Ο μακρύς χειμώνας των Κούρδων
ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ. Νάτοι, λοιπόν, οι Γάλλοι του Ισλαμικού Κράτους. Βρισκόμαστε σε μια σύγχρονη φυλακή, στο Ντερίκ, νότια του Καμισλί, πρωτεύουσας του συριακού Κουρδιστάν. Eνας τουρκικός πύραυλος έπεσε κάπου κοντά, θα ’λεγε κανείς για να τους παροτρύνει να δραπετεύσουν. Αλλά η φυλακή επιτηρείται αυστηρά. Οι φύλακες φοράνε κράνη, μάσκες και μαύρες στολές. Για να φτάσει κανείς στον τομέα υψηλής ασφαλείας, πρέπει να διασχίσει μια σειρά από διαδρόμους, πύλες και θωρακισμένες πόρτες. Είναι καμιά ντουζίνα κρατούμενοι, στο βάθος του κελιού, με γυρισμένες τις πλάτες και όταν φτάνουμε τους βρίσκουμε να προσεύχονται. Αλλά όταν τους καλεί ο κέρβερος της ομάδας, που μας είδε μέσα από το ματάκι της πόρτας, γυρίζουν προς τη μεριά μας σαν να ’ταν ένας άνθρωπος και έρχομαι αντιμέτωπος με τους τζιχαντιστές.
Με έχουν προειδοποιήσει ότι πρόκειται για τους χειρότερους δολοφόνους της Ράκα. Αλλά καθώς τους βλέπω μέσα σε αυτό το μικρό, υπερβολικά φωτισμένο δωμάτιο που μυρίζει παλιό κελάρι, πλάι σε κουβέρτες με φανταχτερά χρώματα, να φοράνε φόρμες και βρώμικες μπλούζες πόλο, με το θαμπό τους βλέμμα, μου φαίνονται σαν παραιτημένοι φουκαράδες. Ολοι τους εκτός από έναν τραυματία, που έχει τα πόδια του μπλοκαρισμένα από μια μεταλλική συσκευή σαν πένσα και μου φωνάζει στα γαλλικά, με προφορά Πικαρδίας: «Σε αναγνωρίσαμε»!
Και ύστερα αρχίζουν να ψελλίζουν ένα σωρό παράπονα. «Ξέρετε ποιος θα μας δικάσει και πού;». Αυτοί οι άνδρες που έχουν τρομοκρατήσει τον κόσμο, σήμερα είναι αποκομμένοι από τους πάντες και τα πάντα. Χωρίς φυσικό φως, χωρίς κινητά τηλέφωνα, με τη μοναδική τηλεόραση που ήταν στη διάθεσή τους να έχει αφαιρεθεί από την έναρξη της τουρκικής εισβολής στη Συρία, αγνοούν για παράδειγμα ότι ο Αμπού Μπακρ αλ Μπαγκντάντι, ο χαλίφης τους, είναι νεκρός. Αυτή τη στιγμή μόνο ένα πράγμα τούς απασχολεί: να τους εκδώσουν από τη Ροτζάβα, το συριακό Κουρδιστάν, και να μην καταλήξουν στη Βαγδάτη, όπου εφαρμόζεται η θανατική ποινή, αλλά να επιστρέψουν στη Γαλλία, τη χώρα των δικαιωμάτων του ανθρώπου, όπου θα μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους… Θλιβερό. Και διαβολικό.
