ΚΟΣΜΟΣ

«Μόλκα»: Ο νέος σεξουαλικός εφιάλτης των γυναικών

Η διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση που πλήττει τη Νότια Κορέα, έχει καταστροφικές συνέπειες για τα θύματα, σύμφωνα με έκθεση του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Η «Μόλκα», η χρήση κρυφών μικροσκοπικών φωτογραφικών μηχανών για την καταγραφή γυμνών εικόνων χωρίς τη συγκατάθεσή τους, και ο μετέπειτα διαμοιρασμός τους, προκαλεί βαθιά ψυχικά τραύματα στα θύματα και ισχυρό φόβο σε μεγάλο κομμάτι του γυναικείου πληθυσμού της χώρας.

Η 96σέλιδη έκθεση με τίτλο «Η ζωή μου δεν είναι το πορνό σου: Ψηφιακά σεξουαλικά εγκλήματα στη Νότια Κορέα», διαπίστωσε ότι, παρά τις νομικές μεταρρυθμίσεις, οι γυναίκες και τα κορίτσια που γίνονται στόχος ψηφιακών σεξουαλικών εγκλημάτων, αντιμετωπίζουν συχνά την αδιαφορία των αστυνομικών Αρχών και των δικαστηρίων.

«Οι αξιωματούχοι του ποινικού νομικού συστήματος – οι περισσότεροι από τους οποίους είναι άνδρες – συχνά φαίνεται ότι απλά δεν καταλαβαίνουν ή δεν αποδέχονται ότι πρόκειται για πολύ σοβαρά εγκλήματα», επισημαίνει η Χέδερ Μπαρ, προσωρινή συνδιευθύντρια για τα δικαιώματα των γυναικών στο Human Rights Watch και συγγραφέας της έκθεσης.

Η έκθεση βασίστηκε σε 38 συνεντεύξεις και μια διαδικτυακή έρευνα με τη συμμετοχή εκατοντάδων γυναικών.

Το 2008, λιγότερο από το 4% των διώξεων για σεξουαλικά εγκλήματα στη Νότια Κορέα αφορούσαν την παράνομη κινηματογράφηση. Μέχρι το 2017 ο αριθμός αυτών των υποθέσεων είχε εντεκαπλασιαστεί, από 585 υποθέσεις σε 6.615, και αποτελούσε το 20% των διώξεων για σεξουαλικά εγκλήματα. Αρχικά, οι αρχές εστίασαν το ενδιαφέρον τους στη χρήση μικροσκοπικών καμερών (“spycams”) για την κρυφή καταγραφή υλικού σε χώρους όπως τουαλέτες, αποδυτήρια και ξενοδοχεία.

Οι γυναίκες και τα κορίτσια που αποτελούν στόχο, αντιμετωπίζουν σημαντικά εμπόδια στη δικαιοσύνη. Η αστυνομία συχνά αρνείται να δεχτεί τις καταγγελίες τους υποβιβάζοντας τα περιστατικά, κατηγορώντας τις γυναίκες και προβαίνοντας σε ακατάλληλες ανακρίσεις. Όταν οι υποθέσεις προχωρούν, οι επιζήσασες συχνά δυσκολεύονται στο να λάβουν πληροφορίες σχετικά με τις υποθέσεις τους και να ακουστεί η φωνή τους στο δικαστήριο.

Το 2019, οι εισαγγελείς αρχειοθέτησαν το 43,5% των σεξουαλικών ψηφιακών εγκλημάτων, σε σύγκριση με το 27,7% των υποθέσεων ανθρωποκτονίας και το 19% των υποθέσεων ληστείας. Οι δικαστές συχνά επιβάλλουν χαμηλές ποινές – το 2020, το 79% των ατόμων που καταδικάστηκαν για λήψη προσωπικών εικόνων χωρίς συγκατάθεση, έλαβαν ποινή με αναστολή, πρόστιμο ή συνδυασμό των δύο. Το 52% έλαβε μόνο ποινή με αναστολή. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες με το σύστημα δικαιοσύνης, επιδεινώνονται από την έλλειψη γυναικών αστυνομικών, εισαγγελέων και δικαστών.

Τα αστικά ένδικα μέσα, όπως η δικαστική απόφαση που υποχρεώνει τον ένοχο να διαγράψει τις εικόνες ή να καταβάλει αποζημίωση στο θύμα, δεν είναι εύκολα διαθέσιμα. Όταν μια πολιτική αγωγή εγείρεται με βάση γεγονότα που αποτελούν επίσης αντικείμενο ποινικής δίωξης, είναι κοινή πρακτική να αναβάλλεται η αστική αγωγή μέχρι την ολοκλήρωση της ποινικής υπόθεσης. Αυτό σημαίνει ότι οι γυναίκες δεν μπορούν να ητήσουν βοήθεια κατά τη διάρκεια της περιόδου που μπορεί να την χρειάζονται περισσότερο.

