ΖΩΗ

Ο άνθρωπος που ονειρεύτηκε τη Ρώμη

Ο Τζον Φάντε τοποθετεί τους ήρωες του βιβλίου στο Λος Αντζελες της δεκαετίας του 1960

ΤΖΟΝ ΦΑΝΤΕ
Ο σκύλος μου ο Ηλίθιος
μτφρ.: Θάνος Σαμαρτζής
εκδ. Δώμα, σελ. 173

Οταν ο μικρός γιος της οικογένειας Μολίσε καλείται από τη στρατολογία, οι γονείς του, Χένρι και Χάριετ, τον πηγαίνουν μέχρι το κέντρο των νεοσυλλέκτων για να τον αποχαιρετήσουν. Ο πατέρας και αφηγητής της ιστορίας σχολίασε το περιστατικό με την εξής φράση: «Η Χάριετ έκλαιγε επί δύο μέρες, η δική μου μελαγχολία κράτησε περίπου δώδεκα λεπτά». Ο κυνισμός του Χένρι Μολίσε διατρέχει ολόκληρη τη νουβέλα του Τζον Φάντε (1909-1983) «Ο σκύλος μου ο Ηλίθιος» (εκδ. Δώμα), και χαρίζει έναν κωμικό (ενίοτε ξεκαρδιστικό) τόνο σε μια ιστορία όπου κατά τα άλλα τον παρακολουθούμε να βρίσκεται σε έναν έντονο υπαρξιακό πανικό.

Ο Μολίσε ζει λίγο έξω από το Λος Αντζελες τη δεκαετία του 1960 και, όπως παραδέχεται εξαρχής, θα ήθελε να τα παρατήσει όλα και να εγκατασταθεί στη Ρώμη – ιδανικά, σε ένα διαμέρισμα στην Πιάτσα Ναβόνα και ιδανικότερα, όπως λέει, «με μια μελαχρινούλα, έτσι γι’ αλλαγή». Ονειρεύεται, δηλαδή, να παρατήσει τη γυναίκα του, που βρίσκεται μονίμως σε μια συναισθηματική ανισορροπία, να παρατήσει τον μεγάλο του γιο, που συζεί με μια μαύρη γυναίκα (γεγονός οριακά αποδεκτό), να παρατήσει τον μεσαίο γιο, που ζητεί από τη μητέρα του να του γράφει τις εργασίες του για το πτυχίο, να παρατήσει την κόρη του, που ετοιμάζεται να το σκάσει με έναν ανέμελο σέρφερ. Να παρατήσει τον μικρό του γιο στον στρατό. Να παρατήσει το σπίτι και το αυτοκίνητό του. Να παρατήσει, επίσης, όλο αυτό το σύστημα των κινηματογραφικών στούντιο και των ατζέντηδων, που δεν εκτιμούν τα σενάρια και τα μυθιστορήματά του. Να παρατήσει μια ζωή που τον κατατάσσει μάλλον στους αποτυχημένους και να μη νοιάζεται για τίποτα και για κανέναν.

Δεν μπορεί να παρατήσει, όμως, τον σκύλο του. Ενα εξαιρετικά μεγαλόσωμο ζώο με ακατανόητη συμπεριφορά (εξ ου και, όπως μαρτυρά ο τίτλος του βιβλίου, του δίνεται το όνομα Ηλίθιος), που εμφανίζεται απροειδοποίητα στην αυλή του σπιτιού των Μολίσε και παίρνει την πρωτοβουλία να εγκατασταθεί εκεί. Η παρουσία του λειτουργεί κάπως ψυχοθεραπευτικά για την ταραγμένη ψυχοσύνθεση του Μολίσε και, παρά το γεγονός ότι ο Ηλίθιος του δημιουργεί ένα σωρό προβλήματα, αποφασίζει να τον κρατήσει. Και είναι πιθανόν ο σκύλος που τον βοηθά να καταλάβει ότι το όνειρο της Ρώμης δεν είναι κάτι που θέλει στ’ αλήθεια, αλλά υπάρχει απλώς ως μια απαραίτητη εναλλακτική φαντασίωση για αντέξει τη ζωή του.

