Ο «Εξορκιστής»: Η τρομακτικότερη ταινία όλων των εποχών
Στις 29 Αυγούστου 1935 γεννήθηκε ο Γουίλιαμ Φρίντκιν, από τις σημαίνουσες σκηνοθετικές φωνές του Νέου Χόλιγουντ στα ’70s.
Στις αρχές της δεκαετίας η Ακαδημία των Όσκαρ φιλοδώρησε τον δικό του «Άνθρωπο από τη Γαλλία» («The French Connection», 1971) με 5 Όσκαρ, ανάμεσά τους κι εκείνα της Καλύτερης Ταινίας και Σκηνοθεσίας.
Από τον Γιάννη Βασιλείου-lifo.gr
Το 1977, το «Sorcerer», ριμέικ του «Μεροκάματου του Τρόμου» του Ζορζ-Ανρί Κλουζό και ίσως η καλύτερη ταινία του, καταποντίζεται στα ταμεία, αφήνοντας τον ίδιο απαρηγόρητο, να εξαπολύει την οργή του εναντίον του «Star Wars» που παιζόταν την ίδια περίοδο και οδηγούσε βιομηχανία και κοινό σε άλλα κινηματογραφικά μονοπάτια. Από τότε δεν έφτασε ποτέ ξανά σε ανάλογα καλλιτεχνικά ύψη. Ανάμεσα σε αυτές τις δύο ταινίες γύρισε και μια άλλη, τον «Εξορκιστή» («The Exorcist», 1973).
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Χίτσκοκ – Ο Δεσμώτης του Ιλίγγου: Η ταινία-σταθμός από τον μετρ του σασπένς
Ο «Εξορκιστής» των «καταραμένων» γυρισμάτων, των εκατομμυρίων θεατών που συνωστίζονταν έξω από τις αίθουσες, των λιποθυμιών κατά τη διάρκεια της προβολής, των δέκα υποψηφιοτήτων και των δύο Όσκαρ είναι η ταινία για την οποία θα τον θυμούνται. Ατάκες και σκηνές από την ταινία έχουν καταστεί αναπόσπαστο κομμάτι της κινηματογραφικής κουλτούρας και δεκάδες κινηματογραφικοί «εξορκισμοί» έχουν παραχθεί από τότε, φιλοδοξώντας μάταια να πάρουν λίγη από τη δόξα του.
Το σοκ που βίωσαν οι θεατές την εποχή που βγήκε η ταινία στις αίθουσες ήταν πρωτόγνωρο. Καμία mainstream παραγωγή τρόμου δεν είχε πάει μέχρι τότε εκεί όπου πήγε η ταινία του Φρίντκιν. Κάθε φορά που μπαίνουμε στο δωμάτιο της Ρέγκαν μας περιμένει ακόμα μία μακάβρια έκπληξη, την οποία ο φακός καταγράφει σε όλη της τη φρικιαστική λεπτομέρεια. Ο Φρίντκιν σου λέει ότι μέσα σε αυτό το δωμάτιο μπορεί να συμβούν τα πάντα
Βασισμένη στο μπεστ-σέλερ του Γουίλιαμ Πίτερ Μπλάτι, που υπογράφει και το σενάριο, η επόμενη ταινία του Φρίντκιν μετά τον οσκαρικό θρίαμβο θα ήταν για πολλούς και η πρώτη ταινία τρόμου που θα υπέγραφε. Και λέω «για πολλούς», γιατί κάποιοι βρίσκουμε στον εξπρεσιονισμό, τον πεσιμισμό και το αστικό περιβάλλον σε αποσύνθεση του «French Connection» μια κανονικότατη ταινία αστικού τρόμου.
Από τους κατεξοχήν σκηνοθέτες της ενόχλησης, ο Φρίντκιν δείχνει ιδιαίτερα τη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης πραγματικότητας. Δεν φοβάται να λερώσει τα χέρια του, θα στρέψει τον φακό εκεί όπου οι άλλοι θα τον αποστρέψουν, θα βρει υλικό στα «σκουπίδια». Προσοχή, όμως, η θεματολογία του, η εικονογραφία και ο αμοραλισμός των χαρακτήρων του δεν σημαίνει ότι είναι και ο ίδιος «βρόμικος». Πίσω από το προσωπείο του «βρομιάρη», ο Φρίντκιν κρύβει συνήθως έναν ηθικολόγο.
