ΣΠΟΡ

Νίκος Σαργκάνης: Το «Φάντομ» πέταξε πολύ ψηλά…

Νίκος Σαργκάνης: Το «Φάντομ» πέταξε πολύ ψηλά…

Η είδηση της απώλειας του Νίκου Σαργκάνη σε ηλικία 70 ετών, μετά από μάχη με τον καρκίνο σκόρπισε τη θλίψη σε όλο το ελληνικό ποδόσφαιρο. Στους πρώην συμπαίκτες του, στους αντιπάλους, στους φιλάθλους. Ο εκλιπών δεν ήταν απλά ένας παίκτης που πέρασε από τα γήπεδα, έχοντας την τύχη να αγωνιστεί σε δύο από τις κορυφαίες ομάδες της χώρας, τον Ολυμπιακό και το Παναθηναϊκό. Υπήρξε, κατά γενική ομολογία, ένας από τους κορυφαίους – αν όχι ο κορυφαίος- τερματοφύλακας που «γέννησε» αυτή η χώρα, κάτι που κατάφερε να αποδείξει όχι μόνο φορώντας τη φανέλα των δύο «αιωνίων», αλλά τόσο της Καστοριάς, όσο και του Αθηναϊκού.

«Μπαμπά μου! Ήρωα μου! Ούτε στιγμή δεν παραιτήθηκες, ούτε λεπτό δεν επιβεβαίωσες τις προγνώσεις. Τους πάτησες όλους κάτω, τους ξεγέλασες όλους και πόσες φορές!! Μα τι μπάλα έπαιξες θηρίο μου, τον καλύτερο σου αγώνα έδωσες τις τελευταίες μέρες. Αναμφισβήτητα ήταν το ματς της ζωής σου. «Συμβαίνει όμως..» όπως έλεγες κι εσύ «..ένα γκολ μπορεί να φέρει τούμπα τον αγώνα». Ήσουν γίγαντας μέχρι το 92’…αλλά κι οι γίγαντες πρέπει κάποια στιγμή να ξεκουράζονται. Πέτα ψηλά τώρα Φάντομ μου, ελεύθερος όπως μόνο εσύ ήξερες να κάνεις», ανέφερε στη συγκινητική της ανάρτηση η κόρη του Μιρέλλα, με την οποία αποχαιρέτησε τον πατέρα της και γνωστοποίησε την απώλειά του.

Οι ομάδες όπου έπαιξε

Ο Νίκος Σαργκάνης, αναδείχθηκε από τον Ηλυσιακό, στον οποίο εντάχθηκε το 1966 στην ηλικία των 12 ετών και το 1969 στην ηλικία των 15 ετών έκανε το ντεμπούτο του στην ανδρική ομάδα. Το 1977 πήγε στην Καστοριά, με την οποία έκανε ντεμπούτο στην Α΄ Εθνική στις 11/9/1977. Πραγματοποίησε καταπληκτικές εμφανίσεις, με αποκορύφωμα την εκπληκτική πορεία της ομάδας στο Κύπελλο Ελλάδας της περιόδου 1979-80, το οποίο κατέκτησε νικώντας με 5-2 τον Ηρακλή.

Το 1980 υπέγραψε στον Ολυμπιακό, ενώ κλήθηκε και στην Εθνική Ομάδα. Στον Πειραιά έμεινε για πέντε χρόνια και κατέγραψε 144 συμμετοχές, πετυχαίνοντας μάλιστα και τέσσερα γκολ. Με τα ερυθρόλευκα πανηγύρισε την κατάκτηση τριών συνεχών πρωταθλημάτων, το 1981, το 1982 και το 1983 ενώ τη σεζόν 1980/81 κατέκτησε και το Κύπελλο Ελλάδας.
Το 1985 πήρε μεταγραφή στον “αιώνιο αντίπαλο”, τον Παναθηναϊκό όπου έμεινε πέντε χρόνια κατακτώντας δύο πρωταθλήματα, το 1986 και το 1990 αλλά και τρία Κύπελλα, το 1986, το 1988 και το 1989. Στην ιστορία έμεινε ο τελικός του 1988, ο οποίος κρίθηκε στα πέναλτι, με τον Νίκο Σαργκάνη να αποτελεί τον μεγάλο πρωταγωνιστή καθώς εκτέλεσε εύστοχα ένα πέναλτι και απέκρουσε δύο, οδηγώντας τους πράσινους στην κατάκτηση του τροπαίου.

