Οι μικροί «έβαλαν τις μάσκες» στους μεγάλους
«Μαθήματα» στους ενηλίκους στην τήρηση των μέτρων προστασίας από τον κορωνοϊό έδωσαν πριν από το κλείσιμο των σχολείων τον Νοέμβριο οι μαθητές του δημοτικού, που στην πλειονότητά τους ακολουθούν με επιτυχία τις οδηγίες για τη χρήση της μάσκας εντός των χώρων του σχολείου.
Τα ίδια τα παιδιά, κατά δήλωση των γονιών τους, ευθύνονται σε μικρό ποσοστό για ενδοοικογενειακές συρροές της COVID-19, ενώ όταν προσβληθούν από τον ιό, είναι στην πλειονότητά τους ασυμπτωματικά.
Από την άλλη, οι επιπτώσεις του lockdown στις μικρές ηλικίες είναι σημαντικές. Eνας στους τρεις γονείς χαρακτηρίζει ελλιπή τη φυσική δραστηριότητα του παιδιού του, ενώ δύο στους τρεις εκτιμούν ότι η ποιότητα του ύπνου των παιδιών δεν είναι καλή και ότι γίνεται από αυτά κατάχρηση των ηλεκτρονικών μέσων.
Αυτά είναι τα βασικά συμπεράσματα πανελλαδικής έρευνας που διεξήγαγε ομάδα ερευνητών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, με την υποστήριξη του καθηγητή Πνευμονολογίας Κωνσταντίνου Γουργουλιάνη, με σκοπό τη διερεύνηση της συμμόρφωσης των παιδιών στα μέτρα ατομικής υγιεινής, τη δυναμική τους στην υπερμετάδοση της πανδημίας και την επίδραση της αναστολής των σχολικών μονάδων στις εκπαιδευτικές, κοινωνικές, οικονομικές και ψυχολογικές παραμέτρους. Στο πλαίσιο της έρευνας, 482 ερωτηματολόγια συμπληρώθηκαν από γονείς παιδιών που φοιτούν στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση (νηπιαγωγείο και δημοτικό) από 64 περιοχές της χώρας, το διάστημα από 27 Νοεμβρίου έως 3 Δεκεμβρίου 2020.
Ειδικότερα, το 91,5% ανέφερε ότι η σχολική μονάδα στην οποία φοιτά το παιδί του τήρησε αρκετά έως πάρα πολύ τα μέτρα προστασίας. Σύμφωνα με τους γονείς, το 88% των παιδιών τήρησε τα μέτρα αρκετά έως πάρα πολύ. Οι ίδιοι οι γονείς σε ποσοστό 87% θεωρούν ότι η μάσκα είναι μέτρο προστασίας κατά της COVID-19. Το 28% των παιδιών ανέφερε στους γονείς του ότι κάποιος συμμαθητής δεν φορούσε μάσκα και το 9% ότι ο δάσκαλος της τάξης δεν φορούσε μάσκα.
«Το ενδιαφέρον είναι όταν συγκρίναμε τις απαντήσεις γονέων που θεωρούν τη μάσκα μέτρο προστασίας και γονέων που έχουν διαφορετική άποψη, δεν βρήκαμε στατιστικές διαφορές σε ό,τι αφορά τη χρήση μάσκας των παιδιών τους. Που σημαίνει ότι ακόμα και οι γονείς που δεν πιστεύουν στη χρησιμότητα της μάσκας, δεν πέρασαν την άποψή τους στα παιδιά», εξηγεί στην «Κ» η Δήμητρα Σιαχπαζίδου, σχολική νοσηλεύτρια, διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, συνεργάτις της Πνευμονολογική Κλινικής του Παν. Θεσσαλίας και μία εκ των βασικών συντελεστών της έρευνας.
