Οι γυναίκες του Ιράν αντιστέκονται στην κρατική βία
Η 25η Νοεμβρίου είναι η Παγκόσμια Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών – μία ημέρα που θεσπίστηκε για πρώτη φορά το 1981 από φεμινίστριες ακτιβίστριες, με σκοπό την ευαισθητοποίηση για τις μορφές βίας που υφίστανται οι γυναίκες.
Στο Ιράν όμως δεν γίνεται και πολύς λόγος γι’ αυτήν την ημέρα. Όταν τα ιρανικά μέσα ενημέρωσης ασχολούνται με το θέμα της «βίας κατά των γυναικών», εστιάζουν στη βία που υφίστανται οι γυναίκες στις δυτικές κοινωνίες, όπου οι άνθρωποι δεν ζουν με γνώμονα τη θρησκεία. Επικαλούνται επιπλέον στατιστικά στοιχεία, που υποτίθεται πως είναι πολύ υψηλότερα από εκείνα που καταγράφονται στο Ιράν. Όμως περιστατικά βίας κατά των γυναικών στο Ιράν πολύ συχνά δεν χαρακτηρίζονται ως τέτοια – όπως η καθημερινή βία που ασκεί το κράτος.
Το κράτος αποτελεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο
«Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τις γυναίκες στο Ιράν προέρχεται από το κράτος», λέει στην Deutsche Welle η Ιρανή νομικός και θρησκειολόγος Σεντιγκέχ Βασμάγκι. Η 62χρονη δικηγόρος είναι μεταξύ των πιο γνωστών επικριτών της κυβέρνησης, η οποία ενοχλείται έντονα από τον κριτικό τρόπο σκέψης και τη στάση της.
Η Βασμάγκι επικρίνει ιδίως τους νόμους που βασίζονται σε μία αυστηρή ερμηνεία της Σαρία, μέσω των οποίων «νομιμοποιείται η βία κατά των γυναικών». Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι όλοι οι νόμοι που θεσπίζουν τον υποχρεωτικό κώδικα ενδυμασίας των γυναικών και οι οποίοι «επιβάλλονται δημοσίως σε μεγάλη κλίμακα με ξεκάθαρη χρήση βίας».
Η Βασμάγκι, η οποία έζησε μεταξύ 2011 και 2017 στη Γερμανία και εργάστηκε ως επισκέπτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν, έγραψε τον περασμένο Απρίλιο μία ανοιχτή επιστολή στον ανώτατο θρησκευτικό ηγέτη της Ισλαμικής Δημοκρατίας, Αλί Χαμενεΐ, στην οποία αμφισβητεί το χιτζάμπ από θεολογική σκοπιά. Οι νόμοι για το χιτζάμπ στο Ιράν δεν βασίζονται στο Κοράνι. Ταυτοχρόνως, η Βασμάγκι εξηγεί πως η τιμωρία των γυναικών που παραβιάζουν αυτούς τους κανονισμούς, έχει κοινωνικές, πολιτικές και ψυχικές επιπτώσεις, υπονομεύοντας την αξιοπρέπεια των γυναικών και εντείνοντας την κοινωνική πόλωση.
Προσφάτως το ιρανικό κοινοβούλιο αποφάσισε να προβεί σε μία αμφισβητούμενη τροποποίηση της νομοθεσίας περί ενδυμασίας, με την οποία αυστηροποιούνται οι επαπειλούμενες ποινές για τους παραβάτες. Σε περίπτωση επαναλαμβανόμενων παραβιάσεων μπορεί κάποιος να καταδικαστεί ακόμη και σε ποινή κάθειρξης 15 ετών. Επιπλέον, όποια γυναίκα δημοσιεύει φωτογραφίες στο διαδίκτυο χωρίς μαντίλα, θεωρείται πλέον πως διαπράττει ποινικό αδίκημα, για το οποίο ενδέχεται να τιμωρηθεί ακόμη και με απαγόρευση εξόδου από τη χώρα.
