Οι Τεμπέληδες της Εύφορης Κοιλάδας: Η σουρεαλιστική αλληγορία του Νίκου Παναγιωτόπουλου
Οι Τεμπέληδες της Εύφορης Κοιλάδας (1978): Αλληγορικό κοινωνικοπολιτικό μεγαλούργημα του Νίκου Παναγιωτόπουλου, καυστική ματιά στην ταξική κρίση της δεκαετίας του 70. Βραβεία στα Φεστιβάλ Λοκάρνο, Σικάγο και Θεσσαλονίκης.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Γλυκιά Συμμορία: Η σκληρή αλλά και (κρυφά) τρυφερή ταινία του Νίκου Νικολαΐδη
Ο Παναγιωτόπουλος, σε μια πρώιμη δουλειά του που ανθίζει στο πέρασμα του χρόνου, ολοκληρώνει μια σκοτεινή σάτιρα που κοιτά με οίκτο την αστική τάξη της εποχής εντοπίζοντας εκεί οκνηρία και παρακμή. Απόγονος ενός Μπουνιουέλ και προπομπός ενός ελληνικού σινεμά που έπεται, το φιλμ είναι αλληγορικό δίχως ποτέ να παγιδεύεται στον χρόνο (του), διατηρώντας τη σουρεαλιστική δύναμή του όσο και την ανάλαφρη διάστασή του, που το έχει μετατρέψει σε διαχρονικό classic αγαπημένο.
Υπόθεση
Έχοντας επιστρέψει στην Ελλάδα από το Παρίσι κι έχοντας πραγματοποιήσει λίγα χρόνια πριν το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με τα Χρώματα της Ίριδας, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος στη δεύτερη ταινία του αφήνει ήδη το στίγμα του στο εγχώριο κινηματογραφικό τοπίο με την πιο καθοριστική ίσως ταινία της φιλμογραφίας του.
Ένας εύπορος μεγαλοαστός κι οι τρεις γιοι του βρίσκονται σε μια επιβλητική εξοχική έπαυλη όπου αρχίζουν να υποκύπτουν στη νωθρότητα, απαλλαγμένοι από την ανάγκη της οποιασδήποτε εργασίας. Η ακινησία γίνεται μεταδοτική και απλώνεται στον κόσμο τους σε σημείο ώστε πλέον να μοιάζουν με ζωντανούς νεκρούς. Βγαίνουν από τον λήθαργο μόνο για φαγητό και σεξ. Ένας γιος επιχειρεί να φύγει μαζί με την υπηρέτρια, όμως πριν απομακρυνθεί νιώθει την κούραση να καταλαμβάνει το κορμί του, πριν κοιμηθεί επί τόπου, στο σημείο όπου βρίσκεται. Ένας άλλος γιος κοιμάται αδιαλείπτως.
Υπάρχει διέξοδος από την ηδονή της τεμπελιάς; Σε αυτόν τον κόσμο νοητικά γερασμένων, οκνηρών αρσενικών, μόνο η γυναίκα υπηρέτρια είναι που εκπροσωπεί μια θετική ενέργεια κίνησης, θέλησης.
ΔΕΙΤΕ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ
ΒΡΑΒΕΙΑ & ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ
Χρυσό Βραβείο (Φεστιβάλ Λοκάρνο 1978), Β΄ Βραβείο Καλύτερης Ταινίας, Βραβεία Φωτογραφίας, Σκηνογραφίας & Μοντάζ (Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου, Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 1978), Χάλκινο Βραβείο (Φεστιβάλ Σικάγου 1978)
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Σενάριο: Νίκος Παναγιωτόπουλος (από μυθιστόρημα του Albert Cossery)
Διεύθυνση Φωτογραφίας: Ανδρέας Μπέλλης
Μοντάζ: Γιώργος Τριανταφύλλου
Μουσική: Gustav Mahler (επιλογή από το έργο του)
Σκηνικά & Κοστούμια: Διονύσης Φωτόπουλος
Ήχος: Νίκος Αχλάδης
Μακιγιάζ: Φανή Αλεξάκη
Παραγωγή: Alix Film Productions Ltd.