Το Καλό και το Κακό είναι διακριτά για τον ίδιο, γκρίζες ζώνες είναι οι άνθρωποι, οι οποίοι, όταν βγουν από τον δρόμο της ηθικής και της αρετής, θα τιμωρηθούν, είτε εξωγενώς, σαν τον προπονητή του Νικ Νόλτε στο «Blue Chips», είτε ενδογενώς, εγκλωβισμένοι σε μια υπαρξιακή φυλακή, σαν τον Ποπάι Ντόιλ του «French Connection». Κι αυτό γίνεται φανερό στον «Εξορκιστή» περισσότερο από κάθε άλλη ταινία του.
Από την εισαγωγή με τον πατέρα Μέριν στο Ιράκ, ο Φρίντκιν θα στήσει τον «Εξορκιστή» σαν μια μάχη ανάμεσα στο Καλό και το Κακό, κάτι που γίνεται φανερό και στο πλάνο όπου ο Μέριν στέκει απέναντι στο άγαλμα του δαίμονα ή σε εκείνο το κλασικό, το εμπνευσμένο από την «Αυτοκρατορία του Φωτός» του Ρενέ Μαγκρίτ, που κοσμεί και το πόστερ της ταινίας. Στην ερώτηση αν ο Θεός είναι νεκρός, που απευθύνει το εξώφυλλο του «Time» στο πολανσκικό «Μωρό της Ρόζμαρι», ο Φρίντκιν απαντά αρνητικά: οι άνθρωποι είναι που απομακρύνθηκαν από αυτόν, που έχουν αποταχθεί το πνεύμα.
Στη σκηνή των γυρισμάτων της ταινίας μέσα στο φιλμ όπου πρωταγωνιστεί η Κρις ΜακΝίλ (Έλεν Μπέρστιν) –που τη λες και δηκτική απέναντι στα ακτιβιστικά κινήματα της εποχής‒ ο ιερέας δεν χωρά, είναι ένας παρίας μέσα στο πλήθος και αποχωρεί δίχως να του δώσει κανείς σημασία.
Ο ίδιος ο ιερέας, ο πάτερ Κάρας, απογοητευμένος από τη στάση του κόσμου γύρω του, αμφιβάλλει για την πίστη του. Ο εξορκιστής του τίτλου, ο πάτερ Μέριν, σε μια εμπνευσμένη επιλογή του casting director, έχει τη μορφή του Μαξ φον Σίντοφ, του οποίου η πίστη, ως χαρακτήρα, έχει κλονιστεί και έχει ματαιωθεί επανειλημμένα στο σινεμά του Μπέργκμαν. Ούτε η ΜακΝίλ πιστεύει στον Θεό, μεγαλώνει την κόρη της Ρέγκαν μακριά από τις χριστιανικές διδαχές, μόνη της, δίχως πατέρα, παρέα με «θεατρίνους», έναν εκ των οποίων η Ρέγκαν απεχθάνεται ύποπτα. Στην αρχική εκδοχή του σεναρίου, όταν ρωτούσαν την ηρωίδα της Μπέρστιν αν πιστεύει στον Θεό, απαντούσε προκλητικά «πιστεύω στον Διάβολο», μα ο Φρίντκιν το μετρίασε.
Αν όλο αυτό ακούγεται συντηρητικό –και μάλλον είναι–, έχει και μια άλλη λειτουργία: δουλεύει υπέρ της ταινίας στο κομμάτι του τρόμου. Ο χριστιανός θεατής έτσι κι αλλιώς τρέμει στην ιδέα ότι ο Σατανάς και οι υποτακτικοί του καταλαμβάνουν και βασανίζουν έναν άνθρωπο. Εκείνος, όμως, που δεν έχει καμία σχέση με τη χριστιανική πίστη θα διαπιστώσει εδώ πως η ακλόνητη πίστη του στην ανυπαρξία του Σατανά καθόλου δεν θα τον προστατεύσει, είναι κι αυτός το ίδιο εκτεθειμένος. Η ταινία αφήνει να εννοηθεί πως αυτό που συμβαίνει στη μικρή Ρέγκαν θα μπορούσε να συμβεί και σ’ αυτόν και σε οποιονδήποτε από εμάς. Και τι συμβαίνει, αλήθεια!
Το σοκ που βίωσαν οι θεατές την εποχή που βγήκε η ταινία στις αίθουσες ήταν πρωτόγνωρο. Καμία mainstream παραγωγή τρόμου δεν είχε πάει μέχρι τότε εκεί όπου πήγε η ταινία του Φρίντκιν. Κάθε φορά που μπαίνουμε στο δωμάτιο της Ρέγκαν μας περιμένει ακόμα μία μακάβρια έκπληξη, την οποία ο φακός καταγράφει σε όλη της τη φρικιαστική λεπτομέρεια. Ο Φρίντκιν σου λέει ότι μέσα σε αυτό το δωμάτιο μπορεί να συμβούν τα πάντα ‒και να είσαι σίγουρος ότι θα συμβούν‒ και ότι ο φακός του δεν θα στρέψει το βλέμμα μακριά, δεν θα σε αφήσει να ξεφύγεις.
