Οι ερωτικές επιστολές της Ελοϊζας και του Αβελάρδου για πρώτη φορά στα ελληνικά
Οι επιστολές της Ελοϊζας και του Αβελάρδου βρέθηκαν σε ένα χειρόγραφο του 13ου αιώνα, αλλά η ιστορία τους βγαίνει από την καρδιά του 12ου αιώνα αφού είναι γραμμένες μεταξύ 1132 και 1135 και αποτυπώνουν τις συγκρούσεις του Πέτρου Αβελάρδου με τους εκκλησιαστικούς και θεολογικούς κύκλους των χρόνων του.
Ο Αβελάρδος έθεσε σε θεολογική και φιλοσοφική βάση τις χριστιανικές πεποιθήσεις της εποχής του, όρισε ως πρωτείο της έρευνας και της σκέψης την αμφιβολία και απέφυγε να συνδέσει την αμαρτία των κοινών ανθρώπων με το προπατορικό αμάρτημα, ζητώντας τους έτσι υπέρογκες ευθύνες. Ο Αβελάρδος μπήκε στο στόχαστρο του Μεσαίωνα και για έναν επιπλέον λόγο. Ερωτευμένος με τη μαθήτριά του Ελοϊζα, την άφησε έγκυο και μολονότι έσπευσε να την παντρευτεί σε κρυφό γάμο, ο θείος της Φουλμπέρτος, που ήταν πρεσβύτερος στην Παναγία των Παρισίων και πίεζε να δημοσιοποιηθεί το γεγονός του γάμου, έδωσε εντολή να τον ευνουχίσουν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η τύχη των δύο ερωτευμένων άλλαξε δραματικά. Στράφηκαν αμφότεροι, με επιμονή του Αβελάρδου, στον μοναχισμό και στις επιστολές τους καταγράφεται η πικρή απόφαση (απόφαση που επιβλήθηκε εκ των πραγμάτων) να μετατραπούν από εραστές σε συντρόφους και να μη μοιραστούν ποτέ ξανά ερωτική κλίνη.
Το ζευγάρι έγινε διάσημο στην ιστορία των μεσαιωνικών ετών ενώ οι επιστολές τις οποίες αντήλλαξε αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για πολύ διαφορετικές μεταξύ τους λογοτεχνικές περιόδους. Το μοτίβο των μοιραίων εραστών, συνδεδεμένο με τη ματαίωση, την απογοήτευση και τη δυστυχία, θα το συναντήσουμε ήδη στις «Μεταμορφώσεις» του Οβίδιου, που θα τροφοδοτήσουν το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» του Σαίξπηρ, καθώς και σε γερμανική παραλλαγή του ποιήματος «Τριστάνος και Ιζόλδη». Ο Πετράρχης θα αποκτήσει τον 14ο αιώνα χειρόγραφο της αλληλογραφίας ενώ τον 15ο αιώνα ο σκοτεινός νοηματικά Φρανσουά Βιγιόν, στο ποίημά του «Μπαλάντα για τις κυρίες του παρελθόντος», θα συμπεριλάβει την Ελοΐζα μεταξύ των διάσημων γυναικών που σφαγιάστηκαν από τα πάθη της αγάπης. Τον 18ο αιώνα τη σκυτάλη παραλαμβάνει ο Αλέξανδρος Πόουπ από την Αγγλία. Την ιστορία ξεδίπλωσαν και ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ με τον Σατωβριάνδο στη Γαλλία του Διαφωτισμού. Φτάνοντας στον 20ο αιώνα, παραλήπτες της ιστορίας της Ελοϊζας και του Αβελάρδου θα γίνουν ο κομμουνιστής Ροζέ Βαγιάν, ο Σαλβαντόρ Νταλί, οι ταινίες του Χόλιγουντ και το θέατρο του Μπροντγουέι.
