Ο Τραμπ αντιμέτωπος με το φάσμα της ήττας
Ο Ντόναλντ Τραμπ κατεβαίνει στις εκλογές περισσότερο πολεμικός παρά ποτέ. Όμως, αυτή τη φορά είναι πιθανό να χάσει
Ο Ντόναλντ Τραμπ αυτή τη φορά βλέπει κυρίως εχθρούς στο δρόμο προς τις κάλπες. Φάνηκε αυτό και από την πολωτική ομιλία που επέλεξε να εκφωνήσει με αφορμή την επέτειο της Αμερικανικής Επανάστασης στις 4 Ιουλίου. Η αναφορά του σε «οργισμένους όχλους» που θέλουν να αποκαθηλώσουν τα αγάλματα των ηγετών της Συνομοσπονδίας ή στην απειλή από τον «ακροαριστερό φασισμό» δεν ήταν ακριβώς μια ομιλία που επεδίωξε να επουλώσει κάπως τις ανοιχτές πληγές μιας Αμερικής αντιμέτωπης με την ιστορία του ρατσισμού αλλά και το παρόν μιας κοινωνικής κρίσης που επιτείνεται από το συνδυασμό ανάμεσα στην έκρηξη της ανεργίας, την επιλεκτική αστυνομική βία και τις επιπτώσεις μια ενεργής πανδημίας.
Και αυτό γιατί θέλησε ο Τραμπ να απευθυνθεί κυρίως στην Αμερική που βλέπει αυτές τις εξελίξεις με φόβο ή ακόμη και απαξία, ξεκινώντας από τη διαρκή του αγωνία να μη χάσει την ψήφο των ευαγγελικών χριστιανών (για τους οποίους πάντα φοβάται ότι θα του γυρίσουν την πλάτη στο βαθμό που δεν είναι ακριβώς πρότυπο ηθικής) ή τον «βαθύ Νότο», τις παραδοσιακές «κόκκινες» Πολιτείες (θυμίζουμε ότι κόκκινο είναι στις ΗΠΑ το χρώμα των Ρεπουμπλικάνων) όπου η αναφορά στη Συνομοσπονδία – και ότι αυτό συνεπάγεται, δηλαδή μια ιστορία που περιλαμβάνει την υπεράσπιση της δουλειάς αλλά και των φυλετικών διακρίσεων – αποτελεί ακόμη ταυτοτικό στοιχείο μερίδας των λευκών. Όμως, δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι μια τέτοια στρατηγική θα του εξασφαλίσει και την προεδρία. Πολύ πιθανό να σημαίνει και το αντίθετο.
Η Αμερική του 2016 δεν είναι η Αμερική του 2020
Ο λόγος είναι ότι αυτή τη φορά τα πράγματα δείχνουν να είναι κάπως διαφορετικά από τον πολιτικό υπολογισμό του 2016. Τότε ο Τραμπ θεώρησε δεδομένο ότι οι Δημοκρατικοί θα έπαιρναν τη μαύρη ψήφο, την ψήφο των γυναικών, την ψήφο των οργανωμένων σε συνδικάτα εργαζομένων, σημαντικό μέρος της ισπανόφωνης ψήφου, όπως και όλες τις Πολιτείες που ήταν παραδοσιακά προπύργια, αλλά αυτός θα διατηρούσε τον κορμό της παραδοσιακής ρεπουμπλικάνικής ψήφου, από αυτή διαμορφώθηκε τις τελευταίες δεκαετίες και κυρίως θα κέρδιζε μερικές ταλαντευόμενες Πολιτείες, επενδύοντας σε δυσαρεστημένα λευκά στρώματα, κάτι που αποτυπώθηκε και στις ρητορικές του επιθέσεις στο παραδοσιακό κατεστημένο της Ουάσιγκτον.
Συνεκτικό στοιχείο της πολιτικής του απεύθυνσης και τότε και τώρα, μια εκδοχή αμερικανικού εθνικισμού που υπογραμμίζει την αμερικανική «εξαίρεση» και που αποτέλεσε και κατευθυντήριο νήμα ως προς την πολιτική του σε σχέση με τις διεθνείς εμπορικές συμφωνίες και συμπυκνώθηκε στο σύνθημα «Πρώτα η Αμερική».