Το 1990 μεταπήδησε στον Αθηναϊκό, με τον οποίο έφτασε ως τον τελικό του κυπέλλου Ελλάδας (1990-91), για πρώτη φορά στην ιστορία του συλλόγου. Είναι ο μοναδικός ποδοσφαιριστής που έχει αγωνιστεί σε τελικό του κυπέλλου Ελλάδας με τέσσερις διαφορετικούς συλλόγους και ο πρώτος που το κατέκτησε με τρεις διαφορετικές ομάδες. Ως φιναλίστ του Κυπέλλου, ο Αθηναϊκός κέρδισε την έξοδο στο Κύπελλο Κυπελλούχων της επόμενης περιόδου (1991-92), όπου κληρώθηκε με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Στους δύο αγώνες ο Νίκος Σαργκάνης ήταν πρωταγωνιστής και με τις καταπληκτικές του αποκρούσεις, ειδικά στον επαναληπτικό του Ολντ Τράφορντ, κράτησε την εστία του ανέπαφη. Οι δύο αγώνες έληξαν με 0-0 και ο δεύτερος αγώνας οδηγήθηκε στην παράταση, όπου τελικά η ελληνική ομάδα “λύγισε” με 0-2.

Όταν έγινε «φάντομ»

Παρά τους τίτλους και τις πολλές διακρίσεις, η μεγαλύτερη στιγμή της καριέρας του ήταν το βράδυ της 15ης Οκτωβρίου του 1980 στη Δανία. Εκεί κλήθηκε να υπερασπιστεί την εστία της Εθνικής ομάδας για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Ηταν το βράδυ που κοιμήθηκε Σαργκάνης και ξύπνησε «Φάντομ» σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής. Λένε ότι η ατυχία του ενός, είναι η τύχη κάποιου άλλου, κάτι που αποδείχτηκε και σε εκείνο το παιχνίδι με τους Δανούς, αφού βασικός γκολκίπερ της Εθνικής ήταν ο Λευτέρης Πουπάκης, που όμως εξαιτίας ενός τραυματισμού δεν ήταν σε θέση να αγωνιστεί. Ετσι τη θέση του πήρε ο Σαργκάνης που κυριολεκτικά εκείνη την βραδιά ήταν ανίκητος.

Έκανε την μία απόκρουση μετά την άλλη, ωστόσο η πιο εντυπωσιακή ήταν αυτή στο εξ επαφής σουτ του Σίμονσεν από τα τρία μέτρα που έμεινε στην ιστορία, «κλέβοντας» μάλιστα τον τίτλο του πρωταγωνιστή από τον Ντίνο Κούη που πέτυχε το μοναδικό γκολ της αναμέτρησης που χάρισε τη νίκη στην Ελλάδα.

Την επόμενη μέρα, όλοι μιλούν για τον ανίκητο Έλληνα τερματοφύλακα. «Το ελληνικό φάντομ απογειώθηκε», «Ο άνθρωπος με πέντε χέρια», «Ο τερματοφύλακας σαρανταποδαρούσα», «Ένας 100χειρας στην Κοπεγχάγη», ήταν μόνο μερικοί από τους τίτλους που υπήρχαν στις εφημερίδας της Δανίας την επόμενη μέρα. Ο πρώτος, όπως εύκολα καταλαβαίνει κανείς, ήταν ο πιο εντυπωσιακός και το «Φάντομ» από εκείνη την ημέρα ήταν το παρατσούκλι που θα συνόδευε τον Νίκο Σαργκάνη για τα επόμενα χρόνια, μέχρι και το τέλος της ζωής του.

«Πώς σου φάνηκα μάνα;»

Με τη λήξη του αγώνα και τη μεγάλη εμφάνιση που πραγματοποίησε, ο Σαργκάνης κάλεσε την οικογένεια του στην Αθήνα.

Η πρώτη του ατάκα ήταν να ρωτήσει τη μητέρα του «πώς σου φάνηκα μάνα;». Ο Ελληνας τερματοφύλακας μιλούσε συχνά με την μητέρα του και τις αδερφές του για να πάρει κουράγιο, αλλά το συγκεκριμένο τηλέφωνο το πλήρωσε πολύ ακριβά.

Συγκεκριμένα, ο λογαριασμό έφτασε τις 7.800 κορώνες Δανίας, ήτοι πάνω από 1.000 ευρώ.