Στο αναμορφωτήριο
Σε απόσταση μερικών χιλιομέτρων βρίσκουμε μιαν άλλη φυλακή. Για παιδιά. Θυμίζει παλιό μοναστήρι με εσωτερική αυλή και στοές, που έχει μετατραπεί σε αναμορφωτήριο. Εδώ βρίσκονται κάπου εκατό έφηβοι, όλα αγόρια σαν τον Νέλσον από τη Νέα Υόρκη ή τον Αχμεντ από την Τουλούζη, που επιμένουν ότι δεν έχουν διαπράξει άλλο έγκλημα εκτός από το ότι έχουν πατέρα ή μητέρα τρομοκράτη. Μοιάζουν με μικρά, κυνηγημένα ζώα. Πολλοί από αυτούς δεν γνωρίζουν αν οι γονείς τους είναι ακόμη ζωντανοί. Αποπνέουν την αγωνία των παιδιών που δεν έχουν μέλλον. Γρήγορα όμως μας οδηγούν σε ένα κλειστό δωμάτιο, όπου μας περιμένουν δύο μικροί Γάλλοι, οι οποίοι θα κρατήσουν το βλέμμα τους χαμηλωμένο στο μεγαλύτερο μέρος της συζήτησής μας.
Ο ένας είναι οκτώ χρόνων και μας αφηγείται πώς απέκτησε τεχνογνωσία βγάζοντας τα μάτια από γάτες στο παζάρι του χωριού του και κόβοντας τον λαιμό ενός γείτονα που δεν αντιμετώπιζε με τον δέοντα σεβασμό την αδελφή του. Ο άλλος, ένα παιδί με αγγελικό πρόσωπο και όμορφα αλλά άδεια γκρίζα μάτια, μάζευε τα κεφάλια που είχε χωρίσει από το σώμα τους ο πατέρας του, δήμιος στη Ράκα. Θεέ μου! Τι μπορεί να κάνει κανείς απέναντι σε τέτοιες ομολογίες; Πώς να αναμορφώσεις, πώς να φέρεις τη λύτρωση σε αυτά τα παιδιά-τέρατα; Μήπως αυτό δεν είναι το χειρότερο έγκλημα του Ισλαμικού Κράτους, το γεγονός δηλαδή ότι πάσχισε να φτιάξει τέτοια «λιονταράκια» για να περάσει το αίσχος από γενιά σε γενιά;
Ρωτώ τον δεύτερο, τον εκκολαπτόμενο νεκροθάφτη, αν ξανάρχονται στη σκέψη του ή στα όνειρά του αυτά τα πρόσωπα χωρίς σώμα. Με βάζει να επαναλάβω την ερώτηση. Με κοιτάει για πρώτη φορά, με ύφος βλακώδους σύγχυσης. Εχει ξεχάσει πια τι σημαίνει η λέξη ονειρεύομαι.
Στην περιοχή Μπαρζάν του Ιράκ, στους Κούρδους μαχητές Πεσμεργκά υπηρετούν πλάι πλάι οι άρχοντες της περιοχής με τους άκληρους γεωργούς.
Κοινωνία ισότητας
Λένε ότι οι Κούρδοι δεν έχουν άλλους φίλους από τα βουνά τους. Στο συριακό Κουρδιστάν, με τα πεδινά εδάφη γεμάτα μισοχτισμένα χωριά και υποτυπώδεις πηγές πετρελαίου, δεν υπάρχουν καν βουνά. Επομένως, εδώ δεν έχουν καθόλου φίλους; Θέτω το ερώτημα στη Φαούζα Γιούζεφ, συγγραφέα, φεμινίστρια και μέλος της συλλογικής διοίκησης της Ροτζάβα. Οχι, μου απαντά στο Καμισλί, στα υπερβολικά ζεστά γραφεία της «Διοίκησης της Αυτοδιαχειριζόμενης Βόρειας και Ανατολικής Συρίας». Οι δημοκρατίες έχουν φίλους. Οι κοινωνίες των πολιτών έχουν φίλους. Και αυτή η κοινωνία των πολιτών, που βρίσκεται στο στάδιο της οικοδόμησης, είναι πάντα φιλική προς εμάς. Είναι μια κοινωνία ισότητας. Δεν κάνει διακρίσεις με βάση