Μια σπουδαία παρέα

Ο Μολίσε ανήκει σε μια ομάδα σπουδαίων λογοτεχνικών χαρακτήρων· κάπως πρόχειρα, μπορεί να δημιουργηθεί ένα σύνολο όπου συνυπάρχουν ο Σαλ Παραντάιζ του Κέρουακ, ο Νέντι Μέριλ του Τσίβερ, ο «Λαγός» του Απντάικ και ο Φρανκ Γουίλερ του Γέιτς, ακόμα και ο Μόουζες Χέρτσοκ του Μπέλοου ή ο Μπάσκομπ του Ρίτσαρντ Φορντ. Οι προαναφερθέντες έχουν, προφανώς, αμέτρητες διαφορές, αλλά και μια πολύ σημαντική ομοιότητα: είναι όλοι τους λευκοί Αμερικανοί που αναλώνονται στην αναζήτηση του ρόλου τους, κάποιου νοήματος ή ακόμα και της ευτυχίας στον μεταπολεμικό κόσμο.

Εξυπηρετούν, δηλαδή, έναν από τους βασικούς προβληματισμούς που κατέθεσαν οι Αμερικανοί πεζογράφοι μετά τον Β΄ Παγκόσμιο, στη σκιά του πολέμου του Βιετνάμ, του κινήματος των πολιτικών δικαιωμάτων και αργότερα των ριζικών κοινωνικών αλλαγών, μέχρι και τη δεκαετία του 1970.

Ο Φάντε εδώ παρουσιάζει τη ζωή του Μολίσε μέσα από ένα κολάζ εικόνων του αμερικανικού ονείρου, αλλά το αποτέλεσμα που βλέπουμε είναι ένα στραβό κάδρο, μια τσαλακωμένη σύνθεση, μια πλάνη. Ο αναγνώστης το συνειδητοποιεί παράλληλα με τον αφηγητή και ο κωμικός χαρακτήρας της ιστορίας, αν και δεν μειώνεται, λειτουργεί σταδιακά ως ένα σαρκαστικό σχόλιο για την ανθρώπινη μοίρα.

Ο Φάντε, όπως και ο ήρωάς του, έγραψε σενάρια και μυθιστορήματα, αλλά όσο ζούσε θεωρούνταν μάλλον ένας λογοτέχνης από το δεύτερο ράφι. Η εντύπωση αυτή έχει πλέον ανατραπεί. Το πιο γνωστό του έργο, «Ρώτα τη σκόνη» (εκδ. Μεταίχμιο), διαβάστηκε πολύ λίγο όταν γράφτηκε (1939), αλλά σήμερα αντιμετωπίζεται ως κλασικό και ο Φάντε πιστώνεται ότι καλλιέργησε τη συνείδηση ενός underground κοινού, ότι υπήρξε σημαντική επιρροή για τη γενιά του μπιτ και πρόγονος ισχυρών φωνών, με χαρακτηριστικότερη εκείνη του Μπουκόφσκι.

Το «Ο σκύλος μου ο Ηλίθιος» γράφτηκε τη δεκαετία του 1960, αλλά κυκλοφόρησε περίπου 20 χρόνια αργότερα, μετά τον θάνατό του. Είναι ένα από εκείνα τα μικρά διαμάντια που μένουν κρυμμένα στα συρτάρια και, ευτυχώς, ορισμένα εξ αυτών συναντούν τελικά τους αναγνώστες τους σε μιαν άλλη εποχή. Η νουβέλα μεταφέρθηκε πέρυσι κάπως ελεύθερα από τον Ιβάν Ατάλ στο σινεμά, στη μορφή μιας χαριτωμένης γαλλικής κομεντί.

ΑΘΩΣ ΔΗΜΟΥΛΑΣ – kathimerini.gr