Οι τρεις ταφές του Μελκιάδες Εστράδα: Το ταξίδι εξιλέωσης του Τόμι Λι Τζόουνς
Οι τρεις ταφές του Μελκιάδες Εστράδα/The Three Burials Of Melquiades Estrada (2005): Σε αυτή τη μακάβρια αλληγορία, ο Τόμι Λι Τζόουνς σκηνοθετεί για πρώτη φορά και επιστρέφει στις ρίζες του αμερικανικού μύθου δωρικός, με αργό βηματισμό, στον ρυθμό του εξαιρετικού σεναρίου του Γκιγιέρμο Αριάγκα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Το τρένο θα Σφυρίξει Τρεις Φορές: Το καθηλωτικό και αντισυμβατικό γουέστερν
Γράφει: Δημήτρης Μπούρας-Καθημερινή
Σχηματικά, οι «Τρεις ταφές του Μελκιάδες Εστράδα» είναι η μεταφορά της ιδέας των «21 γραμμαρίων» (του ιδίου σεναριογράφου) στο πλαίσιο ενός σύγχρονου γουέστερν, που ανακαλεί από τη μυθολογία του είδους στερεότυπα και αξίες: H ελευθερία των ανοιχτών οριζόντων, η αντρική τιμή και φιλία, ο σεβασμός στη γυναίκα, η σχέση πατέρα και γιου και η δοκιμασία (η περιπέτεια) ως διαδικασία μύησης και αυτογνωσίας.
Η συναισθηματική πολυπλοκότητα των χαρακτήρων αποδίδεται με αμεσότητα και μέτρο, τόσο από τον Τόμι Λι Τζόουνς – στον καλύτερο ίσως ρόλο της καριέρας του – όσο και από τον συμπρωταγωνιστή του Μπάρι Πέπερ. Βραβείο σεναρίου και ανδρικής ερμηνείας (Τόμι Λι Τζόουνς) στο Φεστιβάλ Καννών 2005
Ένας «νεκρός», ο αναχρονιστικός καουμπόης Πιτ Πέρκινς, ξεθάβει το πτώμα ενός λαθρομετανάστη φίλου του, του επίσης αναχρονιστικού Μεξικανού βακέρο Μελκιάδες Εστράδα, για να το μεταφέρει παράνομα στην άλλη πλευρά του Ρίο Γκράντε. Για οδηγό έχει το προχειρογραμμένο σκίτσο μιας οροσειράς σε ένα χαρτάκι, που μοιάζει με χάρτη ενός κρυμμένου θησαυρού, και μια οικογενειακή φωτογραφία που απεικονίζει ευτυχισμένες στιγμές από το παρελθόν του Μελκιάδες Εστράδα με τη γυναίκα του (διακριτικότερη αφομοίωση της βασικής ιδέας του «Παρίσι, Τέξας» του Βέντερς δεν έχει ξαναγίνει).
O «νεκρός» παίρνει μαζί του και τον δολοφόνο του φίλου του: ένα «αντράκι» συνοριακό φρουρό που τη μισή μέρα πρωταγωνιστεί σε «πολεμικές» επιχειρήσεις και την άλλη μισή γελοιοποιείται ως επιβήτορας, με ένα πορνοπεριοδικό στο χέρι, ενώ η βαριεστημένη νεαρή γυναίκα του χαζεύει την αγαπημένη της σαπουνόπερα.
Πέρα από τον παράδεισο
Την ώρα που η ψυχή της Αμερικής εγκαταλείπει το σώμα της, οι Αριάγκα και Τζόουνς «μετρούν» το βάρος του μύθου της σε κοινωνικό επίπεδο (όπου περιγράφεται η σχέση «κυνηγού» και «θηράματος» για να σχολιαστεί η ξενοφοβία) και σε ατομικό (όπου δεσπόζει η σχέση του άνδρα με τη γυναίκα και καταγράφονται η αποσύνθεση του γάμου, η αδυναμία επαφής και η αλλοτρίωση του έρωτα). Το φυσικό τοπίο κινηματογραφείται έξοχα από τον Άγγλο διευθυντή φωτογραφίας Κρις Μένγκις και αναδεικνύεται ως ο καταλύτης της δραματουργίας.
O «νεκρός» καουμπόης παίρνει τον δρόμο των παλιών παρανόμων. Είναι ένας Ξένος. Ένας εξόριστος από τον παράδεισο της μυθικής Άγριας Δύσης (νεκροταφείο πια, κυριολεκτικά και μεταφορικά), που κατευθύνεται στο άγνωστο: σε ένα σημείο στην καρδιά της μεξικανικής φύσης, που παραπέμπει σε έναν ου-τόπο από τον οποίο ξεκινάει η ψευδαίσθηση του αμερικανικού ονείρου για τους σημερινούς «βακέρος».
Στη διάρκεια της περιπέτειας, που είναι αλληγορική και έχει σχήμα κύκλου, ο αληθινός άντρας «θάβει» ένα ραμποειδές, θρασύδειλο «αντράκι» εγκαταλείποντάς το στο Μεξικό -την αφετηρία του θύματός του- και δίνοντάς του τη δυνατότητα, ακολουθώντας την ίδια διαδρομή, να επιστρέψει ως ένας «άλλος».