Όμως, η Αμερική του 2020 δεν είναι η Αμερική του 2016. Μπορεί κανείς να μιλάει όντως σήμερα για αμερικανική εξαίρεση, μόνο που αυτή η εξαίρεση είναι αρνητική.
Τα πλήγματα στην εικόνα που ήθελε να φτιάξει ο Τραμπ για την προεδρία του
Το πρώτο πλήγμα είναι η πανδημία. Η εκκίνηση του Ιουλίου δείχνει μια επιδείνωση της δυναμικής πανδημίας, τουλάχιστον ως προς το βαθμό εξάπλωσης και διασποράς. Σε διάστημα μικρότερο μίας εβδομάδας 250.000 νέα κρούσματα προστέθηκαν και σε 14 Πολιτείες καταγράφηκαν οι μεγαλύτεροι αριθμοί ημερήσιων κρουσμάτων. Μπορεί η θνησιμότητα να δείχνει να έχει μια σχετική υποχώρηση (αν και αυτό μέλλει να επιβεβαιωθεί όταν φανεί η εξέλιξη των τωρινών κρουσμάτων), όμως είναι προφανές ότι οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν την πανδημία σε πλήρη εξέλιξη. Εξ ου και το αποτέλεσμα οι Πολιτείες να επαναφέρουν περιοριστικά μέτρα, παρ’ όλα τα προβλήματα που αυτό συνεπάγεται.
Όμως, ο Τραμπ που έχει κατηγορηθεί για την έλλειψη προετοιμασίας και την αμφισβήτηση των απόψεων των ειδικών, έχει επιμείνει να υποστηρίζει ότι κατά 99% ο ιός δεν ενέχει κινδύνους σε μια προσπάθεια να πείσει ότι μπορεί η Αμερική να ζήσει με τον ιό και άρα να ανοίξουν κανονικά τα σχολεία και η οικονομία ακόμη και εάν υπάρχει πλήθος κρουσμάτων. Μόνο που αυτό προσκρούει στο φόβο που εξακολουθεί να γεννά η πανδημία σε μεγάλο μέρος των αμερικανών.
Το δεύτερο πλήγμα είναι η οικονομία. Ακόμη και με τα βήματα που προσπαθεί να εκβιάσει σχεδόν ο Τραμπ και οι Ρεπουμπλικάνοι για όσο το δυνατόν πιο εκτεταμένο άνοιγμα ξανά της οικονομίας, η ύφεση παραμένει μεγάλη όπως και η ανεργία. Αυτό υπονομεύει το βασικό πολιτικό πλεονέκτημα που έδειχνε να έχει ο Τραμπ, δηλαδή την καλή εικόνα της οικονομίας και της απασχόλησης, πάνω στην οποία είχε μάλιστα στηρίξει – πριν φυσικά την πανδημία – τη στρατηγική του για την επανεκλογή.
Το τρίτο και μεγαλύτερο πλήγμα είναι ο τρόπος που η Αμερική αναμετριέται με τον ίδιο της τον ρατσιστικό εαυτό. Είναι προφανές ότι για πρώτη φορά μετά από καιρό βλέπουμε μια μεγάλη μετατόπιση στην αμερικανική κοινωνία ως προς αυτό το θέμα. Οι κινητοποιήσεις για τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ κατά πάσα πιθανότητα ήταν το μεγαλύτερο κίνημα που γνώρισαν ποτέ οι ΗΠΑ, με ερευνητές να εκτιμούν ότι στις κινητοποιήσεις συμμετείχαν 15-26 εκατομμύρια αμερικανοί ή ποσοστό 6-10% του συνολικού αμερικανικού πληθυσμού. Οι αριθμοί είναι τεράστιοι, ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι οι κινητοποιήσεις έγιναν εν μέσω των περιοριστικών μέτρων και με ενεργή την πανδημία.
Και βέβαια τόσο μεγάλες κινητοποιήσεις δεν ήταν κινητοποιήσεις απλώς της μαύρης κοινότητας αλλά ενός ευρύτερου τμήματος της αμερικανικής κοινωνίας. Και αυτό φαίνεται, άλλωστε, στην απήχηση που έχουν συνθήματα αλλά και αιτήματα, ξεκινώντας από την απόσυρση των συμβόλων της Συνομοσπονδίας και του παρελθόντος των φυλετικών διακρίσεων.
