ΚΟΣΜΟΣ

Ο Ντόναλντ Τραμπ ξεκίνησε ήδη προεκλογικό αγώνα για το 2024

Η πρώτη ομιλία του μετά τα επεισόδια και την εισβολή στο Καπιτώλιο

Νύξεις ότι θα ξαναθέσει υποψηφιότητα, αλλά με το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και όχι ως ηγέτης κάποιου τρίτου κόμματος που σκοπεύει να ιδρύσει, άφησε ο τέως πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, στην πρώτη ομιλία του μετά τα επεισόδια της 6ης Ιανουαρίου και την εισβολή στο Καπιτώλιο. Συμμετέχοντας στο συνέδριο της Επιτροπής Συντηρητικής Πολιτικής Δράσης (CPAC) το περασμένο Σαββατοκύριακο στο Ορλάντο της Φλόριντα, επανέλαβε τις αιτιάσεις του περί νοθείας στις εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου, μία άποψη που υιοθέτησαν όλοι οι συμμετέχοντες στις εργασίες. Παρουσιάζοντας εαυτούς ως θύματα της κουλτούρας ακύρωσης, της Αριστεράς και των μεγάλων τεχνολογικών εταιρειών, όλοι οι ομιλητές που παρήλασαν από το βήμα κατήγγειλαν μια οργανωμένη προσπάθεια φίμωσής τους. Για την αποκατάσταση της Δικαιοσύνης διεκδικούν να σταματήσει η νοθεία και να διορθωθούν οι ανεπάρκειες στην εκλογική διαδικασία, αλλά και να τους επιτραπεί να λένε ό,τι θέλουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Σύμφωνα με δημοσκόπηση, για το 62% των συνέδρων η ακεραιότητα της εκλογικής διαδικασίας είναι η βασική προτεραιότητα έναντι 48% που προέταξαν τα συνταγματικά δικαιώματα.

Η ομιλία του Τραμπ ελάχιστες διαφορές είχε από αυτήν της 6ης Ιανουαρίου που υποκίνησε τα βίαια επεισόδια του Καπιτωλίου. Ισχυρίστηκε ξανά ότι κέρδισε τις εκλογές του 2020, ότι διαπράχθηκε νοθεία και πως είναι «αδιαμφισβήτητο» πως άλλαξαν παράνομα οι κανόνες της αναμέτρησης. Παράλληλα, επιτέθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο, κατηγορώντας τους –διορισμένους από τον ίδιο– δικαστές ότι «δεν είχαν το θάρρος να λάβουν τη σωστή απόφαση». Στόχος των αποστροφών του ήταν όχι μόνο να εδραιώσει την κυριαρχία του στο κόμμα, αλλά να απονομιμοποιήσει τη νίκη του Δημοκρατικού Τζο Μπάιντεν. Ουσιαστικά το υποβολιμαίο μήνυμα ήταν ότι αφού οι Δημοκρατικοί κλέβουν εκλογές, έχει νόημα να δυσχερανθεί η διαδικασία συμμετοχής. «Πρέπει να ψηφίσουμε αποτελεσματική μεταρρύθμιση των εκλογικών νόμων και πρέπει να το κάνουμε τώρα», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Στην ουσία, οι αλλαγές που προτείνουν οι Ρεπουμπλικανοί απλώς καθιστούν πιο δυσχερή τη συμμετοχή στις αναμετρήσεις. Πάνω από 250 νομοσχέδια που έχουν προταθεί από Ρεπουμπλικανούς βουλευτές σε 43 πολιτείες έχουν ακριβώς αυτόν τον σκοπό: να περιορίσουν την επιστολική ψήφο και το δικαίωμα πρόωρης συμμετοχής στη διαδικασία (πριν από την ημερομηνία της αναμέτρησης), να επιβάλουν την επίδειξη ταυτότητας και επαναχάραξη εκλογικών περιφερειών που ευνοούν Ρεπουμπλικανούς υποψηφίους. Αντί να προσελκύουν ψηφοφόρους για την ανάδειξη Ρεπουμπλικανών υποψηφίων, προσπαθούν να εξασφαλίσουν την εξουσία αποκλείοντας πολλούς ψηφοφόρους, ειδικά μέλη μειονοτήτων, από τη διαδικασία.

