Ο ανεξάντλητος Μάνος Χατζιδάκις
Στο φως άγνωστες πληροφορίες που συμβάλλουν σε ένα πιο ολοκληρωμένο πορτρέτο της ζωής και του έργου του
Ο Μάνος Χατζιδάκις απεχθανόταν την αναμνησιολογία. «Τους ανθρώπους που έχουν φύγει, αλλά παραμένουν ζωντανοί», είχε εξηγήσει, «τους έχουμε καθημερινά τοποθετημένους μέσα μας και τους κουβαλάμε σ’ ολόκληρη τη ζωή μας». Oμως, όσο και αν αυτό είναι αλήθεια, μαζί με την ανάμνηση των σημαντικών ανθρώπων, δεν μπορείς εύκολα να αδιαφορήσεις για εκείνες τις άγνωστες πληροφορίες που συμβάλλουν σε ένα πιο ολοκληρωμένο πορτρέτο της ζωής και ιδίως του έργου τους. Τέτοιες πληροφορίες συλλέγει ο Παναγιώτης Αντ. Ανδριόπουλος που, αφού σπούδασε θεολογία, βυζαντινή και ευρωπαϊκή μουσική, συνεργάστηκε με πολλά χορωδιακά σχήματα εντός και εκτός Ελλάδος.
Στα «Χατζιδακικά», χατζιδακικός και ο ίδιος, εντρυφεί σε μαρτυρίες από τον πόλεμο μέχρι σήμερα, εφημερίδες, σπάνια περιοδικά και προγράμματα συναυλιών περασμένων εποχών για να εμπλουτίσει τις πληροφορίες που ο ίδιος έχει ανακαλύψει με επίκεντρο το ίνδαλμά του. Επιπλέον ο συγγραφέας έζησε από κοντά την τελευταία δημιουργική περίοδο του Μάνου Χατζιδάκι, στην Ορχήστρα των Χρωμάτων. Η έκδοση του βιβλίου του, αυτοέκδοση 195 σελίδων που χωρίζεται σε εννέα ενότητες (κεντρική διάθεση στο βιβλιοπωλείο Ναυτίλος, Χαριλάου Τρικούπη 28) συμπίπτει με την επανέκδοση του «Ο καθρέφτης και το μαχαίρι» (εκδ. Ικαρος) που διαβάσαμε πρώτη φορά το 1988 και τώρα επανακυκλοφορεί με νέο εξώφυλλο και νέα σελιδοποίηση.
Περιέχει τα ίδια 36 εκείνα κείμενα του Χατζιδάκι που, μέσα από τιμητικές αναφορές σε προσωπικότητες όπως ο Ελύτης, ο Μόραλης, ο Κουν, ο Τσαρούχης, ο Ντασσέν και φυσικά ο Γκάτσος, μέσα από συζητήσεις που θα ζήλευε κάθε δημοσιογράφος όπως αυτές με τον Μορίς Μπεζάρ και τον Λεωνίδα Κύρκο, καθώς και μέσα από πολιτικές και αισθητικές αναλύσεις με αφορμή την επικαιρότητα ή επετείους, αποκαλύπτει αναπάντεχες πλευρές της ελληνικής περιπέτειας στο διάβα των δεκαετιών. Π.χ. στα «Παιδιά της γαλαρίας», ο κορυφαίος συνθέτης ξεδιπλώνει το δράμα του Εμφυλίου που θα μελοποιούσε στο πιο προσωπικό έργο του, την «Εποχή της Μελισσάνθης». Αλλά δεν παραλείπει να σχολιάζει με τόλμη, που συχνά αιφνιδίαζε τον αστικό κόσμο, και τα επίκαιρα, κάθε φορά, θέματα, όπως η κράτηση της γνωστής, τότε, ακτιβίστριας Βαγγελιώς Βογιατζή, μαζί με το παιδί της. Πρόκειται για κείμενα που έχουν περισυλλεγεί από ποικίλες πηγές – από το περιοδικό «Νέα Δημιουργία» του 1949 έως τις εκπομπές του Τρίτου Προγράμματος και το «Τέταρτο», το περιοδικό που διηύθυνε ο ίδιος ο Χατζιδάκις στα μέσα της δεκαετίας του ’80.