το θρήσκευμα ή τη φυλή. Και κόντρα στο πατριαρχικό πνεύμα, που διαπνέει το Ισλάμ, θέτει σε ίση μοίρα γυναίκες και άνδρες. Η Φάουζα δεν είναι μαρξίστρια. Γνωρίζει βέβαια, όπως μας λέει με ένα γέλιο που μαλακώνει το πρόσωπο της σκληροτράχηλης Πασιονάριας, τη συζήτηση που γίνεται στη Δύση περί τέλους του μαρξισμού, όπως και τη φήμη που έχει αποκτήσει η Ροτζάβα ως καταφύγιο μιας από τις τελευταίες παραλλαγές του μαρξιστικού ρεύματος. Ωστόσο, δεν είναι ανάγκη να ασπάζεται κάποιος τον μαρξισμό για να συνδυάζει την ελευθερία, την ισότητα και την αδελφότητα, «όπως συμβαίνει στη Γαλλική Δημοκρατία». Και αυτό το μείγμα κοινωνικής αυτοδιαχείρισης, σπαρτιατικών αξιών, ελευθεριακού πνεύματος και επαναστατικής πειθαρχίας, ο συνδυασμός οικολογικού κοινοτισμού και διεθνισμού, συνιστά, όπως υπογραμμίζει, τον βασικό πυλώνα της Ροτζάβα και την ψυχή της αντίστασης.
Ο Αλντάρ Χαλίλ δεν έχει επίσημη ιδιότητα. Είναι ένας βετεράνος μεταξύ άλλων σε αυτόν τον ένοπλο λαό, που χτίζει από το 2011 τη δική του Δημοκρατία των Ισων. Δεν είναι τίποτα παραπάνω, όπως με διαβεβαιώνει ο ίδιος με μια ανεπαίσθητη κίνηση του χεριού που του απέμεινε, παρά ένας από τους εμπνευστές του συνασπισμού κουρδικών κομμάτων, με όνομα Κίνημα για μια Δημοκρατική Κοινωνία. Ο σεβασμός με τον οποίο τον αντιμετωπίζουν οι φρουροί, που διέκοψαν την παρτίδα τάβλι όταν τον είδαν να καταφθάνει, και η μετριοφροσύνη του δεν κρύβουν το γεγονός ότι ο Χαλίλ είναι υψηλόβαθμο στέλεχος και πόλος επιρροής στην Αόρατη Επιτροπή της Ροτζάβα.
Σε αντίθεση με τη Φάουζα, ο Χαλίλ διαθέτει μαρξιστική παιδεία, ενώ είναι ο μόνος από τους συνομιλητές μας ο οποίος παραδέχεται με υπερηφάνεια τον σύνδεσμο μεταξύ PKK Τουρκίας και Ροτζάβα. Μόλις μνημονεύσει και δικαιολογήσει τις μετατοπίσεις συμμαχιών, στις οποίες έχουν υποχρεωθεί οι Κούρδοι της Συρίας, μετά την εγκατάλειψή τους από τις ΗΠΑ, μου θυμίζει τον Λένιν του Ισαάκ Βάβελ, που έλεγε ότι αντίθετα από τον θεό του Πασκάλ ήταν ένας στρεβλός νους με μια ευθεία γραμμή. Ο Χαλίλ έχει άλλωστε την ίδια άκαμπτη θέληση, την ίδια ψυχρή αναλυτική σκέψη για την ερμηνεία των γεγονότων, το ίδιο διαλεκτικό ταλέντο, όπως ο Λένιν στο Μπρεστ-Λιτόφσκ και την ίδια ικανότητα συμβιβασμού, όπως έδειξε και με την πικρή συμμαχία του με τον Μπασάρ αλ Ασαντ και τον Πούτιν.
«Καλημέρα, στρατηγέ. Ποια η κατάσταση στο έδαφος;» Η διακεκομμένη φωνή στο τηλέφωνο είναι αυτή του Γάλλου προέδρου, ο οποίος εν μέσω απεργιακών κινητοποιήσεων στο Παρίσι βρήκε 40 λεπτά από τον χρόνο του για να εκφράσει την ανησυχία του για την κατάσταση των κουρδικών δυνάμεων.