Έτσι, κάθε φορά που κάποιος ήρωας ανεβαίνει τις σκάλες –μία από τις πολλές και πολύ ενδιαφέρουσες αντιφάσεις της ταινίας, αν αναλογιστείς πως για να ανταμώσουμε την Κόλαση πρέπει να ακολουθήσουμε καθοδική πορεία‒ ευχόμαστε ταυτόχρονα να κάνει αναστροφή αλλά και να μπει γρηγορότερα στο δωμάτιο, στο πλαίσιο του σαδομαζοχισμού που διέπει τον εραστή μιας ταινίας τρόμου.
Η δε κινηματογράφηση με την κάμερα στο χέρι, μια τεχνική που ο Φρίντκιν χρησιμοποίησε πολύ στο «French Connection», δίνει σε αυτές τις σκηνές στο δωμάτιο μια αμεσότητα που παραπέμπει περισσότερο σε ντοκιμαντέρ, με αποτέλεσμα αυτό που βλέπεις να φαντάζει αληθινό. Αλήθεια στην οποία συντείνουν τα χειροποίητα εφέ, που καθιστούν την ταινία αγέραστη ως σήμερα, αλλά και οι έντονες ερμηνείες των ηθοποιών, μια ένταση που επιτυγχάνεται ενίοτε με άσχημο τρόπο – αν σημερινός σκηνοθέτης κατέφευγε στις πρακτικές του Φρίντκιν στα γυρίσματα του «Εξορκιστή», το Τwitter και τα απανταχού Indiewire θα φρόντιζαν να μην ξαναπιάσει δουλειά ποτέ.
Ας μην ξεχνάμε, φυσικά, τον ηχητικό σχεδιασμό της ταινίας. Πρόκειται για μια συμφωνία τρόμου πλασμένη από συριστικούς ήχους, ακατάληπτα μουγκρητά και δαιμονικές κραυγές.
Εσύ που λες με έπαρση χιλίων καρδιναλίων «καλέ, σιγά την τρομακτική ταινία», δοκίμασε να τη δεις μόνος σου, με το κατάλληλο ηχοσύστημα, έχοντας τη δαιμονισμένη Ρέγκαν να καλεί βραχνά τον Μέριν πίσω από το κεφάλι σου και ανεξήγητα συρσίματα στο ταβάνι να σου επιτίθενται από πάνω δεξιά, και μετά έλα να τα ξαναπούμε.
Στο φινάλε η Ρέγκαν σώζεται, αλλά με κόστος τη ζωή του Μέριν και του Κάρας και τα τραύματα της εμπειρίας να συνοδεύουν μάνα και κόρη. Οι τελευταίες είναι πιο δεκτικές απέναντι στον Θεό –με ένα φιλί στο μάγουλο ενός ιερέα και ένα μενταγιόν ο Φρίντκιν μας το τονίζει‒ και γι’ αυτό ασφαλέστερες. Ίσως. Γιατί το Κακό έχει κερδίσει τον πόλεμο.
Η πίστη του ιερέα δεν είναι αρκετή (διπλής ανάγνωσης) για να τον φυλάξει από τα δεινά που τον περιμένουν στις απειλητικότερες σκάλες του σινεμά ‒ εκείνος το νιώθει, γι’ αυτό αποφεύγει να τις κατέβει. Η επιστήμη, όπως είδαμε στις εκτεταμένες σκηνές ιατρικού ελέγχου, θα συνεχίσει να αδυνατεί να εξηγήσει και να θεραπεύσει περιπτώσεις όπως αυτή της Ρέγκαν. Και οι Αρχές –ο αστυνόμος του Λι Τζέι Κομπ‒ θα φτάνουν πάντα καθυστερημένα για να μαζέψουν τα ανθρώπινα συντρίμμια, να κάνουν μια ανούσια αυτοψία σε μια μάταιη προσπάθεια ανάκτησης ενός κάποιου ελέγχου.
Κι αυτή η πικρή επίγευση που συνοδεύει τους τίτλους τέλους υπογραμμίζει τον τίτλο που (μάλλον) δίκαια συνοδεύει τον «Εξορκιστή» του Γουίλιαμ Φρίντκιν από το 1973 μέχρι σήμερα, εκείνον της τρομακτικότερης ταινίας όλων των εποχών.