Ενας στους δέκα γονείς (11%) ανέφερε ότι το σχολείο του παιδιού του είχε μπει σε καθεστώς αναστολής πριν από τη διακοπή λειτουργίας συνολικά των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και το 31% ανέφερε ότι υπήρξε τάξη του σχολείου που είχε κλείσει. Η τάξη με το μεγαλύτερο ποσοστό σε αναστολή λειτουργίας, σύμφωνα με τις απαντήσεις των γονέων, είναι το νηπιαγωγείο (39%). Στις πιο επιβαρυμένες επιδημιολογικά περιοχές (Βόρεια Ελλάδα και Θεσσαλία), η απόφαση για αναστολή λειτουργίας είχε ληφθεί όταν κατά μέσον όρο εμφανίζονταν 3,1 κρούσματα στην τάξη. Αντίθετα, στις μη επιβαρυμένες περιοχές τα σχολεία έκλειναν με κατά μέσον όρο 1,8 κρούσματα.
Κρούσματα και συμπτώματα
Το 8,5% των γονέων ανέφερε επιβεβαιωμένο κρούσμα στην οικογένειά του: 6% αφορούσε ενήλικο και 2,5% παιδί. Από τους ενηλίκους που βρέθηκαν θετικοί στον κορωνοϊό, το 89,7% εκδήλωσε συμπτώματα. Αντίθετα, από τα παιδιά μόνο το 33% είχε συμπτώματα. Από τους γονείς που ανέφεραν κρούσμα στην οικογένεια, το 13% θεώρησε ότι το παιδί μετέφερε τον ιό στο σπίτι.
Η έρευνα διερεύνησε και τις επιπτώσεις του lockdown στη σωματική και ψυχική υγεία των παιδιών, μέσα από τα μάτια των γονιών τους. Ετσι, το 33,8% των γονέων χαρακτήρισε κακή τη φυσική δραστηριότητα των παιδιών. Μόνο το 32,6% θεωρεί ότι το παιδί του είχε καλή ποιότητα ύπνου και μόνο το 35,7% θεωρεί ότι μέσα στην καραντίνα το παιδί ακολουθεί σωστές διατροφικές συνήθειες. Σύμφωνα με τους γονείς, το 90,7% έκανε αυξημένη χρήση ηλεκτρονικών μέσων και το 61,6% κατάχρηση.
Το 19,5% των γονέων ανέφερε πως το παιδί τους έχει άγχος, το 16,4% ότι έχει αγωνία για το τι θα γίνει και το 9,3% φόβο. Σχεδόν οι μισοί γονείς (48%) ανέφεραν πως η απομάκρυνση από το σχολικό περιβάλλον και από τον δάσκαλο της τάξης έχει οδηγήσει σε μείωση της ακαδημαϊκής προσπάθειας των παιδιών.
Σχολιάζοντας τα ευρήματα της έρευνας, η κ. Σιαχπαζίδου σημειώνει ότι «τα παιδιά της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης λειτούργησαν πολύ πιο ώριμα από εμάς σε ό,τι αφορά την τήρηση των μέτρων προστασίας και μας έδωσαν μεγάλα μαθήματα. Ηταν πιστοί σε αυτό». Η ίδια τονίζει πάντως την ανάγκη επανεξέτασης των οδηγιών για το πότε θα πρέπει να αποφασίζεται αναστολή μιας σχολικής τάξης ή μιας σχολικής μονάδας, καθώς στο σημείο αυτό επικρατεί ασάφεια. Στην ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας συμμετείχαν επίσης οι Ουρανία Κώτσιου, επίκουρη καθηγήτρια Νοσηλευτικής, Δημήτρης Παπαγιάννης, επίκουρος καθηγητής Νοσηλευτικής, Γεώργιος Βαβουγιός, νευρολόγος, διδάκτωρ Ιατρικής, και Γρηγόρης Χατζηπαρασίδης, παιδίατρος, διδάκτωρ Ιατρικής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
Πέννυ Μπουλούτζα – kathimerini.gr