Διαβάζοντας τα κείμενά του και έπειτα τα «Χατζιδακικά» που συνέλεξε ο Παναγιώτης Αντ. Ανδριόπουλος, αισθάνεται κανείς ότι τα τελευταία προσφέρουν πολύ χρήσιμο συμπλήρωμα στα πρώτα. Π.χ. το πρώτο κείμενο από το «Ο καθρέφτης και το μαχαίρι» αποτελεί μέρος της περίφημης ομιλίας του συνθέτη για το λαϊκό τραγούδι το 1949 στο Θέατρο Τέχνης. Σε ένα σημείο της αναφέρεται στη «Μάγισσα της Αραπιάς» του Τσιτσάνη. Εντρυφώντας στα «Χατζιδακικά», διαπιστώνει κανείς ότι αυτό ίσως να μην ήταν τυχαίο: Πέντε ολόκληρα χρόνια πριν από τον Χατζιδάκι, ο Νίκος Σκαλκώτας είχε χρησιμοποιήσει τη μελωδία του Τσιτσάνη στο δεύτερο μέρος του Κοντσέρτου του για δύο βιολιά! Στον αιματηρό Δεκέμβριο του 1944, ο Σκαλκώτας συνέθετε στο σπίτι του στο Μεταξουργείο κι ας ακούγονταν κάθε τόσο να σφυρίζουν οι σφαίρες των Βρετανών στρατιωτών. Ομως δεν ήταν ο μόνος.
Ενόσω διαρκούσαν εκείνες οι μάχες, η ΕΠΟΝ Παγκρατίου είχε διοργανώσει μια εκδήλωση στον κινηματογράφο Πάλας (καμία σχέση με το Παλλάς του κέντρου της Αθήνας) για να ενθαρρύνει τους δοκιμαζόμενους πολίτες. Καθώς πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, ένας νεαρός ΕΠΟΝίτης ανέλαβε να συνθέσει ένα χριστουγεννιάτικο ορατόριο για να το τραγουδήσει μια χορωδία από νεαρούς και νεαρές συντρόφους του. Οι πρόβες γίνονταν στο εσωτερικό του κινηματογράφου, με τον κίνδυνο των πολεμικών επιχειρήσεων που έφταναν ώς τη γειτονιά. Τη χορωδία αποτελούσαν περίπου 25 ΕΠΟΝίτες. Τους συνόδευε στο πιάνο ο νεαρός συνθέτης που είχε γράψει το ορατόριο. Δεν ήταν άλλος από τον 19χρονο Μάνο Χατζιδάκι. Να και οι στίχοι του:
«Η γέννησή Σου Χριστέ/ των Λαών την προσπάθεια φωτίζει/ να σκορπίσουν τα μαύρα σκοτάδια/ και να λάμψει το φως Λευτεριάς». Οπως επισημαίνει ο συγγραφέας, παραπέμπουν στο Απολυτίκιο της εορτής των Χριστουγέννων: «Η Γέννησίς σου Χριστέ ο Θεός ημών, ανέτειλε τω κόσμω το φως το της γνώσεως».
Ο νεαρός Μάνος έγραφε και ποιήματα με το ευρηματικό ψευδώνυμο Πέτρος Γρανίτης, που προφανώς παρέπεμπε στον Στάλιν. Ενα από αυτά, με τίτλο «Καληνύχτα», μελοποίησε το 1947 ένας συνομήλικος και ομοϊδεάτης του Χατζιδάκι. Το όνομά του, Μίκης Θεοδωράκης.
Οι δύο νέοι είχαν ανακαλύψει από νωρίς τα κοινά τους ενδιαφέροντα. Με την οπισθοχώρηση του ΕΛΑΣ έξω από την Αθήνα, ο Μάνος θα ακολουθούσε χιλιάδες άλλους πολίτες. Πλάι του, η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, που αργότερα θα αναπολούσε σε συνέντευξή της στο «Βήμα»: «Περνούσαμε τον Υμηττό μέσα στην παγωνιά. Ο Μάνος με κρατούσε από το χέρι».
Ομως, το βιβλίο δεν σταματά εδώ. Ο συγγραφέας αξιοποιεί τις μουσικές του γνώσεις για να εντοπίσει τη σχέση που είχε ο συνθέτης με τους αγαπημένους του μουσουργούς, τον Μπαχ, τον Μπετόβεν και τους συγχρόνους Νίνο Ρότα, Αστορ Πιατσόλα και Μορίς Ζομπέρ. Καταγράφει λεπτομέρειες από την ιστορία του «Ματωμένου γάμου», του «Μεγάλου Ερωτικού» και άλλων σημαντικών έργων του Χατζιδάκι. Οι ιστορίες μοιάζουν ατελείωτες, όπως άλλωστε και το ενδιαφέρον γι’ αυτές.
