Οι πληκτικοί μιλούν περισσότερο;
ΕΛΕΑΝΝΑ ΒΛΑΣΤΟΥ*-kathimerini.gr
Η κοινωνική μου ζωή είναι εντονότερη από ποτέ. Χτυπάει το αγγλικό μου κινητό, χτυπάει το ελληνικό μου κινητό, τελευταία χτυπάει και η γραμμή του σπιτιού που είχα ξεχάσει ότι υπήρχε. Τα απογευματινά κουδουνίσματα συνήθως αφορούν στον γιό μου και κάποια υποδεικνύουν την επιτακτική ανάγκη να στρωθεί μπροστά από τον υπολογιστή για να κάνει μήτινγκ με τους συμμαθητές του.
Τις βραδινές ώρες κάνουμε διάφορες συναντήσεις με φίλους μαζί ή ξεχωριστά που σημαίνει ότι κάποια βράδια δεν τρώμε όλοι μαζί γιατί κάποιος από τους δύο παίρνει το ποτό του, βρίσκει το πιο απομονωμένο μέρος του σπιτιού και προσποιείται ότι έχει βγει έξω Πέμπτη βράδυ, εκεί κάπου στον διάδρομο.
Κι έτσι όλοι μιλάμε, ακόμα και με ανθρώπους που δεν επικοινωνούσαμε- ίσως για σωστούς λόγους- πριν κλειστούμε σπίτια μας. Ξεκίνησα να παρατηρώ -χωρίς τίποτα να υποστηρίζεται επιστημονικά-, τα διάφορα μοτίβα συνδιάλεξης.
Καταρχάς τα προφανή, όταν οι άνθρωποι νιώθουν ανασφαλείς ή απομονωμένοι έχουν την τάση να δραματοποιούν. Στο κουτσομπολιό ο ορισμός του οποίου είναι: δύο συζητούν για τρίτο ο οποίος είναι απών, καταφεύγουν όλοι, ακόμα και τα εννιάχρονα.
Οι άνθρωποι κάνουν τα πάντα για να αποφύγουν τον εαυτό τους μέχρι που παίρνουν εμένα τηλέφωνο. Το καταλαβαίνω, η αλήθεια είναι ότι οι διάλογοι που έχουμε με τους εαυτούς μας, είναι πάντα οι πιο δύκολοι και βασανιστικοί. Σας ευχαριστώ που με γλιτώνετε από τη δική μου δυνατή, εσωτερική φωνή.
Είμαι καλή στο να ακούω, είμαι γενναιόδωρη με τον χρόνο και έχω υπομονή. Δεν επεμβαίνω πριν τελειώσει ο συνομιλητής τη σκέψη του, δεν ολοκληρώνω την φράση του υποθέτοντας που θέλει να καταλήξει. Έχω εξασκηθεί από υστεροβουλία στο να ακούω, γιατί τι άλλο έχει να κάνει κάποιος που είναι πάντα κλεισμένος στο σπίτι;.
Η αποθησαύριση ιστοριών είναι η μοναδική συλλογή μου και ο μόνος τρόπος να αντιληφθώ (μαζί με τη λογοτεχνία) πως λειτουργούν οι ανθρώπινες σχέσεις. Ακριβώς επειδή δεν είναι δημιούργημα της φαντασίας, με ενδιαφέρουν οι λεπτομέρειες, η αντιδράσεις και οι χειρισμοί των ηρώων στο αφήγημα.
Έτσι, τα λεγόμενά τους μένουν μαζί μου, τα αναλύω και μετά επανέρχομαι και λέω «σκέφτηκα αυτά που είπες…» γιατί πράγματι τα έχω σκεφτεί και αυτό είναι το σημάδι ότι κατανοώ και συμπάσχω, ζητώ κι άλλες διευκρινήσεις και αυτό πλέον είναι το έναυσμα για μια ακόμα εκτενή συζήτηση. Κι έτσι για πολλούς έχω τον ρόλο ενός φιλικού αυτιού: του ταξιτζή, του μπάρμαν, του ψυχολόγου, του επαγγελματία διαπραγματευτή, της αισθητικού ή του απατεώνα.
Είναι μερικοί που τηλεφωνούν για να κάνουν δηλώσεις. Αναγγέλλουν αυτά που διάβασαν και αυτά που άκουσαν. Έχουν την αίσθηση ότι ζω σε κάποια σπηλιά και στερούμαι τη δυνατότητα ενημέρωσης ή ότι δεν έχω την νοητική δυνατότητα να επεξεργαστώ πληροφορίες.