Παίζουν: Όλγα Καρλάτου, Γιώργος Διαλεγμένος, Νικήτας Τσακίρογλου, Δημήτρης Πουλικάκος, Βασίλης Διαμαντόπουλος, Κώστας Σφήκας, Ήβη Μαυρίδη, Θανάσης Κονιάρης
Ακολουθεί η κριτική και η ανάλυση της ταινίας από τον Γιάννη Σμοΐλη (hartismag.gr)
Αν οι “Τεμπέληδες…” ήταν απλώς άλλη μια κοινωνικοπολιτική αλληγορία (για τον ηθελημένο λήθαργο στον οποίο έπεσε η Ελλάδα της χούντας —αφού κυκλοφορεί η φήμη ότι ο αδερφός που υποδύεται εκπληκτικά ο Νικήτας Τσακίρογλου, κοιμάται επί επτά χρόνια συνεχόμενα—, για τη βλάσφημη οκνηρία της αστικής τάξης, για τον πλούτο ως το πιο αποτελεσματικό υπνωτικό), τα πράγματα θα ήταν πολύ πιο απλά, λιγότερο επικίνδυνα (γιατί η μεγάλη τέχνη είναι πάντα επικίνδυνη υπόθεση)και λιγότερο συναρπαστικά.
Με όσους τρόπους κι αν σε προκαλεί να την αποκωδικοποιήσεις η ταινία του Παναγιωτόπουλου, όμως, ποτέ δεν υιοθετεί ένα συγκεκριμένο “μήνυμα”, ποτέ δεν γίνεται έργο στρατευμένης “κριτικής”.
Οι χαρακτήρες αυτοί που δεν κάνουν τίποτα, που απλώς κοιμούνται, αποκτούν έτσι τη δύναμη να δυναμιτίσουν το σύμπαν, να τινάξουν στον αέρα την παγκόσμια λογική, να εξαρθρώσουν τον χρόνο και να βραχυκυκλώσουν τον μηχανισμό του. Δεν δίνουν λογαριασμό σε κανέναν, ούτε στον δημιουργό τους ούτε στον θεατή, κι επίσης (μείζον αυτό) δεν έχουν τίποτα να προτείνουν. Καμιά ιδεολογία, κανένα άρθρο πίστης, οσοδήποτε ακραίο ή μηδενιστικό, κανέναν νέο τρόπο θέασης των πραγμάτων. Η τεμπελιά τους είναι απόλυτη, ωκεάνια, μη αναγώγιμη: και γι’ αυτό ανίκητη, σαν θανατηφόρο ψυχικό δηλητήριο. Βάζοντάς τους μέσα σ’ αυτό το σπίτι ο Παναγιωτόπουλος, αποφασίζοντας απλώς να τους παρατηρεί καθώς ανατρέπουν την τάξη του κόσμου απλώς και μόνο με το να κοιμούνται, έχει αποφασίσει τι θα είναι η ταινία του: ένα ιερόσυλο μεταφυσικό αστείο που σημαίνει τα πάντα και τίποτα.