Συγκινητική και η τετρασέλιδη ανέκδοτη επιστολή του Χατζιδάκι προς τον εξόριστο στην Ικαρία Θεοδωράκη τον Αύγουστο του 1947 που δείχνει ότι ο Χατζιδάκις διασώζει πληροφορίες για τα κλασικά έργα που έγραψε εκείνη την περίοδο ο Μίκης. Δείχνει όμως και πόσο θαυμάζει τον αγώνα του και μάλιστα προσπαθεί να τον εμψυχώσει παρότι ο ίδιος μόλις έχει αναρρώσει από μια περιπέτεια υγείας, «εγχείρηση, πενικιλλίνες, αλλαγές, κόντεψα να χάσω τα λογικά μου από τους αφόρητους πόνους», όπως γράφει χαρακτηριστικά. «Χρυσέ μου, οι κακοτυχίες και οι ταλαιπωρίες είναι για τους ανθρώπους και μάλιστα γι’ αυτούς που συγκεντρώνουνε πολλή ζωή μέσα τους και ξεχωρίζουνε από “την εν μέσω ρευμάτων περιφερόμενη μάζα”. Ετσι του λόγου σου … να κρατήσεις μιας οποιασδήποτε φύσης συνέπεια διά τον εαυτό σου, ολοκληρωτικά, όμως δίχως συμβιβασμούς, … που αποτελεί τη βαθειά ηθική υπόσταση της γεννιάς μας. Ξέρω καλά ότι δεν έχεις ανάγκη από θαρραλέα λόγια και ότι περισσότερο ανάγκη έχω εγώ, που νοιώθω ένα είδος δοσιλογισμού, εξακολουθώντας να περιφέρουμαι στην αμαρτωλή πρωτεύουσά μας. Ο,τι τάξει η μοίρα μας. Και συνεχώς μου έρχεται ένας στίχος του Μαλρώ για κάθε ώρα που περνάει, στο νου, ίσως από τους πιο ωραίους στίχους που έχω διαβάσει ποτές, στίχος απόλυτα δυνατός για τις δύσκολες μέρες και νύχτες που περνάμε. “Κι αν τούτη η νύχτα είναι μια νύχτα της μοίρας – ας είναι βλογημένη μέχρι που να χαράξει η αυγή”. Δεν ξεύρω μα μ’ έχει κάμει τεράστια εντύπωση, τόσο που θέλω να γράψω μουσική πάνω σ’ αυτό».
«Αυτός ο στίχος με κάνει δυνατό», σημειώνει ο Μάνος Χατζιδάκις πιο κάτω στο τετρασέλιδο γράμμα του που υπάρχει στο αρχείο Μίκη Θεοδωράκη. Με αποσιωπητικά σημειώνονται οι ελάχιστες δυσανάγνωστες λέξεις.
Ο Χατζιδάκις αναφέρεται επίσης στο Τρίο για βιολί, τσέλο και πιάνο που συνέθεσε το 1947 ο Θεοδωράκης, επίσης κάνει λόγο για τα πρελούδια. Οπως υπογραμμίζει ο συγγραφέας Παναγιώτης Αντ. Ανδριόπουλος, πρόκειται για τα 11 πρελούδια για πιάνο που επίσης συνέθεσε την ίδια χρονιά ο Μίκης. «Τα πρελλούδια σου τα είδα και τα έχω εγώ. Θέλουν νομίζω μια επεξεργασία από πάνω. Ορισμένα είναι περίφημα. Γράψε μου πολλά, θα τα δεχτώ με μεγάλη χαρά κι εγώ ευτύς θα σ’ απαντήσω με μεγαλύτερο γράμμα. Γράψε μου επίσης τι θες να σου κάμω εδώ, είμαι ολάκερος στη διάθεσή σου. Φιλώντας σε πολύ, ο φίλος σου Μάνος».
Ηδη από τότε φαίνεται ότι έχουν τα ίδια μουσικά ενδιαφέροντα και είναι σαν η προσφορά για βοήθεια στον εξόριστο συνθέτη να προμηνύει τη συνεργασία τους στον Επιτάφιο 11 χρόνια αργότερα.
Γιώτα Συκκά – kathimerini.gr