Ο Φόβος Τρώει τα Σωθικά: Ο Φασμπίντερ αναζητά την αγάπη
Ο Φόβος Τρώει τα Σωθικά/Angst Essen Seele Auf/Fear Eats the Soul (1974): Στο αριστουργηματικό του μελόδραμα, το προκλητικό παιδί του γερμανικού σινεμά αναζητά την αγάπη και την κατανόηση σε έναν σκληρό κόσμο που απεχθάνεται το διαφορετικό. Ένα φιλμ επίκαιρο και ταυτόχρονα διαχρονικό. Βραβείο Οικουμενικής Επιτροπής στο Φεστιβάλ Καννών.
Μία μοναχική χήρα γερμανικής καταγωγής και ένας πολύ μικρότερος σε ηλικία εργάτης από το Μαρόκο γνωρίζονται σε ένα μπαρ, ερωτεύονται παράφορα και παντρεύονται. Θα χρειαστεί να παλέψουν, ωστόσο, με τις ρατσιστικές προκαταλήψεις του περίγυρού τους και τη δυσκολία τους να ενταχθούν σε μια κοινωνία που τους εχθρεύεται.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
«The Straight Story»: Η ανθρώπινη κι ολότελα διαφορετική ταινία του Ντέιβιντ Λιντς
Ένα εξαιρετικό κοινωνικο-κριτικό έργο, για τη μετανάστευση, τον ρατσισμό, τον κοινωνικό αποκλεισμό, τον εσωτερικό διχασμό, αλλά και μια ταινία «για την αγάπη που ουσιαστικά είναι κάτι το απίθανο, παρόλα αυτά όμως και μια κάποια πιθανότητα», όπως την ονόμαζε χαρακτηριστικά ο Φασμπίντερ
Έχουμε δύο χαρακτήρες που χωρίζονται λόγω ηλικίας αλλά και φυλής, όμως ένα πολύ σημαντικό πράγμα τους ενώνει: αρέσουν πολύ ο ένας τον άλλον, σε έναν κόσμο που αρνείται να δεχτεί το διαφορετικό. Η σχέση τους όμως δυσλειτούργησε λόγω της απίστευτης κοινωνικής κριτικής που δέχτηκαν σαν ύπαρξη ζευγαριού οπότε και αυτό τους οδήγησε, κυρίως την Έμι την οποία αγνοούσαν επιδεικτικά οι γύρω της μετά την ανακοίνωση του γάμου της με τον Μαροκινό Αλί, σε στιγμές αδυναμίας και ανικανότητας να ανταπεξέλθουν σε αυτό. Χαρακτηριστική η σκηνή όπου ξεσπά η Έμι σε λυγμούς, -από το σημείο αυτό και έπειτα, η σχέση τους αλλάζει προς το χειρότερο.
Υπάρχει μια διαρκή ακινησία στην τόσο προσεκτική πλανοθεσία του σκηνοθέτη, στο πως έχουν στηθεί τα οπτικά μέσα/σκηνικά. Ο Φασμπίντερ (έχοντας δηλώσει στο παρελθόν πόσο μεγάλος θαυμαστής του σκηνοθέτη Ντάγκλας Σερκ είναι) ακολουθεί τον τρόπο κινηματογράφησης του, δεν τον αντιγράφει όμως, ως προς το σχηματισμό και τα όρια του κάδρου στα πλάνα.
Τα πλάνα σε ‘πνίγουν’ καθώς έχουν ασφυκτικά όρια και αυτό συμβαίνει για να νιώσουμε/καταλάβουμε, τους (κοινωνικούς) περιορισμούς στους οποίους ζουν καθημερινά οι δύο αυτοί χαρακτήρες. Τους περιορισμούς που δεν τους αφήνουν καμία απολύτως ελευθερία έκφρασης και επιλογής. Πιο συγκεκριμένα, οι χαρακτήρες φαίνονται να κινούνται με δυσκολία, με περιορισμό κινήσεων, μέσα στους χώρους του σπιτιού (και όχι μόνο) που τοποθετούνται.
Είναι σημαντικό να αναφερθεί πως όταν παρουσιάζεται το ζευγάρι, πάντα σε πρώτο πλάνο εμφανίζεται η Έμι, σαν όμηρος του κάδρου, και σε αμέσως επόμενο πλάνο ο Αλί, εξίσου περιορισμένος. Δεν έχουν το περιθώριο να μετακινηθούν κάποια έστω εκατοστά, μονάχα αν βγουν από τα όρια του κάδρου. Δεν έχουν επιλογές. Επίσης, η «διάθεση» και τα χρώματα της φωτογραφίας στο σύνολο της ταινίας, παραμένουν μουντά.
O Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ αποτίει με το «Ο Φόβος Τρώει τα Σωθικά» φόρο τιμής στον Ντάγκλας Σερκ και το ρομαντικό μεγαλείο του «Μια αγάπη ολότελα δική μας/All That Heaven Allows»
Ο Φασμπίντερ καταφέρνει να συμπτύξει δύο είδη ρατσισμού σε μία ταινία. Τη ρατσιστική συμπεριφορά απέναντι σε ένα «αταίριαστο» ζευγάρι και τη ρατσιστική αντιμετώπιση ενός αλλοδαπού μετανάστη. Τοποθετώντας ένα «προβληματικό» ζευγάρι σε μία κοινωνία που δεν είναι έτοιμη να δεχτεί τέτοιου είδους αλλαγές, ενεργοποιεί ξενοφοβικές αντιδράσεις και τάσεις κοινωνικού αποκλεισμού.
Η ταινία κέρδισε το Χρυσό Βραβείο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας το 1974 για την Καλύτερη Ερμηνεία Α’ Γυναικείου Ρόλου στην Μπριγκίτε Μίρα (20 Απριλίου 1910 – 8 Μαρτίου 2005), καθώς και το Βραβείο FIPRESCI και Βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής στο Φεστιβάλ των Καννών το 1974.
livethere.gr με πληροφορίες από kemes.wordpress.com, cine.gr, tvxs.gr