Οι πανδημίες προκαλούν ύφεση στην οικονομία – Όχι οι παρεμβάσεις για την ανάσχεσή τους
Τι δείχνει μελέτη αξιωματούχων της FED
Ποιες είναι οι οικονομικές συνέπειες μιας πανδημίας γρίπης; Και ποια είναι το οικονομικά πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα των μη-φαρμακευτικών παρεμβάσεων; Αντλώντας παραδείγματα από την ισπανική γρίπη του 1918 στην Αμερική, ερευνητές της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ(FED) διαπιστώνουν ότι οι περιοχές με τη μεγαλύτερη έκθεση βίωσαν και τη μεγαλύτερη και πιο βαθιά συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας. Όσο πιο έγκαιρες και επιθετικές οι μη-φαρμακευτικές παρεμβάσεις, τόσο καλύτερες οι οικονομικές επιδόσεις μετά το τέλος της πανδημίας.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, η πανδημία είχε μειώσει τη μεταποιητική δραστηριότητα κατά 18%, αναφέρουν οι Sergio Correia, Stephan Luck και Emil Verner, συντάκτες της έκθεσης με τίτλο «οι πανδημίες οδηγούν σε ύφεση την οικονομία, όχι όμως οι παρεμβάσεις δημόσιας υγείας: Παραδείγματα από τη γρίπη του 1918».
Σύμφωνα με τους ερευνητές, η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας προκαλείται τόσο από την πλευρά της προσφοράς, όσο και από την πλευρά της ζήτησης. Και στην έκθεση διαπιστώνουν ότι οι πόλεις που παρενέβησαν έγκαιρα και πιο επιθετικά σημείωσαν καλύτερες επιδόσεις, με ταχύτερη ανάπτυξη μετά το τέλος της πανδημίας. «Τα ευρήματά μας δείχνουν ότι οι μη-φαρμακευτικές παρεμβάσεις όχι μόνο μειώνουν τη θνητότητα, αλλά μετριάζουν και τις αρνητικές οικονομικές συνέπειες μιας πανδημίας», υπογραμμίζουν στην έκθεση οι αξιωματούχοι της FED Sergio Correia, Stephan Luck, σε συνεργασία με τον Emil Verner, καθηγητή στο MIT Sloan School of Management.
Οι ερευνητές στην έκθεση επιχείρησαν να αντλήσουν διδάγματα από την ισπανική γρίπη του 1918. Η ισπανική γρίπη, γνωστή ως πανδημία γρίπης του 1918, προκλήθηκε από την εξάπλωση του ιού Η1Ν1, προσβάλλοντας περίπου 500 εκατ. ανθρώπους ή το ένα τρίτο το παγκόσμιου πληθυσμού στις αρχές του 21ου αιώνα. Η πανδημία προκάλεσε περισσότερους από 50 εκατ. θανάτους παγκοσμίως.
Έκανε την εμφάνισή της όταν τελείωνε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και οι αρχές δημόσιας υγείας είχαν ελάχιστα επίσημα πρωτόκολλα αντιμετώπισης πανδημιών ιογενούς προέλευσης, γεγονός που συνέβαλε στην εξάπλωσή της.
Οι έρευνες για την κατανόηση του πώς συνέβη και πώς θα μπορούσε να αποφευχθεί οδήγησαν σε βελτίωση των συστημάτων δημόσιας υγείας και συνέβαλαν στο να τεθούν υπό έλεγχο παρόμοιες εξάρσεις κρουσμάτων ιογενούς γρίπης στη συνέχεια.
Στη μελέτη επιχείρησαν να δώσουν απαντήσεις σε εξής καίρια ερωτήματα: Πρώτον, οι οικονομικές συνέπειες μιας πανδημίας είναι προσωρινές ή με διάρκεια; Δεύτερον, πώς επηρεάζουν τα μέτρα αντιμετώπισης και περιορισμού της εξάπλωσης το «αποτύπωμα» της πανδημίας στην οικονομία; Οι μη-φαρμακευτικές παρεμβάσεις, όπως το lockdown συνοδεύονται από οικονομικό κόστος ή μήπως οι πολιτικές που επιβραδύνουν την εξάπλωση μιας πανδημίας συμβάλλουν παράλληλα στο να μετριασθεί και η οικονομική ζημιά;
Για να δώσουν απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα, οι ερευνητές μελέτησαν τις οικονομικές συνέπειες της μεγαλύτερης πανδημίας γρίπης στην ιστορία των ΗΠΑ, τη γρίπη του 1918. Οι μη-φαρμακευτικές παρεμβάσεις που είχαν εφαρμοσθεί το 1918 μοιάζουν σε μεγάλο βαθμό με τις πολιτικές που εφαρμόζονται σήμερα ώστε να περιορισθεί η εξάπλωση του κορωνοϊού, όπως το κλείσιμο των σχολείων, θεάτρων και χώρων θρησκευτικής λατρείας, απαγόρευση κοινωνικών συναθροίσεων και καραντίνα σε περιοχές με μεγάλο επιδημιολογικό φορτίο.