Η επένδυση στο φόβο και τα όριά της
Το γεγονός ότι ο Τραμπ επιλέγει απέναντι σε αυτή τη δυναμική να αναδιπλωθεί σε μια γραμμή σκληρού «λευκού εθνικισμού», κατηγορώντας για παράδειγμα αυτούς που ζητούν να αποσυρθούν τα αγάλματα ή μιλώντας αρνητικά για τις κινητοποιήσεις, δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι σφυρηλατεί μια νικηφόρα εκλογική βάση. Για την ακρίβεια: σίγουρα σφυρηλατεί μια «σκληρή» λευκή, ευαγγελική και συντηρητική βάση, όμως αυτή δεν είναι δεδομένο ότι θα είναι νικηφόρα.
Επιπλέον, ο Τραμπ σε αυτή την φάση δεν είναι βέβαιο ότι θα μπορεί να έχει την ίδια σχέση με τους ρεπουμπλικάνους υποψήφιους για τη γερουσία που συνήθως δίνει την εντύπωση μιας ευρύτερης κομματικής συσπείρωσης. Για παράδειγμα, είναι πιθανό ρεπουμπλικάνοι υποψήφιοι που θα θέλουν να εξασφαλίσουν τις έδρες τους να μη θελήσουν να κάνουν κοινές εμφανίσεις μαζί του και αυτό θα στείλει ένα μήνυμα ένα ούτε το κόμμα του δεν τον στηρίζει πλήρως.
Ο Ντόναλντ Τραμπ γνωρίζει ότι στις εκλογές προφανώς και ο φόβος, τα συντηρητικά αντανακλαστικά, η συσπείρωση γύρω από αυτό που υπόσχεται «τάξη» παίζουν σημαντικό ρόλο σε μια χώρα όπως οι ΗΠΑ. Σε τελική ανάλυση, αυτό ήταν πάντα ένα χαρτί που έπαιξαν οι ρεπουμπλικάνοι σε περιόδους κρίσης και μετάβασης. Όμως, ο Τράμπ δείχνει να παίζει μόνο με το φόβο, τα αμυντικά αντανακλαστικά, τα πολιτισμικά και ιδεολογικά στοιχεία της βαθιάς «λευκής» Αμερικής, χωρίς να μπορεί να προσφέρει ένα απτό θετικό όραμα, την ώρα που η ανασφάλεια για τον ίδιο τον τρόπο που χειρίζεται καταστάσεις επιτείνεται.
Αυτό εξηγεί γιατί αυτή τη στιγμή οι εκτιμήσεις είναι ότι θα χάσει τις εκλογές. Με βάση τις εκτιμήσεις του Politico, αυτή τη στιγμή ο Μπάιντεν δείχνει να μπορεί να κερδίσει την Πενσυλβάνια και το Μίσιγκαν (την ώρα που ο Τραμπ δεν φαίνεται ικανός να κερδίσει κάποια Πολιτεία που είχε ψηφίσει την Κλίντον το 2016), ενώ Πολιτείες που το 2016 ήταν με τον Τραμπ όπως το Γουισκόνσιν, η Αριζόνα, η Φλώριντα, ή η δεύτερη περιφέρεια της Νεμπράσκα, σήμερα θεωρούνται διαφιλονικούμενες.
Και ίσως είναι πιο ακριβές να πούμε ότι αυτή τη στιγμή ο Ντόναλντ Τραμπ δείχνει κυρίως ότι θα χάσει, με βάση τις επιλογές που κάνει και το ενδεχόμενο να αποξενωθεί και από μέρος της εκλογικής του βάσης, παρά ότι θα κερδίσει ο Μπάιντεν επειδή θα έχει εμπνεύσει με το πρόγραμμα ή το ύφος διακυβέρνησης υπόσχεται. Ενδεικτικό και αυτό μιας βαθύτερης κρίσης του «αμερικανικού ονείρου» που δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι θα επιλυθεί στις εκλογές του Νοεμβρίου.
Παναγιώτης Σωτήρης – in.gr