Ο Δρόμος του Μεταξιού χωρίζει Πεκίνο και Ουάσιγκτον
Το κολοσσιαίο επενδυτικό πρόγραμμα της Κίνας, το φιλόδοξο σχέδιο του Νέου Δρόμου του Μεταξιού που προβλέπει δαπάνες ύψους 1,3 τρισ. δολαρίων, είναι καταδικασμένο να καταρρεύσει και να συμπαρασύρει στην πτώση του ορισμένες αναδυόμενες οικονομίες που εμπλέκονται σε αυτό. Η δυσοίωνη πρόβλεψη ανήκει στον Ανταμ Μπόλερ, επικεφαλής της αμερικανικής υπηρεσίας χρηματοδότησης αναπτυξιακών έργων (DFC) και πρώην στέλεχος της αμερικανικής διοίκησης σε διάφορους τομείς. Μιλώντας στους Financial Times ο Αμερικανός πολιτικός δήλωσε 100% βέβαιος ότι οι επενδύσεις της Κίνας σε αναπτυσσόμενες χώρες και γενικότερα σε όλον τον κόσμο θα «καταρρεύσουν σαν χάρτινος πύργος εξαιτίας του εκρηκτικού συνδυασμού υπερχρέωσης, κακών υποδομών, δωροδοκιών και έλλειψης διαφάνειας».
«Είναι καθαρά θέμα χρόνου» τόνισε κατηγορηματικά στη βρετανική εφημερίδα. Απευθυνόμενος σε όσους δυσπιστούν βλέποντας την Κίνα να επελαύνει, παρέπεμψε στο φιάσκο της αμερικανικής νεοφυούς εταιρείας WeWork που αναγκάστηκε να αναβάλει επ’ αόριστον την εισαγωγή της στο χρηματιστήριο εν μέσω γενικής δυσπιστίας των επενδυτών. Δεν έκρυψε, πάντως, την πρόθεση της υπηρεσίας του να ανταγωνιστεί το Πεκίνο σε επενδύσεις και επιρροή στις αναδυόμενες οικονομίες που έχουν εμπλακεί στον νέο Δρόμο του Μεταξιού. Οπως χαρακτηριστικά τόνισε, «πρέπει να είμαστε εκεί και να αποτελέσουμε εναλλακτική επειδή βλέπω την Κίνα να συμπαρασύρει μια ολόκληρη κατηγορία αναδυόμενων οικονομιών, θα υπάρξουν ρωγμές και κάποια στιγμή θα σπάσει το γυαλί». Σύμφωνα με τον Ανταμ Μπόλερ, οι κινεζικές επενδύσεις αποτελούν «βαρίδι» για τις χώρες υποδοχής αλλά όλο και περισσότερες χώρες αρχίζουν να εκδηλώνουν επιφυλακτικότητα και να αποχωρούν από τις συνεργασίες τους με το Πεκίνο στο πλαίσιο του Νέου Δρόμου του Μεταξιού.
Οπως υπογραμμίζουν οι F.T., η κριτική που ασκεί η Ουάσιγκτον στην επενδυτική εκστρατεία του Πεκίνου ανά τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων των κινεζικών επενδύσεων στο πλαίσιο του Νέου Δρόμου του Μεταξιού, έχει ενταθεί τελευταία. Εχει εξελιχθεί μάλιστα σε ισχυρή παράμετρο της σινοαμερικανικής διελκυστίνδας.