Παρά τη θυελλώδη διαδρομή τους στην ιστορία της Ευρώπης, στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία και στην αμερικανική τέχνη, οι επιστολές της Ελοϊζας και του Αβελάρδου ουδέποτε δημοσιεύτηκαν στα καθ’ ημάς και υπό αυτή τη έννοια συνιστά εκδοτικό γεγονός η μετάφρασή τους από τον ιστορικό και μεσαιωνολόγο Νίκο Καραπιδάκη, που μεταφέρει για πρώτη φορά στα ελληνικά την αλληλογραφία, υπό τον γενικό τίτλο «Ελοϊζα και Αβελάρδος», και με υπότιτλο «Τέσσερα γράμματα έρωτα, ματαίωσης και λύτρωσης του 12ου αιώνα» (Εκδόσεις Πατάκη). Ας δούμε λίγο τι ακριβώς συμβαίνει σε αυτές τις μνημειώδεις επιστολές. Ο Αβελάρδος είναι προσηλωμένος στη μετάνοια για ένα ολίσθημα που κόστισε τη σωματική ακεραιότητα και τη σεξουαλική του ικανότητα, ομνύοντας ακατάπαυστα στον σωτήρα Θεό και επιζητώντας πάση θυσία τη συγχώρεσή του. Ο σπαραγμός, αντιθέτως, βγαίνει από τις επιστολές της Ελοϊζας. Στραμμένη εξ ολοκλήρου στον Αβελάρδο, δεν μπορεί να ξεχάσει τα αισθήματα που γεννήθηκαν στην καρδιά τους και τη φωτιά που άναψε στα κορμιά τους. Ναι, η Ελοϊζα είναι πρόθυμη να υπακούσει δια βίου στο μοναχικό σχήμα. Ναι, τα πάντα έχουν τελειώσει, μαζί με αυτά, ωστόσο, έχουν χαθεί δια παντός και η φλόγα και η χαρά της ζωής της, που εξαρτώνται καθ’ ολοκληρίαν από τον έστω ανάπηρο, έστω απαρέγκλιτα μοναχό και μονήρη Αβελάρδο. Η Ελοϊζα φτάνει να αρνηθεί μέχρι και τον Θεό αν πρόκειται να πεθάνει ο αγαπημένος της, εξακολουθεί να μη θεωρεί σημαντικό τον γάμο και κόντρα σε κάθε μεσαιωνική αντίληψη ομνύει στη δύναμη και την ανεξαρτησία της. Ο Καραπιδάκης εύλογα επιμένει πως οι αντιδράσεις της Ελοϊζας θα πρέπει να ενταχθούν στο πνεύμα και στο γράμμα του «αυλικού έρωτα» όπως τον κατανοεί ο αριστοκρατικός Μεσαίωνας, που έχει τη πολυτέλεια να βλέπει τον γάμο ως σύμβαση. Η ελευθερία, μολοντούτο, μέσα στην οποία αναπνέει ως γυναίκα η Ελοϊζα (αξεχώριστη από την απόγνωσή της) είναι κάτι πολύ πιο προχωρημένο και ανοιχτό – μια λογική ανεξαρτησίας που υπερβαίνει ακόμα και τον φεμινισμό ή τον μεταφεμινισμό, αν είναι να μιλήσουμε με σύγχρονους όρους.
Η μετάφραση του Καραπιδάκη είναι από τα λατινικά, η εισαγωγή του μας βάζει συναρπαστικά στο κοινωνικό κλίμα και στην ιστορική και θρησκευτική ατμόσφαιρα εντός των οποίων αναγκάστηκαν να ζήσουν, να υποφέρουν και να βασανιστούν οι δύο εραστές, τα φιλολογικά σχόλια είναι εξαντλητικά πλην ουδόλως βαρετά και το πληροφοριακό υλικό πλούσιο και συγχρονισμένο με τις λογοτεχνικές και φιλολογικές εξελίξεις οκτώ και παραπάνω αιώνων. Όσο για την ίδια τη μετάφραση, αποδίδει από τη μια πλευρά πεντακάθαρα τη στρατιωτικού τύπου θρησκευτική πειθαρχία του Αβελάρδου και από την άλλη μεριά με αληθινό συγκινησιακό σθένος την άρνηση της Ελοϊζας να λησμονήσει τον έρωτά της και να παραδοθεί στη θλιβερή -και τόσο άνυδρη- μοναξιά του μοναχισμού.