Ο εμφύλιος πόλεμος στον Λίβανο
Η πολιτικο-θρησκευτική σύγκρουση μαρωνιτών χριστιανών και μουσουλμάνων διήρκεσε 14 χρόνια και κατέστρεψε τη χώρα
Ο εμφύλιος του Λιβάνου πρέπει να εξετασθεί με βάση τρεις οπτικές. Η πρώτη αφορά τη διεκδίκηση της ταυτότητας του Λιβάνου από τους μαρωνίτες χριστιανούς από τη μια μεριά και τους μουσουλμάνους από την άλλη. Για τους πρώτους ο Λίβανος αποτελεί έναν αυτόνομο και ξεχωριστό εθνο-θρησκευτικό θύλακα με ρίζες στην αρχαιότητα των Φοινίκων και προνομιακή σχέση με τη Μεσόγειο και τη χριστιανική Ευρώπη. Για τους δεύτερους ο Λίβανος ανήκει στο ευρύτερο αραβικό έθνος, την ιστορία και τον πολιτισμό του και είναι αναπόσπαστο μέρος της μεγάλης Συρίας. Στη διεκδίκηση αυτή παρενέβησαν στον 19ο και στον 20ό αιώνα οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις και κυρίως η Γαλλία, η οποία από το 1860 έθεσε επίσημα τους μαρωνίτες –παρότι οθωμανοί υπήκοοι– υπό την προστασία της. Η γαλλική Εντολή για τη Συρία το 1922 διαμέλισε τη χώρα και έδωσε στον Λίβανο όχι μόνο διοικητική αλλά και πολιτική αυτονομία έναντι της Δαμασκού. Η ανεξαρτησία του Λιβάνου το 1943 θεωρήθηκε από τους παναραβιστές η επισφράγιση της νεο-αποικιακής επιρροής της Γαλλίας και γενικότερα της Δύσης στην Εγγύς Ανατολή.
Η δεύτερη οπτική αφορά τη συγκρότηση του κράτους του Λιβάνου μετά το 1943. Σύμφωνα με τον Malcolm Yapp, το πολιτικό σύστημα του Λιβάνου βασιζόταν σε τρεις αρχές: πρώτον, σε μια συμφωνία διανομής της πολιτικής εξουσίας ανάμεσα στις θρησκευτικές κοινότητες, δεύτερον, στον περιορισμό της ισχύος του κεντρικού κράτους και, τρίτον, στη συμφωνία να παραμεριστεί η διεκδίκηση της ταυτότητας του Λιβάνου. Μετά το 1958 οι τρεις αυτές αρχές αμφισβητήθηκαν είτε έμμεσα είτε άμεσα φτάνοντας στον εμφύλιο του 1975.
Η τρίτη οπτική αφορά τις περιφερειακές ισορροπίες και τις αλλαγές που έφεραν οι αραβοϊσραηλινοί πόλεμοι του 1967 και του 1973 και η ήττα των αραβικών κρατών σε αυτούς. Οι αλλαγές αυτές έφεραν τη μείωση της περιφερειακής ισχύος και επιρροής της Αιγύπτου και ουσιαστικά τον ενταφιασμό του παναραβικού σχεδίου για την πολιτική ενότητα των βασικών αραβικών κρατών. Τώρα πια χώρες όπως η Συρία ακολουθούσαν περισσότερο τις άμεσες γεωπολιτικές τους προτεραιότητες εις βάρος της αραβικής ενότητας και της επικέντρωσης στην αραβοϊσραηλινή διαμάχη. Γινόταν επίσης σαφές ότι οι Παλαιστίνιοι και οργανώσεις τους στα προσφυγικά στρατόπεδα της Ιορδανίας και του Λιβάνου, κυρίως η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ) αποκτούσε κεντρικό ρόλο στις περιφερειακές ισορροπίες στη Μέση Ανατολή και μεγάλη επιρροή ως αντάρτικο εθνικοαπελευθερωτικό υπόδειγμα στο παγκόσμιο αριστερό και επαναστατικό κίνημα. Την ίδια στιγμή η ΟΑΠ αντιλαμβανόταν ότι χωρίς σταθερή και πλήρως ελεγχόμενη εδαφική βάση δεν θα μπορούσε να δρέψει τους πολιτικούς και διπλωματικούς καρπούς αυτής της επιρροής.