Πολλές αναπτυσσόμενες χώρες της Ασίας και της Αφρικής, ακόμη και της Λατινικής Αμερικής, έχουν επωφεληθεί από το κινεζικό κεφάλαιο που έχει χρηματοδοτήσει έργα υποδομής στην επικράτειά τους, αλλά πολύ πιο φτηνά και με πολύ ανεκτικούς όρους. Απηχώντας πάγια κριτική της Ουάσιγκτον στη στάση του Πεκίνου να συνάπτει συνεργασίες με αυταρχικά καθεστώτα του αναπτυσσόμενου κόσμου, ο Μπόλερ δήλωσε στη βρετανική εφημερίδα πως η χρηματοδότηση από την Ουάσιγκτον θα συνοδευόταν πράγματι από πιο αυστηρούς όρους. Προσέθεσε, πάντως, πως αφήνει «να μιλήσουν τα αποτελέσματα». Σημειωτέον ότι ο Ανταμ Μπόλερ ανέλαβε προσφάτως διευθύνων σύμβουλος της DFC, μετά την απόφαση του αμερικανικού Κογκρέσου να τονώσει οικονομικά την εν λόγω υπηρεσία, χορηγώντας της μια γενναία ένεση κεφαλαίων ύψους 60 δισ. δολαρίων αλλά και να της επιτρέψει να επενδύει σε τίτλους. Η DFC έχει αναλάβει να διοχετεύει αμερικανικά κεφάλαια στις αναπτυσσόμενες χώρες υπό τη μορφή δανείων, εγγυήσεων και ασφαλίσεων έναντι κινδύνου. Εχει, όμως, παράλληλα συνδέσει τις συμφωνίες που συνάπτει με τις προτεραιότητες εθνικής ασφάλειας της κυβέρνησης Τραμπ, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και ο ανταγωνισμός με την Κίνα και η προσπάθεια της Ουάσιγκτον να ανακόψει την οικονομική και στρατηγική επιρροή του Πεκίνου ανά τον κόσμο. Σε ό,τι αφορά, πάντως, τα κεφάλαια που έχει εκταμιεύσει η DFC για επενδύσεις, μέχρι στιγμής είναι πολύ χαμηλότερα από τις δυνατότητές της.
Στόχος και η Huawei
Η αμερικανική υπηρεσία χρηματοδότησης αναπτυξιακών έργων (DFC ) δεν αποκλείει την οικονομική στήριξη σε παραδοσιακές επενδύσεις όπως τα έργα υποδομής, λιμάνια, αυτοκινητοδρόμους και γέφυρες. Προσπαθεί, ωστόσο, όλο και περισσότερο να ανταγωνιστεί την Κίνα στη χρηματοδότηση των βιομηχανιών υψηλής τεχνολογίας, συμπεριλαμβανομένων και των δικτύων πέμπτης γενιάς (5G). Παράλληλα, η DFC συμμετέχει ενεργά στην προσπάθεια της κυβέρνησης Τραμπ να πείσει τις κυβερνήσεις πολλών χωρών να μη χρησιμοποιήσουν τεχνολογία της Huawei. Υπενθυμίζεται ότι ο κινεζικός κολοσσός της υψηλής τεχνολογίας κατηγορείται από την Ουάσιγκτον για κατασκοπεία και σύμφωνα με τον Ντόναλντ Τραμπ αποτελεί «απειλή για την εθνική ασφάλεια» των ΗΠΑ. «Η δουλειά μου δεν είναι να κάνω εξωτερική πολιτική» δηλώνει ο επικεφαλής της Ανταμ Μπόλερ στους Financial Times και διευκρινίζει ότι απλώς η υπηρεσία του συντονίζει τις κινήσεις της με διάφορα κλιμάκια της αμερικανικής κυβέρνησης. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τη Huawei, υπογραμμίζει πως η στάση των ΗΠΑ δεν συνοψίζεται σε ένα «μην αγοράσετε από τη Huawei, καθώς δεν αρκεί αυτό, γιατί χρειάζεται μια αποτελεσματική και αξιόπιστη εναλλακτική».
Κι ενώ πολλοί στην Ουάσιγκτον εκφράζουν φόβους ότι οι ΗΠΑ δυσκολεύονται και θα δυσκολευτούν πολύ να πείσουν τις άλλες χώρες να αποκλείσουν τη Huawei, ο Μπόλερ εκφράζει αισιοδοξία δηλώνοντας πως «υπάρχει άνεμος αλλαγής» και οι κυβερνήσεις «αρχίζουν να ξυπνούν γύρω από αυτά τα θέματα».