Απ΄ την ώρα που εισέρχονται στην έπαυλη οι τέσσερις, όταν ο πατέρας (ένας καταπληκτικός, ως συνήθως, Βασίλης Διαμαντόπουλος) ισιώνει ένα στραβό κάδρο στον τοίχο, λέγοντας “δεν μου αρέσει να βλέπω στραβά κάδρα”, ο σκηνοθέτης σε προειδοποιεί έμμεσα γι’ αυτό που πρόκειται να παρακολουθήσεις. Η ιστορία αυτή είναι σαν ένα τέτοιο κάδρο: παρουσιάζει ένα κομμάτι πραγματικότητας που έχει στραβώσει. “Η γλυκιά θαλπωρή του πατρικού σπιτιού”, αναφωνεί ευτυχισμένος ο Διαμαντόπουλος καθώς συνεχίζουν την περιήγησή τους στην έπαυλη. Σ’ αυτό το σημείο οι ψυχαναλυτές πρέπει να τρίβουν ευτυχισμένοι τα χέρια τους, θεωρώντας ότι βρήκαν την εξήγηση: οι “Τεμπέληδες…” είναι μια ταινία για την “πατρική μεταφορά”, το “Όνομα του Πατέρα” κτλ. Μόνο που, ακριβώς επειδή ο πατέρας είναι πια απών, νεκρός (ο πατέρας του πατέρα δηλαδή), η αρχή της πραγματικότητας υποχωρεί στην άβυσσο μαζί του. Η αρχή της ευχαρίστησης επιβάλλεται κατά κράτος: μείωση της έντασης, της δυσαρέσκειας που προκαλούν τα εξωτερικά ερεθίσματα στο ψυχικό όργανο. Σε τέτοιο βαθμό που η ζωή της εγρήγορσης (η ύπαρξή δηλαδή) να μοιάζει ενοχλητική, και αντ’ αυτής να προτιμάται ο μακάριος και συνεχόμενος ύπνος: τουτέστιν το κενό. Αυτοί οι τύποι επιστρέφουν στο πατρικό τους για να διανύσουν ανάποδα τη διαδρομή προς την ανυπαρξία. Αντί να πάνε απ’ τη μήτρα προς τον θάνατο, σταματάνε μεσοστρατίς με σκοπό να επιστρέψουν στη μήτρα, σε μια προγεννητική κατάσταση, πριν τη ζωή, τη δράση, τις ενέργειες, τους σκοπούς, τις πίκρες, τις απογοητεύσεις, την αγωνία. Η έπαυλη αυτή είναι μια πελώρια τσιμεντένια μήτρα που περιμένει να τους καταπιεί για να τους λυτρώσει απ’ την ταλαιπωρία να υπάρχουν.
“Ας κοιμηθώ κι ας μην ποτέ ξυπνήσω/ μες στη θερμή κι ολόγλυκια αγκαλιά” τραγουδούν όλοι μαζί κάποια στιγμή, φανερά ευτυχισμένοι. Ο Παναγιωτόπουλος -σ’ αυτή την υπέροχη σκηνή ειρωνικής προοικονομίας- μας ξανακλείνει το μάτι, προ(σ)καλώντας μας να σκεφτούμε αλλιώς: τελικά οι “Τεμπέληδες” δεν είναι το, λακανικής έμπνευσης, ψυχαναλυτικό σχόλιο που νομίζαμε, ούτε η μαρξιστική στηλίτευση στις χυδαιότητες της αστικής τάξης που ίσως να είχαμε ελπίσει κάποια στιγμή (οπωσδήποτε η σεξουαλική εκμετάλλευση της πανέμορφης προλετάριας, όπως και η εν γένει κακοποιητική συμπεριφορά που επιδεικνύουν όλα σχεδόν τα μέλη της οικογένειας απέναντί της, είναι ένα στοιχείο ταξικής κριτικής που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί), είναι μια ταινία για τον θάνατο (“ό,τι είναι ο ύπνος για το άτομο, είναι ο θάνατος για το είδος” έγραφε ανησυχαστικά ο Σοπενάουερ). Όχι μια οποιαδήποτε ταινία για τον