Στην έκθεση διαπιστώνεται ότι περιοχές που επηρεάσθηκαν περισσότερο από την ισπανική γρίπη είχαν και τη μεγαλύτερη και βαθύτερη συρρίκνωση της πραγματικής οικονομικής δραστηριότητας. Δεύτερον, οι έγκαιρες και εκτεταμένες μη-φαρμακευτικές παρεμβάσεις δεν συνοδεύονται από αρνητικό οικονομικό αντίκτυπο σε τοπικό επίπεδο. «Το αντίθετο μάλιστα, οι πόλεις που παρενέβησαν εγκαίρως και πιο επιθετικά βίωσαν μια σχετικά αυξημένη ανάκαμψη της πραγματικής οικονομικής δραστηριότητας μετά την πανδημία», τονίζουν οι ερευνητές.
Συγκρίνοντας διάφορες πόλεις των ΗΠΑ βάσει της ταχύτητας και επιθετικότητας των μη-φαρμακευτικών παρεμβάσεων, η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι έγκαιρες και αποφασιστικές παρεμβάσεις δεν επιδεινώνουν την οικονομική επιβράδυνση. Το αντίθετο: Πόλεις που παρενέβησαν εγκαίρως και με πιο αυστηρά μέτρα είδαν στη συνέχεια σχετική αύξηση της απασχόλησης στη μεταποίηση, μεταποιητική παραγωγή και περιουσιακά στοιχεία των τραπεζών το 1919, μετά το τέλος της πανδημίας.
Ειδικότερα, μια αντίδραση δέκα ημέρες πριν από την άφιξη της πανδημίας σε μια πόλη αυξάνει τη απασχόληση στη μεταποίηση κατά 5% στη μετά-πανδημίας περίοδο. Αντιστοίχως, η επιβολή μη-φαρμακευτικών παρεμβάσεων για ακόμη 50 ημέρες αυξάνει την απασχόληση στη μεταποίηση κατά 6,5% μετά την πανδημία.
Συνοψίζοντας, η μελέτη διαπιστώνει ότι οι πανδημίες αποδιοργανώνουν σε μεγάλο βαθμό την οικονομική δραστηριότητα. Παρ’ όλα αυτά, έγκαιρα μέτρα που μπορούν να μετριάσουν τη σοβαρότητα μιας πανδημίας μετριάζουν και τη σοβαρότητα της οικονομικής επιβράδυνσης. Οι μη-φαρμακευτικές παρεμβάσεις μειώνουν τη θνητότητα ενώ ταυτόχρονα συνοδεύονται από οικονομικά οφέλη. Στην ερμηνεία των ευρημάτων τους, οι αναλυτές αναγνωρίζουν ότι η μελέτη τους περιορίζεται σε στοιχεία από 30 πολιτείες και 43 με 66 πόλεις. Επιπλέον, στις οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν στα τέλη του 1918 θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι μόλις είχε λήξει Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, συν το γεγονός ότι η γρίπη του 1918 είχε πολύ πιο υψηλά ποσοστά θνητότητας από ό,τι ο Covid-19. Τέλος, η περίπλοκη φύση των σύγχρονων εφοδιαστικών αλυσίδων, ο μεγαλύτερος ρόλος των υπηρεσιών και οι βελτιώσεις στην τεχνολογία και μηχανισμούς επικοινωνιών δεν συνυπολογίζονται στην ανάλυση, αποτελούν όμως σημαντικούς παράγοντες για την κατανόηση των μακροοικονομικών συνεπειών του Covid-19, καταλήγει η έκθεση.