Διακρίσεις βάσει… νόμου
Για πολλές γυναίκες που δεν θέλουν πλέον να φοράνε μαντίλα, αυτό σημαίνει πως θα πρέπει να ζουν μονίμως με τον φόβο, για το ενδεχόμενο κάποιος να τους επιτεθεί ή να τις σπάσει στο ξύλο. Μετά τον τραγικό θάνατο της Ζίνα Μαχσά Αμινί και τις διαδηλώσεις που ακολούθησαν, πολλές γυναίκες αρνούνται να φορέσουν μαντίλα δημοσίως. Για τις γυναίκες η μαντίλα ως «σημαία της Ισλαμικής Δημοκρατίας», όπως την χαρακτηρίζει ενδεικτικά ο Χοσεΐν Τζαλάλι, μέλος της Επιτροπής Πολιτισμού του ιρανικού κοινοβουλίου, αποτελεί σύμβολο των διακρίσεων του κράτους σε βάρος των γυναικών, οι οποίες υπάρχουν παντού, σε όλους τους νόμους: στο κληρονομικό δίκαιο, το δίκαιο των συμβάσεων και σε πολλούς άλλους.
«Στο Ιράν η βία κατά των γυναικών εκδηλώνεται παντού», εξηγεί η Ιρανή κοινωνιολόγος Αζαντέχ Κιάν, που ζει στο Παρίσι και διευθύνει το Κέντρο Σπουδών Φυλετικών και Φεμινιστικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο. Η ίδια ερευνά εδώ και καιρό το γυναικείο κίνημα στο Ιράν. «Την κρατική βία στους δημόσιους χώρους διαδέχεται η ενδοοικογενειακή βία», προσθέτει η Κιάν, τονίζοντας ότι «εάν μια γυναίκα στη Γερμανία ή τη Γαλλία υποστεί βία στο σπίτι της, μπορεί να απευθυνθεί στην αστυνομία. Στο Ιράν, από την άλλη πλευρά, η ίδια η αστυνομία ασκεί βία κατά των γυναικών».
Γυναίκες που τολμούν να εμφανιστούν δημοσίως χωρίς μαντίλα μιλούν στην DW για τις ανησυχίες τους. Μια 50χρονη γυναίκα από την Τεχεράνη διηγείται πως μία φορά «μου είχε πέσει η μαντίλα στο αυτοκίνητο. Οι κάμερες παρακολούθησης με κατέγραψαν και εν συνεχεία το αυτοκίνητό μου κατασχέθηκε. Το χειρότερο όμως ήταν το πόσο άσχημα μου μιλούσαν οι υπάλληλοι της Αστυνομίας ηθών φωνάζοντάς μου». Όπως αναφέρουν και άλλες γυναίκες, είναι συχνό φαινόμενο η Αστυνομία Ηθών να κάνει την εμφάνισή της απροσδόκητα και ακολούθως να εκφοβίζει τις γυναίκες.
Αισιοδοξία μέσα στο σκοτάδι
«Αυτές οι βιαιοπραγίες δεν θα εκφοβίσουν τις γυναίκες», λέει η Βασμάγκι και προσθέτει: «Ως μέλος αυτής της κοινωνίας παρατηρώ μια ριζική αλλαγή. Η πίστη στο χιτζάμπ και τη μαντίλα περιορίζεται, ακόμη και ανάμεσα στους θρησκευόμενους ανθρώπους, τόσο στις γυναίκες, όσο και στους άνδρες. Βλέπω ολοένα και περισσότερες θρησκευόμενες γυναίκες να μη φορούν πλέον μαντίλα στις κοινωνικές συναναστροφές τους και οι σύντροφοί τους να τις υποστηρίζουν».
Η κοινωνιολόγος Κιάν εκτιμά πως «όταν οι γυναίκες αντιμετωπίζουν βία στον δρόμο, παρεμβαίνουν μερικές φορές άγνωστοι άνδρες για να τις προστατεύσουν» και μάλιστα αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην πιο φιλελεύθερη Τεχεράνη, αλλά σε ολόκληρη τη χώρα. Επιπλέον, υπάρχουν ιδιοκτήτες εστιατορίων και καταστημάτων που θα προτιμούσαν να βάλουν λουκέτο στην επιχείρησή τους, παρά να συμβάλουν στην επιβολή των αυστηρών νόμων για την ενδυμασία των γυναικών. «Τέτοιοι άνδρες και γυναίκες συναποτελούν μία ομάδα αντίστασης, η οποία προστατεύει και προωθεί τα δικαιώματα των γυναικών όχι μέσω της νομοθεσίας, αλλά στη δημόσια σφαίρα» – χαράσσοντας έτσι εκ διαμέτρου αντίθετη πορεία από την ιρανική θεοκρατία και την οπισθοδρομική οπτική που αυτή υιοθετεί για τις γυναίκες.
Πηγή: Deutsche Welle
Σόρα Αζαρνούς | Σαμπνάμ φον Χάιν
Επιμέλεια: Γιώργος Πασσάς