Μήλον της Εριδος το κράτος και ο έλεγχος της εξουσίας
Η πρώτη αμφισβήτηση των τριών αρχών συγκρότησης του λιβανικού κράτους θα έρθει το 1958 από την εκλογή του μαρωνίτη Φουάντ Σιχάμπ στην προεδρία της χώρας (σύμφωνα με τη διανομή της πολιτικής εξουσίας ο πρόεδρος είναι πάντα μαρωνίτης και ο πρωθυπουργός σουνίτης μουσουλμάνος). Ο Σιχάμπ θα προσπαθήσει να ενισχύσει το κεντρικό κράτος και να χρησιμοποιήσει τους μηχανισμούς του για αναδιανομή του πλούτου υπέρ των ασθενέστερων και τη μείωση της ισχύος των μεγάλων οικογενειών, χριστιανικών και μουσουλμανικών, που κυριαρχούσαν με «φεουδαρχικό» τρόπο στην πολιτική. Είχε σχετικά θετικά αποτελέσματα στην πρώτη περίπτωση αλλά πενιχρά στη δεύτερη. Στο πεδίο των ενόπλων δυνάμεων δεν ενίσχυσε τον στρατό αλλά έκανε πολύ ισχυρές τις μυστικές υπηρεσίες, το 2ο Γραφείο (Deuxième Bureau). Με την ενδυνάμωση όμως του κράτους το κατέστησε μήλον της Εριδος μεταξύ των θρησκευτικών κοινοτήτων αλλά και μεταξύ των μεγάλων οικογενειών εντός της μαρωνιτικής και της σουνιτικής κοινότητας.
Οι διάδοχοι του Σιχάμπ στις αρχές της δεκαετίας του 1970 δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν τον διαλυτικό ανταγωνισμό για τον έλεγχο του κεντρικού κράτους. Από τη δεκαετία του 1960 είχαμε και τη δεύτερη σοβαρή αμφισβήτηση των αρχών συγκρότησης του λιβανικού κράτους. Η διανομή της πολιτικής εξουσίας στις θρησκευτικές κοινότητες βασιζόταν στα δημογραφικά δεδομένα του Μεσοπολέμου δίνοντας την πρωτοκαθεδρία στους μαρωνίτες στην πολιτική/κοινοβουλευτική εκπροσώπηση και στη δημόσια διοίκηση. Στη δεκαετία του 1960 ο υψηλός ρυθμός γεννητικότητας των μουσουλμάνων και η σημαντική μετανάστευση μαρωνιτών εκτός Λιβάνου έχουν αλλάξει τα δημογραφικά δεδομένα, με αποτέλεσμα οι μουσουλμάνοι να ζητούν νέα απογραφή πληθυσμού που θα άλλαζε τους όρους διανομής της εξουσίας. Τα αίτημα για αλλαγή της διανομής εξουσίας ενισχύθηκε και από τις κοινωνικές ανισότητες που δεν θεραπεύτηκαν από την αναδιανεμητική προσπάθεια της διακυβέρνησης Σιχάμπ. Μάλιστα, στις αρχές της δεκαετίας του 1970 οι ανισότητες αυτές διευρύνθηκαν με θύματα τους σιίτες εσωτερικούς μετανάστες που είχαν συρρεύσει στα περίχωρα της Βηρυτού.
Πριν από την έκρηξη του εμφυλίου η σύγκρουση για το κεντρικό κράτος και τη διανομή εξουσίας διαμορφώνει δύο μπλοκ δυνάμεων. Από τη μια βρίσκονταν οι σουνίτες, οι σιίτες και οι Δρούζοι που αμφισβητούσαν το status quo της συγκρότησης του κράτους με οργάνωση-ομπρέλα το Λιβανικό Εθνικό Κίνημα. Από την άλλη πλευρά βρίσκονταν κυρίως οι μαρωνίτες και όλες οι χριστιανικές κοινότητες (εκτός από τους Ελληνορθόδοξους) οργανωμένοι γύρω από το Λιβανικό Μέτωπο και την πολιτικο-στρατιωτική οργάνωση των Φαλαγγιτών που υποστήριζαν το status quo.
Ο παλαιστινιακός παράγων ενισχύεται καθοριστικά
Η πολιτική και στρατιωτική ενδυνάμωση των Παλαιστινίων στον Λίβανο μετά το 1969 έρχεται να επαναφέρει στο κέντρο της πολιτικής διαμάχης την αντιδικία για την ταυτότητα του Λιβάνου. Μετά τον αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1948 περίπου 150.000 Παλαιστίνιοι πρόσφυγες, κυρίως από τη βόρεια Παλαιστίνη, βρήκαν καταφύγιο στον Λίβανο αλλάζοντας τα δημογραφικά δεδομένα αυτής της χώρας, αφού αποτελούσαν το 10% του συνολικού πληθυσμού της και ήταν κατά 90% σουνίτες μουσουλμάνοι. Η αντίδραση κυρίως της μαρωνιτικής ηγεσίας ήταν να μην επιτρέψει την πολιτική, κοινωνική και οικονομική ενσωμάτωσή τους στον Λίβανο, ενώ το παντοδύναμο μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960, 2ο Γραφείο ήλεγχε με στιβαρό τρόπο τις πολιτικές κινήσεις των Παλαιστινίων.