Επίσης, η κατάθεση πολιτικής αγωγής θα απαιτούσε από τα θύματα να αναφέρουν τα ονόματα και τις διευθύνσεις τους, καθιστώντας τις πληροφορίες αυτές διαθέσιμες στο κοινό, συμπεριλαμβανομένου του προσώπου που διέπραξε το έγκλημα, κάτι που λίγες γυναίκες αισθάνονται άνετα να κάνουν.

«Τα ψηφιακά σεξουαλικά εγκλήματα έχουν γίνει τόσο συνηθισμένα στη Νότια Κορέα που επηρεάζουν την ποιότητα ζωής όλων των γυναικών και των κοριτσιών», δήλωσε η Μπαρ. «Γυναίκες και κορίτσια μας είπαν ότι αποφεύγουν να χρησιμοποιούν δημόσιες τουαλέτες και αισθάνονται άγχος για τις κρυφές κάμερες σε δημόσιους χώρους, ακόμη και στα σπίτια τους. Ένας ανησυχητικός αριθμός επιζώντων ψηφιακών σεξουαλικών εγκλημάτων δήλωσε ότι είχε σκεφτεί να αυτοκτονήσει», πρόσθεσε.

Σύμφωνα με την έκθεση, η κυβέρνηση και η Εθνοσυνέλευση της Νότιας Κορέας έχουν κάνει κάποια σημαντικά βήματα τα τελευταία χρόνια για τη μεταρρύθμιση του νόμου και την παροχή υπηρεσιών σε άτομα που βιώνουν ψηφιακά σεξουαλικά εγκλήματα – σε μεγάλο βαθμό ως απάντηση στις μαζικές διαμαρτυρίες ακτιβιστών το 2018. Ωστόσο, τα μέτρα αυτά εξακολουθούν να είναι ανεπαρκή, εν μέρει επειδή δεν έχουν καταφέρει να αντιμετωπίσουν τις βαθιές μορφές ανισότητας των φύλων που τροφοδοτούν και εξομαλύνουν τα ψηφιακά σεξουαλικά εγκλήματα. Στην κατάταξη του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ για το Παγκόσμιο Χάσμα των Φύλων του 2021, η Νότια Κορέα κατέλαβε την 102η θέση μεταξύ 156 χωρών, με το μεγαλύτερο χάσμα στην οικονομική συμμετοχή και τις ευκαιρίες από οποιαδήποτε προηγμένη οικονομία.

Το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων στη Νότια Κορέα είναι της τάξης του 32,5%. Η έμφυλη βία είναι ευρέως διαδεδομένη – σε έρευνα του 2017 σε 2.000 άνδρες της Νότιας Κορέας, σχεδόν το 80% των ερωτηθέντων παραδέχθηκαν ότι είχαν ασκήσει βία στις συντρόφους τους – σε σύγκριση με τις παγκόσμιες εκτιμήσεις ότι μία στις τρεις γυναίκες έχει υποστεί βία. Το εθνικό πρόγραμμα σπουδών σεξουαλικής αγωγής, που εκδόθηκε το 2015, έχει επικριθεί ευρέως για τη διαιώνιση επιβλαβών στερεοτύπων για τα φύλα.

«Η βασική αιτία των ψηφιακών σεξουαλικών εγκλημάτων στη Νότια Κορέα είναι οι ευρέως αποδεκτές επιβλαβείς απόψεις και συμπεριφορές προς τις γυναίκες και τα κορίτσια, τις οποίες η κυβέρνηση πρέπει επειγόντως να αντιμετωπίσει», τόνισε η Μπαρ. «Η κυβέρνηση αν και άλλαξε κάποια πράγματα στον νόμο, δεν έχει στείλει ένα σαφές και ισχυρό μήνυμα ότι οι γυναίκες και οι άνδρες είναι ίσοι και ότι ο μισογυνισμός είναι απαράδεκτος».

Κάποια παραδείγματα που αναφέρει η έκθεση

Η Park Ji-young (ψευδώνυμο) ανακάλυψε στο κινητό τηλέφωνο του φίλου της, φωτογραφίες γυναικών που είχαν τραβηχτεί κρυφά σε δημόσιους χώρους. Αργότερα απέκτησε πρόσβαση στον αποθηκευτικό του χώρο στο cloud, όπου βρήκε 40-50 φωτογραφίες άλλων ερωτικών συντρόφων του συμπεριλαμβανομένων και τεσσάρων δικών της φωτογραφιών. Προσπάθησε να βρει τις άλλες γυναίκες στις φωτογραφίες, αλλά ο πρώην πλέον φίλος της την απείλησε. Εκείνη πήγε στην αστυνομία αλλά ένας δικηγόρος που είχε αναλάβει να τη βοηθήσει, την προέτρεψε επανειλημμένα να αποσύρει την καταγγελία. Βρήκε άλλον δικηγόρο, αλλά πριν η υπόθεση σταλεί στον εισαγγελέα, έλαβε ένα τηλεφώνημα από έναν ντετέκτιβ, ο οποίος της είπε ότι αν δεν συμφωνούσε σε εξωδικαστική επίλυση της υπόθεσης, ο δικηγόρος του πρώην φίλου της θα ζητούσε να της ασκηθεί δίωξη για συκοφαντική δυσφήμιση και για παράνομη πρόσβαση στα αρχεία του πρώην φίλου της.