θάνατο, όμως: μια κωμωδία για τον θάνατο ως μόνιμο πειρασμό της ζωής. Ή, ακριβέστερα, μια -βάναυση, κακόβουλη- κωμωδία για τον ανομολόγητο έρωτα του ανθρώπου με τον θάνατο, τον οποίο μονίμως παρεξηγεί ως φόβο. Αφού η ζωή είναι γεμάτη από τόσους αγχωτικούς παράγοντες, από κούραση, απογοητεύσεις και πόνο, τι πιο λογικό απ’ το να απολαμβάνει ο άνθρωπος με τέτοια αγαλλίαση τον ύπνο; Τι είναι αυτό που απολαμβάνει, όμως, κάποιος που κοιμάται; Την παύση της ζωής, την αναστολή της. Και τι είναι αυτή η παύση της ζωής αν όχι ένα προοίμιο του θανάτου; Οι “Τεμπέληδες…” απλώς φτάνουν στα άκρα -με θεσπέσια σουρεαλιστική υπερβολή- μια κοινή κατάσταση, για να τη μετατρέψουν σε σαρκαστική ιλαροτραγωδία, πολιτική σάτιρα ή υπαρξιακή ταινία τρόμου (όταν η κάμερα του Παναγιωτόπουλου -με μουσική υπόκρουση μια συγκλονιστική μελωδία του Μάλερ- περνάει από δωμάτιο σε δωμάτιο δείχνοντας τους ήρωες να κοιμούνται, κάτι το ανείπωτο και απροσδιόριστα δυσοίωνο νιώθεις να γλιστράει κάτω απ’ το δέρμα σου σαν φίδι) αλλά, στο βάθος, το τόσο οικείο που ενέχει αυτή η κατάσταση είναι που επιτρέπει στην ταινία να λειτουργεί σχεδόν σαν σκοτεινός χρησμός.
Περισσότερο ακόμα κι απ’ τον θρυλικό ήρωα του Μέλβιλ, οι υπναλέοι ήρωες του Παναγιωτόπουλου εκσφενδονίζουν ένα άρρητο, μηδενιστικό “θα προτιμούσα όχι” σε οποιαδήποτε πρόκληση της ζωής να υπάρξουν. Ακόμα κι η σφριγηλή ζωντάνια του γυναικείου κορμιού (η πιο άμεση και ηδονική έκφραση της ζωής), τους αφήνει αδιάφορους. Οι γελοίες, μισοανάπηρες, επαφές τους μαζί του (ξεφτίδια ενορμήσεων που ψυχορραγούν), επιβεβαιώνουν αντί να θέτουν υπό αμφισβήτηση το οριστικό φευγιό τους απ’ τον κόσμο. Δεν έχει ιδιαίτερο νόημα να μιλήσει κανείς για “εκμετάλλευση” και “εξουσία” εδώ. Αυτές οι έννοιες ανήκουν ακόμα στον κόσμο της δράσης, της ζωής, της εγρήγορσης, της -με μια πλατιά έννοια- εργασίας. Όλα αυτά, όμως, δεν έχουν καμιά απολύτως αξία για κάποιον που κοιμάται. Μόνο ο μικρότερος γιος, δείχνει να μην αντέχει άλλο τον ύπνο και κάποια στιγμή αποφασίζει να φύγει. Αλλά οι παρακλήσεις του συντετριμμένου απ’ αυτή την ανακοίνωση πατέρα και των αδερφών του, θα τον κάνουν προσωρινά να το ξανασκεφτεί. Γράφτηκε ότι ο μόνος θετικός ήρωας στο έργο είναι η υπηρέτρια. Είναι αλήθεια ότι εκείνη δεν κοιμάται, εργάζεται, είναι λοιπόν αγκιστρωμένη στη ζωή. Αν εκείνη είναι ο θετικός ήρωας, τότε ο μικρός γιος είναι ο τραγικός ήρωας. Ανάμεσα σε δύο κόσμους (του ύπνου και του ξύπνιου, της αδράνειας και της πράξης, του θανάτου και της ζωής), μένει ακόμα να διαλέξει “με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει”. Δεν