Στη δεκαετία του 1960 ο ανταρτοπόλεμος θα αποτελέσει το κύριο μέσο αγώνα όλων των αντι-αποικιακών, εθνικο-απελευθερωτικών κινημάτων και θα υιοθετηθεί από την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ). Η σύγκρουση της ΟΑΠ με τον βασιλιά της Ιορδανίας Χουσεΐν και η εκδίωξη των ανταρτικών της δυνάμεων από την Ιορδανία θα οδηγήσει το 1970 στη μετακίνηση του κύριου μέρους των δυνάμεων αυτών στον Λίβανο. Η συμφωνία του Καΐρου, το 1969, θα δώσει ανεξαρτησία πολιτικών και στρατιωτικών αποφάσεων και κινήσεων στην ΟΑΠ συρρικνώνοντας τη δυνατότητα της λιβανικής κυβέρνησης να επέμβει. Ετσι ο νότιος Λίβανος μετατρέπεται στο κύριο εφαλτήριο καταδρομικών επιθέσεων των Παλαιστινίων κομάντος κατά του Ισραήλ. Το ερώτημα που τίθεται είναι καίριο. Αν ο Λίβανος έχει δική του ξεχωριστή εθνική ταυτότητα, τότε πρέπει να παρέμβει για να σταματήσει τις παλαιστινιακές επιθέσεις και να αποφύγει τα ισραηλινά αντίποινα. Αν ο Λίβανος όμως είναι μέρος του αραβικού κόσμου και της παναραβικής ενότητας, τότε θα πρέπει να ενισχύσει την παλαιστινιακή αντίσταση ως μέρος ενός παναραβικού αγώνα κατά του Ισραήλ.
Σαράντα χιλιάδες νεκροί μέσα σε ενάμιση χρόνο
Ο εμφύλιος πόλεμος ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1975 όταν ξέσπασαν συγκρούσεις μεταξύ Φαλαγγιτών και Παλαιστινίων και το Λιβανικό Εθνικό Μέτωπο πήρε το μέρος των Παλαιστινίων. Αμέσως η σύγκρουση μετατράπηκε σε πολιτικο-θρησκευτική, μαρωνίτες χριστιανοί εναντίον μουσουλμάνων. Η συμμαχία μεταξύ του Λιβανικού Εθνικού Μετώπου και των Παλαιστίνιων αποδείχθηκε πολύ πιο ισχυρή από το Λιβανικό Μέτωπο και τους Φαλαγγίτες. Εν τω μεταξύ, ο λιβανέζικος στρατός διαλύθηκε μιας και οι αξιωματικοί ήταν κυρίως μαρωνίτες, ενώ οι στρατιώτες και οι υπαξιωματικοί κυρίως σιίτες και ακολούθησαν τη θρησκευτική τους κοινότητα.
Ο πρώτος γύρος του λιβανέζικου εμφυλίου θα κοστίσει περί τις 40.000 νεκρούς, ενώ ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού θα μετατραπεί σε εκτοπισμένους ή πρόσφυγες. Μεγάλη θα είναι και η καταστροφή περιουσιών και υποδομών. Ο γύρος αυτός θα τελειώσει με τη συριακή πολιτική και στρατιωτική παρέμβαση τον Οκτώβριο του 1976 αποκαθιστώντας μια προσωρινή και εύθραυστη ισορροπία μεταξύ των αντιπάλων. Ο Σύρος ηγέτης, Χαφέζ αλ-Ασαντ, θα δει στην παρέμβαση αυτή μια ευκαιρία να επεκτείνει τη συριακή επιρροή στον Λίβανο. Ισως επίσης να φοβήθηκε ότι τυχόν νίκη των Παλαιστινίων και των συμμάχων τους θα διεύρυνε τον επιχειρησιακό ορίζοντα της ΟΑΠ εμπλέκοντας και τη Συρία σε μια σύγκρουση με το Ισραήλ, που εκείνη τη στιγμή ήθελε να αποφύγει.
Ο εμφύλιος θα συνεχιστεί με κομβικές και τραγικές στιγμές την ισραηλινή εισβολή του 1982, τις σφαγές στα παλαιστινιακά στρατόπεδα Σάμπρα και Σατίλα και τελικά την αποχώρηση των Παλαιστινίων από τον Λίβανο. Η συμφωνία του Τάεφ του 1989 θα τερματίσει τον λιβανέζικο εμφύλιο, αλλάζοντας τη διανομή εξουσίας προς όφελος των σουνιτών και των σιιτών μουσουλμάνων. Δεν απάντησε όμως στα σοβαρά προβλήματα που δημιουργεί η ίδια η φύση της διανομής εξουσίας με βάση τις θρησκευτικές κοινότητες και αυτό γίνεται επώδυνα σαφές στη σημερινή πολιτική και οικονομική κρίση του Λιβάνου.
ΣΩΤΗΡΗΣ ΡΟΥΣΣΟΣ* – kathimerini.gr
* Ο κ. Σωτήρης Ρούσσος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και επιστημονικός υπεύθυνος του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών, www.cemmis.edu.gr.