Ο άγνωστος Δημήτρης Μητρόπουλος: Ορειβάτης, θαυμαστής της τζαζ, πρωτοπόρος
Ο Δημήτρης Μητρόπουλος δεν συμβουλευόταν ποτέ παρτιτούρα· ούτε καν στις πρόβες. Συνέθεσε το πρώτο του έργο σε ηλικία 15 χρόνων. Ανέβηκε περισσότερες από 2.500 φορές στο πόντιουμ
Ο Δημήτρης Μητρόπουλος δεν συμβουλευόταν ποτέ παρτιτούρα· ούτε καν στις πρόβες. Συνέθεσε το πρώτο του έργο σε ηλικία 15 χρόνων. Ανέβηκε περισσότερες από 2.500 φορές στο πόντιουμ, διηύθυνε σε Ευρώπη και Αμερική 45 ορχήστρες. Ηταν ο πρώτος Ελληνας που εγκατέλειψε το τονικό σύστημα. Υπέγραψε μόνο μία όπερα, η οποία θα γνωρίσει το τρίτο της, μόλις, ανέβασμα σε διάστημα 102 χρόνων, σε λίγες μέρες, στο θέατρο «Ολύμπια». Απέσπασε στη διάρκεια της 37χρονης διαδρομής του περισσότερες από 20 σημαντικές τιμητικές διακρίσεις και μετάλλια. Ηταν ο πρώτος που έγραψε, το 1926, μουσική πάνω σε ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη, ζητώντας μάλιστα από τον ίδιο τον Αλεξανδρινό να αναλάβει τη μετάφραση στα γαλλικά. (Το «10 Inventions» θα παρουσιαστεί και αυτό μεταξύ άλλων έργων του στο Ολύμπια στις 22/10.)
Μύθος και προσωπικότητα
Μολονότι εγκατέλειψε τη σύνθεση νωρίς –περίπου στην τρίτη δεκαετία της ζωής του–, η εργογραφία του αριθμεί 48 τίτλους. Τα νούμερα, εντυπωσιακά, είναι από μόνα τους ικανά να «χτίσουν» τον μύθο του Μητρόπουλου, δεν αποκαλύπτουν όμως πτυχές της χαρισματικής προσωπικότητάς του. Δεν εξυμνούν την τόλμη στη σύνθεση ακόμη και σε νεαρή ηλικία, δεν μιλούν για τον πλήρη έλεγχο των εκφραστικών του μέσων, δεν κάνουν λόγο για τη φιλομάθειά του, για την «απογυμνωτική πειθαρχία, τις αμφιβολίες και την ταπεινοσύνη», αρετές με τις οποίες προσέγγιζε τη μουσική, όπως εξομολογούνταν στον φίλο του Γιώργο Σεφέρη. Τα νούμερα δεν προδίδουν πως συντάχθηκε από την αρχή με την πρωτοπορία, πως εξοικείωσε το κοινό με συγχρόνους του συνθέτες και έργα, όπως ήταν η περίπτωση του Αυστριακού Γκούσταβ Μάλερ για το αμερικανικό συναυλιακό κοινό ή του Ιγκόρ Στραβίνσκι για τους Ελληνες, δεν εξηγούν τις ρηξικέλευθες απόψεις του γύρω από τη διεύθυνση ορχήστρας: «H ερμηνεία είναι έργο ομαδικό, είναι σύμπνοια, δεν είναι έργο σκλάβων στην μπαγκέτα του μαέστρου». Κυρίως, όμως, τα νούμερα είναι ψυχρά και έτσι δεν νοιάζονται για το πόσο συχνά στις κουβέντες του ο ευφυής καλλιτέχνης χρησιμοποιούσε λέξεις όπως «ψυχή» ή «πάθος».
Τέτοιες ιστορίες και λεπτομέρειες γύρω από τα έργα του θα επιθυμούσα να ακούσω στη στρογγυλή τράπεζα που διοργανώνει ο ΟΠΑΝΔΑ το ερχόμενο Σάββατο 15 Οκτωβρίου, με θέμα τη ζωή και το έργο του Ελληνα αρχιμουσικού και συνθέτη. «Μα ακριβώς αυτός είναι ο στόχος. Να γοητευθεί το κοινό από τον δημιουργό και άνθρωπο Δημήτρη Μητρόπουλο. Δεν πρόκειται για μουσικολογικό συνέδριο», με διαβεβαιώνει και η Στεφανία Μεράκου, διευθύντρια της Μουσικής Βιβλιοθήκης «Λίλιαν Βουδούρη».
«Ο ίδιος επιζητούσε την επικοινωνία με το κοινό, τη θεωρούσε προϋπόθεση για να “ταξιδέψει” το έργο», προσθέτει. Επιφανείς μουσικολόγοι και μελετητές του έργου του (Νίκος Μαλιάρας, Ιωάννης Φούλιας, Βύρων Φιδετζής, Μιχάλης Οικονόμου, Μάρκος Τσέτσος, Χάρης Ξανθουδάκης) θα συγκεντρωθούν στο φουαγέ του θεάτρου Ολύμπια και θα επιχειρήσουν να φωτίσουν –ο καθένας από τη δική του σκοπιά– πλευρές της πολυσχιδούς καλλιτεχνικής προσωπικότητάς του και να τιμήσουν μέσα από τις αναφορές τους τη συμβολή του στην ελληνική και διεθνή μουσική. Η ομιλία της κ. Μεράκου γεννήθηκε με αφορμή μία φωτογραφία. «Επεσε στα χέρια μου μία φωτογραφία με τον ίδιο και τον Μίκη Θεοδωράκη και ξεκίνησα μια έρευνα γύρω από τη γνωριμία τους και τη γνώμη που είχε ο ένας για τον άλλον. Αυτό με ώθησε να μιλήσω και για τη σχέση του με άλλους Ελληνες συνθέτες».