«Επιλέγουμε τη ζωή»
Ο στρατηγός Μαζλούμ Αμπντι Κομπάνι είναι ο στρατιωτικός διοικητής του κουρδικού στρατού, ο οποίος δήλωσε το θρυλικό: «Μεταξύ της γενοκτονίας (Ερντογάν) και του συμβιβασμού (Ασαντ), επιλέγουμε τη ζωή». Από εκείνη την ημέρα, ο στρατηγός Μαζλούμ έχει γίνει ο υπ’ αριθμόν 1 στόχος των τουρκικών drones. Δεν δικαιούμαι να αναπαραγάγω τη συνομιλία μεταξύ Μακρόν και Μαζλούμ. Αν, όμως, ο Αλντάρ είναι ο κρυφός Λένιν της Ροτζάβα και η Φάουζα η Κολοντάι της, ο Μαζλούμ είναι ο Τρότσκι. Το μόνο που μπορώ να αποκαλύψω για τη συνομιλία μεταξύ του Γάλλου προέδρου και του Κούρδου φίλου του είναι ότι ο στρατηγός επέμεινε στη διατήρηση της αυτονομίας του στρατού του, στη διαφύλαξη της ιεραρχίας του και ότι μόνη του αποστολή θα είναι η προάσπιση της Ροτζάβα και όχι τα επιτελικά σχέδια των εγκληματιών κατά της ανθρωπότητας της Δαμασκού, όπως για παράδειγμα στο πολιορκημένο Ιντλίμπ. Την αδιαπραγμάτευτη απαίτηση αυτή άκουσε με προσοχή η Γαλλία εκείνο το βράδυ.
Ο ρόλος του δολοφονηθέντος Κασέμ Σουλεϊμανί
Στην άλλη όχθη του Τίγρη, στο ιρακινό Κουρδιστάν, το Ισλαμικό Κράτος έχει επανεμφανισθεί. Βρισκόμαστε 40 χλμ. βόρεια του Αρμπίλ, κάτω από την οροσειρά Καρατσόκ, από όπου οι φιλοϊρανικές πολιτοφυλακές του στρατηγού Σουλεϊμανί εκδίωξαν τους Κούρδους. Το Ι.Κ. βρίσκεται εκεί, σε απόσταση 800 μέτρων από τις κουρδικές θέσεις.
Βλήμα όλμου προσγειώθηκε εδώ πριν από μία ώρα, ενώ βολή ελεύθερου σκοπευτή ακούστηκε να χτυπάει τη στέγη του στρατώνα. Πριν πέσει η ομίχλη, βλέπουμε δύο «ύποπτα» αγροτικά αυτοκίνητα που κινούνται στον ερημικό δρόμο. Ο στρατηγός Σιρουάν Μπαρζανί δεν μοιάζει να εκπλήσσεται. Γνώριζε άλλωστε ότι οι τζιχαντιστές θα έσπευδαν να αναπληρώσουν το κενό που άφησε πίσω της η υποχρεωτική αναδίπλωση των Κούρδων. Αυτός ο τυχοδιώκτης μεγιστάνας, πρόεδρος και ιδρυτής της κρατικής εταιρείας τηλεπικοινωνιών, περνάει πάλι τις νύχτες του ανάμεσα στους άνδρες του, φυλώντας σκοπιά απέναντι στους βαρβάρους.
Αυτόν τον δημοκρατικό ηρωισμό θαύμασα στους Πεσμεργκά, μια στρατιά ένοπλων πολιτών, όπου οι άρχοντες της περιοχής του Μπαρζάν ανακατεύονται με τους άκληρους γεωργούς σε μια χαρούμενη ατμόσφαιρα συναδέλφωσης.