είναι σίγουρος για τίποτα, οι αμφιβολίες δεν τον αφήνουν να κοιμηθεί ήσυχος. Τελικά επισκευάζει ένα χαλασμένο ξυπνητήρι. Αυτό, από μόνο του, είναι μια πράξη αντίστασης. Το τι θα κάνει τελικά, δεν θα το μάθουμε ποτέ (και πόσο μεγαλειώδες, μέσα στην αμφισημία του, είναι αυτό το τελευταίο πλάνο, αυτός ο εικαστικός θησαυρός, όπου κάθεται στο δέντρο να ξαποστάσει). Αν ερμηνεύαμε το φιλμ του Παναγιωτόπουλου αποκλειστικά μέσω του μαρξιστικού πρίσματος, θα βλέπαμε τον χαρακτήρα του Γιώργου Διαλεγμένου να διχάζεται ανάμεσα σε δύο τάξεις, όπως τόσοι και τόσοι επαναστατημένοι αστοί πριν από αυτόν. Αλλά οι “Τεμπέληδες…” δεν εξαντλούνται σε μια τέτοια ερμηνεία. Δεν έχουν απάντηση στο ερώτημα για το ποια επανάσταση είναι αυτή που μπορεί να συνταράξει τον κόσμο. Να πράττεις ή να μην κάνεις τίποτα απολύτως; Να αγρυπνάς, έτοιμος να δράσεις, έτοιμος να αδράξεις τις πιθανότητες και να δημιουργήσεις το μέλλον ή να κοιμάσαι, αφήνοντάς τα όλα να κατρακυλούν γαλήνια στο κενό;
“Επανάσταση τώρα πια σημαίνει να απουσιάζουμε από όλα” λέει ο Νίκος Καρούζος στο ποίημά του “Κοκκινόχωμα”. Και στο ποίημα “Παυσίπονον”: “στον ύπνο πετυχαίνουμε το σοσιαλισμό μας”. Μήπως, τελικά, αυτοί οι εκφυλισμένοι αστοί, αυτά τα κοιμισμένα νεκροζώντανα ρετάλια που ξερίζωσαν τη ζωή από μέσα τους (δηλαδή κάθε επιθυμία για δράση, κάθε αφορμή για να παραμείνουν ξύπνιοι), είναι οι πραγματικοί μεταφυσικοί επαναστάτες; Μήπως βρήκαν, χωρίς τυμπανοκρουσίες και επικούς παιάνες, τη μόνη δυνατή δικαιοσύνη; Μήπως αυτοί δείχνουν τον δρόμο; Μήπως όλοι εμείς οι υπόλοιποι είμαστε οι αληθινοί τρελοί που άλλο δεν κάνουμε απ’ το να βρίσκουμε ηλίθιους λόγους να χαλάμε τον ύπνο μας; Σ’ αυτό το άπειρα μικρό κι άπειρα μεγάλο μεσοδιάστημα απ’ τον έναν ύπνο (πριν τη γέννηση) στον άλλο (μετά τον θάνατο), που ονομάζουμε ζωή, μήπως είμαστε εντελώς παράλογοι που δεν κοιμόμαστε λίγο παραπάνω και λίγο καλύτερα; Όταν, κάποιες σπάνιες στιγμές βαθύτερων ενοράσεων, συνειδητοποιούμε τη ματαιότητα των κοσμικών σχεδίων μας, το τραγελαφικό των άγρυπνων προσπαθειών μας, την ασύγγνωστη επιπολαιότητα της συνήθειας να κρατάμε διαρκώς τα βλέφαρα ανοιχτά, τότε είμαστε λίγο πιο κοντά στην πένθιμη σοφία των “Τεμπέληδων…”. Που δεν ξέρουμε ποτέ τι ονειρεύονται (όλη κι όλη μια σκηνή ονείρου περιέχει η ταινία: λίγο πριν το τέλος, τα γιγάντια γρανάζια ενός ρολογιού που -επιτέλους; – δουλεύει). Ίσως το τίποτα, το απόλυτο κενό, αφού τα όνειρα είναι επίσης πειρασμοί της ζωής, της δράσης, της επιθυμίας.
Πολλές λέξεις μαζεύτηκαν πάλι όμως. Ασυλλόγιστα και χωρίς σκοπό. Ας ρίξουμε, καλύτερα, έναν ύπνο.