Ο Ρέιφ Φάινς και οι υπόλοιποι κινηματογραφικοί αρχαιολόγοι
Αν κανείς πιστέψει το Χόλιγουντ, θα βγάλει το συμπέρασμα ότι η επιστήμη της Αρχαιολογίας είναι κάτι ανάμεσα σε «Ιντιάνα Τζόουνς» και «Tomb Raider», ενώ οι αρχαιολόγοι είναι κάτι περιπετειώδεις τύποι, μπαρουτοκαπνισμένοι (στην κυριολεξία) και έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να τα βάλουν με υπερφυσικές δυνάμεις από το παρελθόν, που απελευθερώνονται για να στοιχειώσουν τον σύγχρονο κόσμο.
Η αλήθεια, φυσικά, είναι πολύ πιο βαρετή και περιλαμβάνει ατελείωτες ώρες δουλειάς γραφείου ή μέσα και γύρω από σκάμματα με βασικά ευρήματα θραύσματα αγγείων και άλλα «ταπεινά» πολιτισμικά υπολείμματα.
Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει πως και οι πραγματικοί αρχαιολόγοι δεν μπορούν να γίνουν ήρωες, ιδιαίτερα όταν οι ανακαλύψεις τους συμπίπτουν με κοσμοϊστορικά γεγονότα. Κάτι τέτοιο συμβαίνει και στην «Ανασκαφή», την καινούργια ταινία του Netflix, η οποία αντλεί έμπνευση από μια αληθινή ιστορία για να μας ταξιδέψει στο Σάτον Χου της ανατολικής Αγγλίας, παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ενώ ολόκληρο το έθνος προετοιμάζεται για την πολεμική σύγκρουση, ένας αρχαιολόγος φέρνει στο φως ένα πολύ σημαντικό εύρημα.
Για την ακρίβεια, ο Μπάζιλ Μπράουν, τον οποίο υποδύεται (άρτια) ο Ρέιφ Φάινς, αυτοσυστήνεται ως «ανασκαφέας». Δεν έχει δηλαδή επίσημο τίτλο και εκπαίδευση, γνωρίζει όμως τις τεχνικές και τα μυστικά του επαγγέλματος όσο λίγοι. Οταν η ιδιοκτήτρια (Κάρεϊ Μάλιγκαν) ενός κτήματος θα τον καλέσει να ερευνήσει τους θολωτούς τύμβους που υπάρχουν εκεί, οι ανακαλύψεις του θα τραβήξουν την προσοχή των υπευθύνων του Βρετανικού Μουσείου. Μπορεί εδώ να μην έχουμε κυνηγητά και αρχαίες κατάρες, ωστόσο το βρετανικό φιλμ καταφέρνει να συγκεράσει το υπόβαθρο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου με το «ορατό κομμάτι της Ιστορίας» –έτσι ορίζεται συχνά η Αρχαιολογία–, το οποίο ενίοτε διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στον σχηματισμό της ταυτότητας ενός έθνους.
Ηρωες στο «πανί»
Από την άλλη, όπως είπαμε, υπάρχουν και οι χολιγουντιανοί αρχαιολόγοι, που χειρίζονται πιο συναρπαστικά εργαλεία από το μυστρί, τον σπάγκο και τη μετροταινία. Ο Ιντιάνα Τζόουνς, για παράδειγμα, ο οποίος με το περίφημο λάσο του τα βάζει με τους ναζί στους «Κυνηγούς της χαμένης Κιβωτού», του 1981. Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ επέκτεινε την επιτυχία της ταινίας σε ολόκληρο franchise, με τρία ακόμη σίκουελ, το καλύτερο από τα οποία ήταν αναμφίβολα το «Ο Ιντιάνα Τζόουνς και η Τελευταία Σταυροφορία». Εκεί, ο Χάρισον Φορντ έχει δίπλα του τον προσφάτως εκλιπόντα Σον Κόνερι, ο οποίος υποδύεται τον πατέρα του, Ιντι, καθώς οι δυο τους έρχονται αντιμέτωποι ξανά με τις δυνάμεις του Χίτλερ, με έπαθλο αυτή τη φορά το Αγιο Δισκοπότηρο.
Αν οι ταινίες του Ιντιάνα Τζόουνς αποπνέουν μπόλικο ρομαντισμό, αθωότητα και «μαγεία» που πάει με το πνεύμα της Αρχαιολογίας, η καθαρή δράση είναι αυτή που βρίσκεται στο επίκεντρο και κινεί τα πάντα στο προερχόμενο από τον κόσμο των βιντεοπαιχνιδιών «Tomb Raider». Η σειρά ταινιών ξεκίνησε το 2001, με την ακαταμάχητα σέξι Αντζελίνα Τζολί στον ρόλο της Λάρα Κροφτ, της δυναμικής κληρονόμου μιας αμύθητης περιουσίας, η οποία «επενδύεται» σε κυνηγητά θησαυρών σε ολόκληρο τον κόσμο. Ασος στον χειρισμό των όπλων και στις πολεμικές τέχνες, η Λάρα τα βάζει με τους πάντες, από στρατιές μαφιόζων μέχρι έναν άτυχο καρχαρία, τον οποίο κατατροπώνει… γρονθοκοπώντας τον. Τη θέση της Τζολί πήρε το 2018 η «οσκαρική» Αλίσια Βικάντερ, σε ένα νέο ξεκίνημα, που φέρνει το «Tomb Raider» πιο κοντά στα πρότυπα της σύγχρονης εποχής.
Αιμίλιος Χαρμπής – kathimerini.gr