Η ταινία
Η ιδέα μου αυτή έλαβε άραγε την έγκριση της Ουάσιγκτον; Ή μήπως η προβολή της ταινίας μου «Πεσμεργκά» στη χριστιανική συνοικία του Αρμπίλ, Ανκάουα, αποτελούσε πρωτοβουλία του γενικού προξένου των ΗΠΑ στο ιρακινό Κουρδιστάν, Στιβ Φέιγκιν; Ουδέποτε θα το μάθω.
Αυτό που δεν αμφισβητείται, όμως, είναι η συγκίνηση του κοινού στις πιο δραματικές στιγμές της ταινίας: Ο νεαρός στρατηγός με τα κατάλευκα μαλλιά, που σκοτώνεται από σφαίρα του Ι.Κ., ο καμεραμάν μου, Αλα Ταγέμπ, που διέλυσε τον ώμο του αφού πάτησε σε νάρκη, και ο λόχος γυναικών που εξαπολύει επίθεση εναντίον του φράγματος της Μοσούλης. Ξέρω ότι στην αίθουσα βρίσκονται Αμερικανοί διοικητές των ειδικών δυνάμεων, στελέχη της CIA και επαγγελματίες διπλωμάτες. Ολοι συνειδητοποιούν, όμως, ότι έχουν το αίμα των Κούρδων στα χέρια τους και ότι η αμερικανική δημοκρατία, το έθνος του Πέρσινγκ και του Πάτον, πρόδωσε τα ιδεώδη του.
Ο Μασούντ Μπαρζανί ήταν ακόμη πρόεδρος, προτού περάσει τη σκυτάλη στον ανιψιό του, Νετσιρβάν, μετά το παράνομο δημοψήφισμα. Τον ξαναβρίσκω στο ανάκτορο, όπου είχα τότε προσέλθει για να ζητήσω, όπως ένας Ντε Γκωλ από έναν Αϊζενχάουερ, την αποστολή κουρδικής μεραρχίας, η οποία θα εισερχόταν στην κατειλημμένη από το Ισλαμικό Κράτος Μοσούλη. Ο Μπαρζανί συνεχίζει να απολαμβάνει μεγάλο κύρος.
Διηγείται, όμως, με πικρία την ιστορία της μάχης του Αλτον Κουπρί, όπου ένας διοικητής του, όπως ένας σύγχρονος Λεωνίδας στις Θερμοπύλες, αντιστάθηκε στην προέλαση φάλαγγας Ιρακινών πολιτοφυλάκων, πλαισιωμένων από Ιρανούς Φρουρούς της Επανάστασης, με επικεφαλής τους τον δολοφονηθέντα Κασέμ Σουλεϊμανί. Ο Μπαρζανί διηγείται επίσης την άγνωστη στη Δύση μάχη της Σίλα, όπου οι κουρδικές δυνάμεις κατέστρεψαν 57 τεθωρακισμένα οχήματα. Οπως οι στρατηγοί του γαλλικού επαναστατικού στρατού στο Βαλμί, της ισραηλινής Τσαχάλ και της νεαρής σοβιετικής δημοκρατίας, ο Μπαρζανί δεν υπέκυψε απέναντι σε πανίσχυρο αντίπαλο.
