ΟΟΣΑ: Πόσο στοιχίζει η παχυσαρκία στον ανεπτυγμένο κόσμο
Οι συνδεόμενες με την παχυσαρκία ασθένειες θα στοιχίσουν περισσότερες από 90 εκατομμύρια ζωές μέσα στα επόμενα χρόνια, μειώνοντας το προσδόκιμο όριο ζωής κατά σχεδόν 3 έτη.
Αυτό προκύπτει από μεγάλη μελέτη του ΟΟΣΑ, στην οποία υπολογίζεται και το οικονομικό κόστος. Ο οργανισμός προειδοποιεί ότι η παχυσαρκία θα πλήξει το ΑΕΠ των κρατών- μελών του κατά 3,3%, ενώ υπολογίζει την κατά κεφαλήν επιβάρυνση στα 360 δολάρια ετησίως.
Από την έρευνα The Heavy Burden of Obesity – The Economics of Prevention προκύπτει ότι περισσότερο από το ήμισυ του πληθυσμού σήμερα είναι υπέρβαρο σε 34 από τις 36 χώρες του ΟΟΣΑ και σχεδόν το 1/4 υποφέρει από παχυσαρκία. Το μέσο ποσοστό της παχυσαρκίας στις χώρες του ΟΟΣΑ έχει ανέβει από το 21% το 2010 στο 24% το 2016, κάτι που σημαίνει ότι προστέθηκαν επιπλέον 50 εκατομμύρια άνθρωποι στην κατηγορία των παχύσαρκων.
Τα παιδιά πληρώνουν ιδιαίτερα βαρύ τίμημα. Οι επιδόσεις τους στο σχολείο είναι χειρότερες, καθώς έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες απουσίας και λιγότερες πιθανότητες να ολοκληρώσουν την ανώτατη εκπαίδευση. Τα επίπεδα ικανοποίησης για τη ζωή είναι επίσης χαμηλότερα, ενώ έχουν τρεις φορές υψηλότερες πιθανότητες να πέσουν θύματα εκφοβισμού (bullying).
Για τους ενήλικες οι συνέπειες είναι αυξημένος κίνδυνος διαβήτη και άλλων χρόνιων ασθενιών και πτώση του προσδόκιμου ορίου ζωής. Οι οικονομικές ανισότητες φαίνεται να παίζουν και εδώ σημαντικότατο ρόλο, αφού στην Ε.Ε. των 28 γυναίκες και άνδερς στο χαμηλότερο εισοδηματικό γκρουπ έχουν 90% και 50% υψηλότερες πιθανότητες αντίστοιχα να είναι παχύσαρκοι σε σύγκριση με εκείνους στο υψηλότερο εισοδηματικό γκρουπ.
Επιπλέον τα άτομα με τουλάχιστον μία χρόνια πάθηση που συνδέεται με το σωματικό βάρος έχουν 8% λιγότερες πιθανότητες να ενταχθούν στην αγορά εργασίας.
Οι χώρες του ΟΟΣΑ ήδη δαπανούν το 8,4% των συνολικών κονδυλίων για την υγεία για ασθένειες συνδεόμενες με την παχυσαρκία. Το ποσό αντιστοιχεί σε 311 δισ. δολάρια ή 209 δολ. ανά κάτοικο ετησίως. Η παχυσαρκία ευθύνεται για το 70% του κόστους θεραπειών για τον διαβήτη, το 23% για τα καρδιολογικά νοσήματα και το 9% του κόστους θεραπειών καρκίνου.