Νίκος Σαργκάνης: Το «Φάντομ» πέταξε πολύ ψηλά…

Η μεγάλη απόφαση

Το καλοκαίρι του 1985 ο Νίκος Σαρκάνης πήρε την πιο δύσκολη απόφαση της ζωής του, καθώς μετά από 144 αγώνες με τη φανέλα του Ολυμπιακού, πέρασε στην απέναντι όχθη του ποταμού, δεχόμενος την προσφορά του Παναθηναϊκού. Απόφαση που για πολλά χρόνια τον έκανε persona non grata στο λιμάνι, όχι μόνο στις τάξεις των οπαδών, αλλά και στις εκάστοτε διοικήσεις. Οι σχέσεις αποκαταστάθηκαν με το τέλος της ποδοσφαιρικής του καριέρας, καθώς ο Σαργκάνης επέστρεψε στην «ερυθρόλευκη» πλευρά όντας μέλος και των παλαιμάχων του συλλόγου.

Μέχρι όμως να συμβεί αυτό είχε προηγηθεί ο «τελικός του αιώνα». Ηταν το 1988 όταν ο Σαργκάνης βρέθηκε απέναντι στον Ολυμπιακό του Γιώργου Κοσκωτά σε έναν αγώνα που έγινε μπροστά σε 73.375 θεατές, είχαν προηγηθεί επεισόδια μεταξύ των οπαδών στο κέντρο της Αθήνας, αλλά και δηλώσεις των δύο προέδρων, Γιώργου Βαρδινογιάννη και Γιώργου Κοσκωτά που έμειναν στην… ιστορία.

Η κανονική διάρκεια της αναμέτρησης βρήκε τις δύο ομάδες ισόπαλες 1-1, με τους δύο προέδρους να αναλαμβάνουν δράση λίγο πριν ξεκινήσει η παράταση μιλώντας μάλιστα ζωντανά στις τηλεοπτικές κάμερες την ώρα που οι προπονητές έδιναν εκ νέου οδηγίες στους παίκτες. Ο Γιώργος Βαρδινογιάννης δήλωσε πως «Το παιχνίδι το βλέπει όλη η Ελλάδα και έχει δει με ποιον τρόπο φτάσαμε στην παράταση» και από την πλευρά του ο Γιώργος Κοσκωτάς τόνισε: «Τους παίκτες του Ολυμπιακού δεν υπάρχει ομάδα στην Ελλάδα που να μπορεί να τους κερδίσει. Εκτός αν υπάρξει 12ος παίκτης. Αν παίξουμε τίμια και καθαρά δεν υπάρχει ομάδα να κερδίσει τον Ολυμπιακό. Δυστυχώς είναι από τα πιο άσχημα παιχνίδια που έχουμε δει».

Το τέλος της παράτασης βρίσκει ξανά τις ομάδες ισόπαλες (2-2) και έτσι ο τελικός οδηγήθηκε στη διαδικασία των πέναλτι, όπου ο Νίκος Σαργκάνης υπήρξε μεγάλος πρωταγωνιστής. Απέκρουσε τις εκτελέσεις του Χατζίδη και του Φούνες, ευστόχησε στη δική του και έδωσε το Κύπελλο στον Παναθηναϊκό, πανηγυρίζοντας έξαλλα στο τέλος, φωνάζοντας μπροστά στις κάμερες στον Γιώργο Βαρδινογιάννη «Και ξέρεις πάρα πολύ καλά τι έγινε την Παρασκευή. Τους τα έβαλα στον κ..λο τα λεφτά τους».

Την ατάκα του αυτή, πολλοί την συνδύασαν με την έντονη φημολογία που υπήρχε εκείνη την εποχή και με την επιβεβαίωση να έρχεται κάποιους μήνες αργότερα με συνέντευξη του στο περιοδικό Super Γκοολ, όταν και είχε παραδεχτεί πως ο Γιώργος Κοσκωτάς τους είχε προσφέρει 170.000.000 δραχμές για να έχει μειωμένη απόδοση στον τελικό.

Η απόκρουση με τον ΟΦΗ

Δεν ήταν όμως μόνο ο αγώνας με την Εθνική στη Δανία ή ο τελικός που σημάδεψαν την καριέρα του. Βαθιά χαραγμένη στη μνήμη όλων είναι και η απόκρουσή του στον αγώνα του Ολυμπιακού με τον ΟΦΗ σε κεφαλιά του Γιώργου Βλαστού το 1984. Ηταν τόσο εντυπωσιακή και δύσκολη, που ο Τσιριμώκος, αντίπαλος και συμπαίκτης του Βλαστού ο οποίος βρέθηκε μπροστά στη φάση, κατευθύνθηκε προς το μέρος του και τον φίλησε, αφού έδιωξε την μπάλα. Για την ιστορία, ο Τσιριμώκος έγινε ο πρώτος παίκτης στην Ελλάδα που κατέκτησε το βραβείο fair play.