«Αμαζόνες»
Κουρδιστάν είναι το πολεμικό της ψευδώνυμο. Μια μικροκαμωμένη γυναίκα, όμορφη, με κοτσίδα, η οποία διοικεί ένα τάγμα περίπου εκατό κοριτσιών, κάπου κοντά στη γραμμή του μετώπου. Καθώς φτάνουμε, την αυγή, οι στρατιωτίνες γυμνάζονται. Εκείνη μας οδηγεί σε ένα κτίριο όπου βρίσκονται λίγες συντρόφισσές της με τα καλάσνικοφ στο έδαφος. Καθόμαστε σε ένα χαλί και η ξεναγός μας αφηγείται πώς βίωσε η μονάδα της την τουρκική εισβολή. Τον θόρυβο των αεροπλάνων που υποστήριζαν την προώθηση των δολοφόνων, των χερσαίων δυνάμεων που έρχονταν από το Αφρίν. Τις δύο τραυματισμένες που πήγαν να μαζέψουν από τον δρόμο, ανάμεσα σε εχθρικά πυρά. Εκείνη τη μικρή ηρωίδα που σκοτώθηκε από κοντινή απόσταση σε προάστιο του Τελ Αμπιάντ και εξακολουθεί να τις στοιχειώνει. Κι ύστερα, τη στιγμή που κατάλαβαν ότι οι Αμερικανοί όντως θα έφευγαν και ότι έπρεπε να υποχωρήσουν για να διασώσουν ό,τι μπορούσε να σωθεί από την Κομούνα της Ροτζάβα και ίσως, μια μέρα, να περάσουν στην αντεπίθεση. Αναλογίζομαι εκείνες τις ένοπλες γυναίκες οι οποίες, στην Ιλιάδα, προστάτευαν τις πόλεις. Σκέφτομαι την Πενθεσίλεια, τη βασίλισσα των Αμαζόνων, η οποία ερωτεύεται τον Αχιλλέα, τον αντιμετωπίζει σε μονομαχία και, σύμφωνα με την εκδοχή του Χάινριχ φον Κλάιστ, τον σκοτώνει. Η διαφορά με τον μύθο είναι ότι αυτές οι νέες γυναίκες δεν ερωτεύονται τον εχθρό τους ούτε κανέναν άλλο. Εχουν παντρευτεί το συριακό Κουρδιστάν, τη Ροτζάβα, όπως οι μοναχές έχουν παντρευτεί τον Χριστό. Ούτε σαγήνη ούτε πάθος. Ο κοσμικός πουριτανισμός ενός λαού της Αντιγόνης που κάνει νυχτέρι για τους 11.000 νεκρούς του πολέμου εναντίον του Ισλαμικού Κράτους και, τώρα, εναντίον του Ερντογάν.
«Πόσες γενιές θα κουβαλούν αυτό το φορτίο;»
Ο Μασούντ Μπαρζανί, πρώην πρόεδρος του ιρακινού Κουρδιστάν, συνεχίζει να διαθέτει κύρος ανάμεσα στους συμπατριώτες του.
Η σκηνή θα μπορούσε να είναι βγαλμένη από το μυθιστόρημα «Η Ερημος των Ταρτάρων» του Ντίνο Μπουτζάτι. Βρισκόμαστε τρεις ώρες στον δρόμο ανατολικά του Αρμπίλ, κοντά στα ιρανικά σύνορα.
Εδώ αρχίζει το ιρανικό Κουρδιστάν, που ονομάζεται Ροτζελάτ και φυλάσσεται από εξόριστους μαχητές, που υπηρετούν υπό τα χρώματα των Πεσμεργκά.
Διάσπαρτοι σε σεληνιακό τοπίο, κρυμμένοι σε πέτρινα φυλάκια με απαρχαιωμένο οπλισμό, μία χούφτα ανδρών βρίσκεται σε διαρκή ετοιμότητα και προσεύχεται εδώ και σαράντα χρόνια για την κατάρρευση του καθεστώτος των μουλάδων.
Αυτοί οι αντάρτες των μετόπισθεν, που δεν σταματούν να προετοιμάζονται για μία επίθεση που δεν πραγματοποιείται ποτέ, είναι από τους πλέον σκληροτράχηλους Πεσμεργκά. Η ατελείωτη αναμονή, όμως, τους έχει εξαντλήσει, κάνοντάς τους να μοιάζουν περισσότερο με στυλίτες, ακίνητους στον χρόνο και στις εποχές.