Πάντως ο Τραμπ επιφύλαξε εχθρική αντιμετώπιση σε πολλά στελέχη του κόμματός του, αποκαλύπτοντας τη στρατηγική του να προκαλέσει διχασμό στους κόλπους των Ρεπουμπλικανών. Ετσι διάβασε λίστα με τα ονόματα όσων μελών του Κογκρέσου δεν τον στήριξαν. Ειδική μνεία έκανε στη Λιζ Τσέινι, κόρη του πρώην αντιπροέδρου Ντικ και βουλευτή του Ουαϊόμινγκ. Οι παριστάμενοι στο συνέδριο δεν απέκλεισαν και άλλες υποψηφιότητες για το 2024, όπως του γιου του Τραμπ, Ντόναλντ Τραμπ Τζούνιορ, του τέως υπουργού Εξωτερικών Μάικ Πομπέο και του γερουσιαστή του Τέξας Τεντ Κρουζ. Στενοί συνεργάτες του επιμένουν ότι ο Τραμπ θα θέσει υποψηφιότητα στις επόμενες εκλογές και φέρεται μάλιστα να έχει αποφασίσει να μην επιλέξει ως υποψήφιο αντιπρόεδρό του τον Μάικ Πενς, αλλά μία γυναίκα, την κυβερνήτη της Νότιας Ντακότας, Κρίστι Νόεμ. Σύμβουλοί του εισηγούνται εξάλλου να εξετάσει το ενδεχόμενο ενός μαύρου υποψήφιου αντιπρόεδρου, που θα τον βοηθούσε στον διεμβολισμό της αφροαμερικανικής κοινότητας, μία εκλογική δεξαμενή στην οποία υστερεί σημαντικά έναντι των Δημοκρατικών αντιπάλων του.

Το κατεστημένο της Ουάσιγκτον εξακολουθεί να ανησυχεί για την επιρροή του Τραμπ όχι μόνο στο κόμμα του αλλά και στο ακροδεξιό κοινό του συνωμοσιολογικού κινήματος QAnon. Στις 4 Μαρτίου οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ κινητοποιήθηκαν, έχοντας πληροφορίες ότι μέλη της οργάνωσης είχαν στόχο να μεταβούν στην Ουάσιγκτον για να εγκαταστήσουν στην προεδρία τον Τραμπ, ως αληθινό νικητή των εκλογών. H ιδεοληψία με την 4η Μαρτίου πηγάζει από την πεποίθηση πως όλοι οι πρόεδροι μετά το 1871 είναι παράνομοι, αφού έκτοτε οι ΗΠΑ μετατράπηκαν από χώρα σε επιχείρηση. Πριν από την 20ή τροποποίηση του Συντάγματος, που υιοθετήθηκε το 1933, όλοι οι πρόεδροι των ΗΠΑ και το Κογκρέσο ορκίζονταν στις 4 Μαρτίου αντί του Ιανουαρίου. «Ο αληθινός πρόεδρος δεν μπορεί να επιστρέψει στον θώκο του. Η 4η Μαρτίου είναι το αργότερο. Σε παρακαλώ Θεέ!» ήταν ένα από τα μηνύματα που αναχαίτισαν οι μυστικές υπηρεσίες της χώρας στην εφαρμογή Telegram την οποία χρησιμοποιούν οι υποστηρικτές του QAnon. Ενα άλλο προβεβλημένο στέλεχος της οργάνωσης με 55.000 ακολούθους εξήγησε ότι υπάρχει μια ιστορία 150 ετών για την χρονολογία 1871, αφού όλοι οι αριθμοί αν προστεθούν δίνουν άθροισμα 17 και το Q είναι το 17ο γράμμα του αγγλικού αλφάβητου. Σύμφωνα με τους συνωμοσιολόγους, ο Q είναι ένα ανώτατο στέλεχος, ένας ανώνυμος πατριώτης που θα αποκαλύψει το βαθύ κράτος των παιδόφιλων, που διατηρεί σχέσεις με το Χόλιγουντ, τα ΜΜΕ και το κόμμα των Δημοκρατικών.

Χρηματοδότηση απευθείας στον ίδιο

«Ο Τραμπ σε χρειάζεται», έγραφε ένα email που ζητούσε από τους παραλήπτες χρηματοδότηση. «Η υστεροφημία του προέδρου Τραμπ βρίσκεται στα χέρια σου», ανέφερε ένα άλλο. Αλλες επιστολές εκλιπαρούσαν τους δυνάμει μικρούς υποστηρικτές του κόμματος να αγοράσουν ένα μπλουζάκι στο οποίο αναγράφεται η ερώτηση «Με πεθύμησες;» και φιλοξενείται στάμπα με το χαμογελαστό πρόσωπο του Τραμπ πάνω. Μπορεί η Εθνική Επιτροπή των Ρεπουμπλικανών να προσπαθεί να κεφαλαιοποιήσει τη συνεχιζόμενα υψηλή δημοτικότητά του, ο ίδιος ο Τραμπ όμως φαίνεται διατεθειμένος να εισπράξει απευθείας τα κέρδη, παρακάμπτοντας τα κομματικά ταμεία. Στην ομιλία του στο Ορλάντο, ο Τραμπ κατέστησε σαφές ότι αν κάποιος θέλει να τον ενισχύσει οικονομικά, θα πρέπει να το κάνει μέσω της προσωπικής του ιστοσελίδας. Η έκκληση εντυπωσίασε τους πολιτικούς παρατηρητές, αφού είναι γνωστό ότι ο Τραμπ μισεί να ζητάει λεφτά για να μην καταρρίψει τον μύθο του επιτυχημένου μεγιστάνα. Και είναι ενδεικτική των προθέσεών του να εκμεταλλευθεί μεν το κόμμα για να διασφαλίσει το πολιτικό του μέλλον, χωρίς όμως να εμπιστεύεται τους παραδοσιακούς χρηματοδοτικούς του μηχανισμούς.