Ο Ελύτης ως απολαυστικό έδεσμα και παιχνίδι
ΙΟΥΛΙΤΑ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ
Ο Ελύτης για παιδιά
εκδ. Ίκαρος, σελ. 110
Μπορείς µε οποιονδήποτε τρόπο, δεν θα πω να διδάξεις (είναι άλλη υπόθεση), να προσελκύσεις οργανωμένα αναγνώστριες – ες στην ποίηση;
Ένας καλός φίλος ισχυρίζεται πως «όχι». Βλέπω πολλούς να στοιχίζονται πίσω του. Η συνάντηση με την ποίηση είναι, λένε, διαδρομή μοναχική. Από κάπου –δεν έχει σημασία από πού– παίρνεις έναυσμα. Μετά, αν η ψυχή σου είναι έτοιμη, μπαίνεις στην περιπέτεια. Καταλαβαίνω τη θέση αυτή. Τη συμμετοχή στη συγκίνηση πώς να τη μεταδώσεις αν δεν την έχει ο άλλος μέσα του; Στην καλύτερη περίπτωση μεταδίδεις απλώς πληροφορίες, σαν τον ξεναγό στο μουσείο. Τι γίνεται όμως όταν το υποψήφιο προς μύηση κοινό είναι παιδιά; Αλλάζει κάτι; Μήπως είναι πιο εύπλαστο το υλικό; Μήπως υποστηρίζοντας τα παραπάνω οι φίλοι γυρνούν απλώς αμυντικά την πλάτη στην πιθανότητα, κάτι, ωστόσο, να μπορούμε να δείξουμε για λογαριασμό της ποίησης σε ένα παιδί ή σε όποιον μπει για λίγο στη θέση του παιδιού; Κυριαρχούν, ασφαλώς, οι μοναχικές διαδρομές. Αλλά μήπως υπάρχει χώρος για μια δημιουργική ξενάγηση που, συμπορευόμενη για λίγο με την τέχνη, διευρύνει το πεδίο της τελευταίας δοκιμάζοντας τη γοητεία της (και) στους αμύητους;
Διαβάζω το βιβλίο της Ηλιοπούλου σαν ένα «road map», ένα πλάνο, μια στρατηγική μύησης στο έργο του μεγάλου ποιητή. Από την οπτική δε του ενήλικα θα μπορούσε να θεωρηθεί και μια συνοπτική, όχι απλοϊκή, βιογραφία του Ελύτη, εμπλουτισμένη με στίχους, ζωγραφιές, φωτογραφικό και άλλο αρχειακό υλικό. Το βιβλίο είναι αποτελεσματικό επειδή ακριβώς η πρόθεσή του είναι να μεταδώσει αγάπη και ενθουσιασμό για τον ποιητή και το έργο του. Η ενθάρρυνση να προχωρήσουμε σε αυτό που μια πιο λόγια προσέγγιση θα αποκαλούσε ιδιωτική, αυτόνομη ανάγνωση ή έργο του αναγνώστη γίνεται με φυσικότητα και, αν μπορώ να το πω, με γλυκύτητα. Η Ηλιοπούλου μάς ταΐζει τον Ελύτη σαν να είναι έδεσμα. Μοιάζει να θεωρεί αυτονόητο ότι ο βασικός σκοπός για τον οποίο διαβάζουμε και γράφουμε είναι η απόλαυση. Αυτή η πλευρά των πραγμάτων είναι πολύ υποτιμημένη σε μια κριτική – γραμματολογική παράδοση που κυριαρχείται από τη σοβαροφάνεια και τον σχολαστικισμό. Κατά σημεία τη χειροκροτώ: όταν π.χ. μιλάει για το πένθος της αδελφής που άδικα στέρησε από τον μικρό Οδυσσέα τη μουσική παιδεία ή όταν διαχωρίζει προσεκτικά τη θέση του ποιητή από συγκεκριμένες πρακτικές (υπερρεαλισμός): «παρότι λάτρευε ν’ αφήνει τη φαντασία του ελεύθερη, ήθελε όμως να σκέφτεται καλά πριν γράψει. Ηθελε να διαλέγει τις λέξεις του πολύ πολύ προσεκτικά· και με ακρίβεια να διατυπώνει τη φράση του. Δεν του άρεσε καθόλου να γράφει αυτόματα…». Να που μπορεί να μιλήσει κανείς απλά για δύσκολα ζητήματα βιογραφίας και τέχνης. Φτάνει να τα έχει καλά ξεκαθαρισμένα μέσα του. Το μόνο που μου έλειψε σε ολόκληρο το βιβλίο είναι το όνομα της κοπέλας στη θαυμάσια φωτογραφία, πλάι στον νεαρό Ελύτη στη θάλασσα, το 1936 (σελ. 97). Ο ποιητής θα είναι τότε 25 χρόνων. Δίπλα του ποζάρει με ολοφάνερο κέφι μια ελκυστική κοπέλα με πολύ ενδιαφέρον ενδυματολογικό στιλ. Αυτός, γέρνει εύγλωττα προς το μέρος της.
Ολο το βιβλίο είναι πάντως φως, δροσιά, χρώμα, όρεξη για ζωή, όπως η ποίηση του Ελύτη. Και καμιά φορά, σκέφτομαι, ακόμη και οι μυημένοι χρειάζονται ενίσχυση και συντροφικότητα για να επιμείνουν σε αυτή τη θέαση του κόσμου. Οι εκπαιδευτικές δραστηριότητες που προτείνονται στο τέλος, με βάζουν την ίδια σε πειρασμό να λάβω μέρος. Ξεκίνησα ήδη με το σταυρόλεξο.
Μαρία Τοπαλη-kathimerini.gr