Είναι έντονοι και κατηγορηματικοί στις διατυπώσεις τους και θέλουν να ξεμπερδεύουν με την επιμόρφωσή μου γιατί έχουν κι άλλα τηλέφωνα να κάνουν, σε άλλους αδαείς. Αφού τελειώσουν με το ιατρικό ανακοινωθέν και τα ποσοστά κρουσμάτων και θυμάτων σε παγκόσμια κλίμακα θέτουν μια ερώτηση για να με συμπεριλάβουν στη συζήτηση. Μια ερώτηση που ξεκινάει με το «δεν πιστεύεις ότι….» φυσικά εμπεριέχει και την απάντηση.
Υπάρχει και η κατηγορία όσων αφηγούνται χωρίς κανένα σημείο στίξης, καμία παύση, καμία ανάσα. Προσοχή εδώ δεν επεμβαίνουμε, η κάθε λέξη είναι οίστρος, μια οποιαδήποτε λέξη μπορεί να είναι η θρυαλλίδα για άλλη μια δεκάλεπτη παράγραφο.
Μια ολιγόλεπτη σιγή θα δημιουργούσε πιθανότητες επικοινωνίας ειδάλλως πρόκειται περί «συζητησιακού ναρκισσισμού» που διαλύει οποιαδήποτε πιθανότητα σύναψης σχέσεων. Μην γίνετε αυτοί οι άνθρωποι.
Τέλος υπάρχει η κατηγορία όσων αφηγούνται με τρομακτική σχολαστικότητα την καθημερινότητα που πλέον στερείται γεγονότων. Μοιράζονται λεπτομέρειες για την εμφάνισή τους καθοδόν προς το φαρμακείο, την ώρα αναχώρησης, την ώρα επιστροφής, την ταινία που είδαν προχτές, τη γεύση του χτεσινοβραδινού παστίτσιου, το ρεσιτάλ πιάνου του παιδιού που ακυρώθηκε κ.α.
Σκέψου, ενδιαφέρουν αυτά που λες; Δεν αντιλαμβάνεσαι, έστω κι αν δεν βλέπεις τη φυσιογνωμία του συνομιλητή, τα μη λεκτικά σημάδια; Τα ξεφυσήματα, το πάτημα των πλήκτρων στον υπολογιστή που τέθηκε σε λειτουργία, το κουδούνι της πόρτας που το χτύπησα μόνη μου για να με αποδεσμεύσει;
Οι πληκτικοί μιλούν περισσότερο; Συζήτησέ το. Να ένα στιβαρό, οικουμενικό θέμα κατάλληλο να τεθεί σε εξετάσεις.
Πράγματι μιλούν περισσότερο κι ακούν λιγότερο. Δεν συνοψίζουν την πληροφορία και επαναλαμβάνονται. Όταν δεν ακούς, δεν κάνεις συνδέσεις και έτσι απαντάς με προφανείς, εκτός θέματος παρατηρήσεις, υπερθεματίζοντας στα ανούσια όσων ειπώθηκαν. Κουράγιο χρειάζεται για να μιλήσεις, κουράγιο χρειάζεται για να κάτσεις και να ακούσεις. Τώρα κατάλαβα τι εννοούσε ο Τσώρτσιλ.
Οι άνθρωποι έχουμε προσδοκίες από τις συνομιλίες -παραθέτω την επιστήμη-: προσδοκούμε να ακούμε αλήθειες, να παίρνουμε πληροφορία που δεν γνωρίζουμε ήδη, περιμένουμε από τη συζήτηση να έχει μια λογική ροή και από τον ομιλητή να είναι σύντομος, μεθοδικός και σαφής.
Με αυτό το κείμενο παίρνω μεγάλα ρίσκα. Το τηλέφωνό μου ενδέχεται να μην χτυπήσει ποτέ ξανά αλλά η νοητική και η συναισθηματική μου δυνατότητα έχει τα όρια της αυτή τη περίοδο.
Όσοι τολμηροί τηλεφωνήσετε μπορεί να ακούσετε το «δεν μπορώ να μιλήσω τώρα» που δεν σημαίνει απαραίτητα «δεν μπορώ να ακούσω». Υπάρχει μια γενναιοδωρία στη σιωπή, αυτά που έχω να πω δεν είναι τόσο σημαντικά.
*Η Ελεάννα Βλαστού είναι συγγραφέας και ζει στο Λονδίνο