Τζαζ και σουίνγκ
Διαπιστώνω πως τα κείμενα που αφορούν τον Μητρόπουλο σκιαγραφούν το προφίλ ενός ανθρώπου ταγμένου στη μουσική, που εργαζόταν σκληρά, αδιάφορου για τις χαρές μιας κοινωνικής ζωής. «Ηταν δεινός ορειβάτης, είναι γνωστό αυτό», με διορθώνει η κ. Μεράκου. Δεν ήταν σε εμένα, όπως σίγουρα και σε πολλούς άλλους, όπως, ίσως, να μην ήταν γνωστό ότι στα χρόνια της Αμερικής αγάπησε την τζαζ. Την περίοδο που ήταν διευθυντής της Συμφωνικής Ορχήστρας της Μινεάπολης συνάντησε τον Μπένι Γκούντμαν, με τις εφημερίδες της εποχής να γράφουν πως ο «βασιλιάς» του σουίνγκ συνάντησε τον «βασιλιά» της συμφωνικής μουσικής. «Το σουίνγκ είναι κάτι καινούργιο για μένα, πολύ συναρπαστικό. Ισως δεν το κατανοώ πλήρως αφού έχω διαφορετικά ακούσματα, όμως μου προκαλεί συναισθήματα», παραδεχόταν.
Οσο «ανοιχτός» ήταν σε νέους ήχους, άλλο τόσο μεγάλη τόλμη και πίστη είχε στις δικές του δυνάμεις, ιδιαίτερα κατά τη νεότητά του, και μία σημαντική απόδειξη αυτού είναι και η όπερα «Αδελφή Βεατρίκη», σε τρεις πράξεις και λιμπρέτο του συμβολιστή λογοτέχνη Μορίς Μέτερλινκ. Η όπερα αυτή, με την οποία ανοίγει το αφιέρωμα στον Μητρόπουλο την Παρασκευή 14 Οκτωβρίου στο Ολύμπια, σε συναυλιακή μορφή και μουσική διεύθυνση Πιερ Ντιμουσό, δεν έχει δυστυχώς πολλές σκηνικές μεταφορές. Μήπως ο λόγος αφορά το θέμα της;
Το συγκεκριμένο θρησκευτικό δράμα του Μέτερλινκ είχε απασχολήσει αρκετούς ξένους συνθέτες πριν από τον Μητρόπουλο. Ο ίδιος είχε εκφράσει ενδιαφέρον για τη Βεατρίκη ήδη από το 1915, όταν συνέθεσε ένα πιανιστικό σόλο. Τρία χρόνια αργότερα ολοκλήρωσε την όπερα με το ίδιο θέμα. Ηταν μόλις 22 ετών. «Η όπερα αυτή είναι πολύ χαρακτηριστική της ιδιοφυΐας του Μητρόπουλου. Είναι σχεδόν έφηβος και ωστόσο δείχνει μια εκπληκτική αφομοίωση των στοιχείων της γαλλικής σχολής του Σεζάρ Φρανκ, του Ντεμπισί, αλλά και του Βάγκνερ», υποστηρίζει ο αρχιμουσικός και καλλιτεχνικός διευθυντής της Φιλαρμόνιας Ορχήστρας Αθηνών, Βύρων Φιδετζής. «Τελικά το έργο, τεχνικά δύσκολο για τους μουσικούς και απαιτητικό για τους σολίστες, ανεβαίνει στις 11 Μαΐου 1920, με τη βοήθεια της οικογένειας της νεαρής σοπράνο Κατίνας Παξινού, με την οποία φημολογούνταν ότι ίσως ο νεαρός συνθέτης να είχε κάποιο δεσμό. Παρουσιάστηκε ξανά στα “Δημήτρια” στη Θεσσαλονίκη το 1996 με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του συνθέτη και ανεβαίνει ξανά τώρα χάρη σ’ ένα Γάλλο (Ολιβιέ Ντεκότ)», σημειώνει ο κ. Φιδετζής, προσθέτοντας πως θα έπρεπε να είναι καλύτερη η τύχη της ελληνικής όπερας, και μάλιστα σε ένα έργο με πραγματική καλλιτεχνική αξία. «Δεν είναι καθόλου δύσκολο ή προορισμένο για λίγους», επιβεβαιώνει και ο Πιερ Ντιμουσό. «Οπως όλα τα νεανικά έργα, έχει να κάνει με την έκφραση έντονων συναισθημάτων και ως εκ τούτου μιλάει άμεσα στην καρδιά όλων μας. Ξεχωρίζω πολλά σημεία του: το πρώτο αριόζο του πρίγκιπα Μπελιντόρ, τη μουσική που συνδέεται με τα μαλλιά της Βεατρίκης, τη χορωδία των αγγέλων… Ω, μα ελάτε να το ακούσετε, σας ορκίζομαι ότι θα το λατρέψετε».
Ξένια Γεωργιάδου – kathimerini.gr