«Είχε περάσει η μπάλα από μένα, με είχε προσπεράσει και πήγαινε στην εστία. Ήταν πίσω από την πλάτη μου, δεν ξέρω πώς το έβγαλα. Ήταν το ένστικτο, η εγρήγορση, αποτέλεσμα δουλειάς. Μέχρι την τελευταία στιγμή προσπαθείς να σώσεις τη φάση. Πήγαινε η μπάλα προς την εστία και την έβγαλα. Ο Τσιριμώκος αμέσως μετά την κεφαλιά του Βλαστού είχε σηκώσει τα χέρια του να πανηγυρίσει το γκολ που υποτίθεται θα έμπαινε. Έδιωξα την μπάλα και όπως είχε τα χέρια του ψηλά ήρθε, με αγκάλιασε, με φίλησε και με χτύπησε στην πλάτη σαν να μου έλεγε μπράβο. Ήταν πολύ συγκινητική στιγμή, μεγάλη επιβράβευση να σε παραδέχεται ο αντίπαλος”, είχε εξηγήσει ο ίδιος ο Σαργκάνης σε συνέντευξή του στο Sport24.

«Απογοητεύθηκα…»

Το 2015 ο θρυλικός τερματοφύλακας είχε παραχωρήσει συνέντευξη στο ΑΠΕ – ΜΠΕ και είχε μιλήσει σχετικά με το ελληνικό ποδόσφαιρο, από το οποίο όπως είχε τονίσει τότε ήταν έντονα απογοητευμένος.

«Εγώ είμαι λάτρης του ποδοσφαίρου, αλλά αναγκάζομαι να έχω αυτή την αντιμετώπιση γιατί είμαι απογοητευμένος. Είδαμε τον αγώνα της Μπαρτσελόνα με την Σεβίλλη στην τηλεόραση. Τι να πεις μετά από αυτό, όταν έρχεται στο μυαλό σου η εικόνα του ελληνικού πρωταθλήματος. Η γνώμη είναι μία σελίδα σε ένα περιοδικό. Την διαβάζεις και γυρίζεις την σελίδα, την αφήνεις πίσω. Τελείωσε. Τα λέμε χρόνια για το ελληνικό ποδόσφαιρο, αλλά δεν γίνεται τίποτα, δεν αλλάζει. Ο,τι είναι η πολιτική είναι και το ποδόσφαιρο. Δεν μπορεί να σταματήσει κάτι τέτοιο. Μας έχουν κάνει, όλους εμάς που αγαπάμε πολύ το ποδόσφαιρο, να μην θέλουμε να το βλέπουμε», θα πει μεταξύ άλλων και θα προσθέσει: «Ποιος φταίει; Είναι ένα μεγάλο ερώτημα. Εγώ ξέρω να πω ότι όταν οι άλλοι ξεκινάνε εμείς ακόμα δεν έχουμε τελειώσει. Δεν γνωρίζουμε ποιες ομάδες θα είναι στην πρώτη και δεύτερη κατηγορία».

Κλείνοντας είχε αναφερθεί και στη μεγαλύτερη ανταμοιβή που είχε πάρει όλα αυτά τα χρόνια της καριέρας του.

«Θα σας πω κάτι: η μεγαλύτερη ανταμοιβή μου από το ποδόσφαιρο είναι ότι έπαιζα μπροστά σε γεμάτες κερκίδες. Σπάνια ήταν λίγοι οι φίλαθλοι. Δεν θυμάμαι ποτέ κάτι τέτοιο. Ακόμα και στο τέλος της καριέρας μου, όταν πήγα στον Αθηναϊκό , το γήπεδο ήταν γεμάτο. Ομως τώρα όλοι πήγαν στην γωνία. Τους πήρε χαμπάρι ο κόσμος και δεν πάει στα γήπεδα. Αλλά να ξέρετε δεν τους ενδιαφέρει που δεν υπάρχουν φίλαθλοι. Επειδή εκείνο που τους ενδιαφέρει είναι τα χρήματα, αυτά μπορούν να τα βρουν από άλλες πηγές, όπως οι χορηγοί. Τα εισιτήρια δεν είναι το μοναδικό έσοδο, και γι αυτό δεν ασχολούνται. Δεν θέλουν να αφήσουν το ποδόσφαιρο στην ησυχία του για να βρει τον δρόμο του. Η παρέμβαση αλλαζόνων ανθρώπων έχει φέρει τα πάνω κάτω»…