμένο, δεν θα αντέξει τόσο σύντομα ένα νέο κύμα, και από την άλλη τους επαγγελματίες που πλήττονται ξανά έπειτα από μια δεκαετή οικονομική κρίση – πολλοί βρίσκονται ήδη στα όρια της επιβίωσης. Η οικονομία της Δράμας είναι μια κλειστή οικονομία, δεν έχει ούτε τουρισμό ούτε φοιτητές, ούτε στρατό, δεν έχει να περιμένει από κάπου έσοδα. Θεωρώ ότι ένα πρόγραμμα δράσης θα έπρεπε να συνεκτιμά τις ιδιαιτερότητες της κάθε περιοχής».
Τασούλα Καραϊσκάκη – kathimerini.gr