Ξαφνικά, η έρημος των Ταρτάρων, τελειώνει. Οι Ιρανοί Πασνταράν, από την άλλη πλευρά, εξουθενωμένοι από τους επίμονους αυτούς αντιστασιακούς και τις εξορμήσεις τους, αποφασίζουν να χτυπήσουν και εξαπολύουν, όπως έκαναν και τον περασμένο χρόνο, τρεις πυραύλους που συντρίβονται εδώ στην Κόγια, στο αρχηγείο των Κούρδων. Βρισκόμαστε στο μικρό δωμάτιο του εκτελεστικού γραφείου του κόμματος, που συνεδριάζει σήμερα. Στην περυσινή επίθεση, τα στελέχη πρόλαβαν να αναζητήσουν καταφύγιο μετά το πρώτο πλήγμα, ενώ ο δεύτερος και ο τρίτος πύραυλος κατέστρεφαν το κτίσμα. Ο γενικός γραμματέας, Χαλίντ Αζίζι, σώθηκε από θαύμα, καθώς καθυστέρησε μερικά λεπτά προσφέροντας βοήθεια σε τραυματία. Μου δείχνει στον τοίχο τις φωτογραφίες των νεκρών, καθώς και ορισμένα από τα προσωπικά τους αντικείμενα που εκτίθενται σε προθήκη.
Οι Κούρδοι είναι ένας ξεχασμένος λαός. Αυτοί οι Κούρδοι, όμως, είναι οι πιο ξεχασμένοι από τους ξεχασμένους.
Στον δρόμο της επιστροφής, σε ένα χωριό στην πλαγιά του βουνού, πέφτουμε πάνω σε αυτοσχέδιο παζάρι, όπου μπορεί κανείς να αγοράσει ηλεκτρονικούς υπολογιστές, κονσέρβες, φάρμακα, είδη σπιτιού και μωρουδιακές πάνες. Εκεί, κάθε κάτοικος του ιρανικού Κουρδιστάν, που στερείται τα πάντα εξαιτίας του καθεστώτος και των κυρώσεων, μπορεί να βρει ό,τι χρειάζεται για να επιβιώσει. Ανδρες κάθε ηλικίας στοιβάζουν πακέτα σε παλιά οχήματα, που θα πάρουν τον δρόμο για τα ορεινά χωριά.
Οι δεκάδες χιλιάδες λαθρέμποροι θα διασχίσουν, όμως, με τα πόδια την οροσειρά του Ζάγρου, κουβαλώντας την πραμάτεια στις πλάτες τους. Η τόλμη τους να αντιμετωπίσουν τα παγωμένα μονοπάτια και τους Ιρανούς συνοριοφύλακες, που πυροβολούν χωρίς προειδοποίηση, μου θυμίζουν τους Βόσνιους που ανεφοδίαζαν το Σεράγεβο από το όρος Ιγκμαν ή τα μέλη των Διεθνών Ταξιαρχιών που διέσχιζαν τα Πυρηναία για να πολεμήσουν στο πλευρό της Ισπανικής Δημοκρατίας. Ενας από αυτούς, που άφησε τον γιο του νεκρό στο χιόνι στις αρχές του χειμώνα, μου λέει: «Τα παιδιά των παιδιών μου και τα δικά τους παιδιά, θα είναι άραγε καταδικασμένα σε μία τέτοια ζωή μυρμηγκιού; Θα συνεχίσουν να ζουν και να πεθαίνουν για αυτά τα κομμάτια πλαστικού και αυτά τα χαρτόνια; Πόσες γενιές θα χρειαστούν για να πάψουν να κουβαλούν αυτό το φορτίο;».
Το κουρδικό έθνος πλήρωσε ακριβά την αντοχή του και το όνειρό του για ένα ανεξάρτητο Κουρδιστάν, ελεύθερο και χωρίς σύνορα. Είναι ώρα να δικαιωθεί.
ΜΠΕΡΝΑΡ-ΑΝΡΙ ΛΕΒΙ*
* Ο κ. Μπερνάρ-Ανρί Λεβί είναι Γάλλος συγγραφέας και φιλόσοφος.