Ήταν 1 τα ξημερώματα του 2018 και η Jieun Choi προσπαθούσε να κοιμηθεί όταν το κουδούνι της πόρτας της άρχισε να χτυπάει επανειλημμένα. Όταν άνοιξε την πόρτα, είδε έναν αστυνομικό ο οποίος την ενημέρωσε ότι ένας άνδρας την βιντεοσκοπούσε μέσα από το παράθυρό της, από την οροφή ενός κοντινού κτιρίου. Ο άνδρας είπε στην αστυνομία ότι την βιντεοσκοπούσε επί δύο εβδομάδες. Όταν η αστυνομία πήρε ένταλμα και κατάσχεσε τον ηλεκτρονικό εξοπλισμό του δράστη, διαπίστωσε ότι είχε συλλέξει εικόνες επτά άλλων γυναικών και η Jieun Choi έμαθε αργότερα ότι είχε κατηγορηθεί για το ίδιο αδίκημα αρκετά χρόνια νωρίτερα. Του επιβλήθηκε ποινή με αναστολή.

Αφού η Lee Ye-rin απέρριψε τις σεξουαλικές προτάσεις του παντρεμένου εργοδότη της, εκείνος της δώρισε ένα ρολόι. Εκείνη έβαλε το ρολόι στην κρεβατοκάμαρά της, αλλά αργότερα ανακάλυψε ότι ήταν κατασκοπευτική κάμερα και ότι εκείνος την παρακολουθούσε επί ενάμιση μήνα. «Αυτό συνέβη στο ίδιο μου το δωμάτιο. Μερικές φορές αισθάνομαι τρομοκρατημένη χωρίς λόγο στο ίδιο μου το δωμάτιο», δήλωσε η γυναίκα. Ένα χρόνο αργότερα, συνέχιζε να παίρνει φάρμακα για την κατάθλιψη και το άγχος.

Η Sohn Ji-won ήταν 16 ετών όταν γνώρισε κάποιον στο διαδίκτυο μέσω ενός ιστότοπου που συνδέει τυχαία ανθρώπους για να συνομιλήσουν. «Περνούσα δύσκολες στιγμές, οπότε ίσως χρειαζόμουν κάποιον στον οποίο θα μπορούσα να βασιστώ», είπε. Εκείνος της ζήτησε να του στείλει γυμνές φωτογραφίες της. Εκείνη τις έστειλε αλλά στη συνέχεια το μετάνιωσε και προσπάθησε να τις διαγράψει. Εκείνος αντέδρασε βίαια. Γνώρισε και άλλους άνδρες στην εφαρμογή Telegram- οι οποίοι την πίεζαν να τους στείλει γυμνές φωτογραφίες της λέγοντάς της ότι θα τις διαγράψουν αμέσως – μόνο και μόνο για να βρει αργότερα μια από τις φωτογραφίες αυτές, αναρτημένη σε ένα γκρουπ chat.

Το 2017, η Oh Soo-jin ήταν μια 20χρονη φοιτήτρια που αναζητούσε εργασία μερικής απασχόλησης. Συμφώνησε να ποζάρει γυμνή στο πλαίσιο μιας δουλειάς μόντελινγκ, καθώς τόσο η αγγελία εργασίας όσο και το συμβόλαιο που υπέγραψε, ανέφεραν ρητά ότι όλες οι φωτογραφίες θα ήταν προσωπικές και ότι απαγορεύεται αυστηρά οποιαδήποτε κοινοποίησή τους. Η νεαρή γυναίκα παραιτήθηκε όταν ο ιδιοκτήτης του στούντιο απαίτησε περισσότερες γυμνές φωτογραφίες. Τον Ιούλιο του 2019, περισσότερες από 700 φωτογραφίες της εμφανίστηκαν σε έναν ιστότοπο, διαθέσιμες για αγορά. Πήγε στην αστυνομία, αλλά η ανάρτηση δεν κατέβηκε και μάλιστα εμφανίστηκαν περισσότερες. «Φοβάμαι για το μέλλον μου», δήλωσε η ίδια. «Θα είναι πάντα στον υπολογιστή κάποιου και δεν ξέρω πότε θα σταματήσει αυτό. Έτσι σκέφτηκα ότι αν αυτό δεν μπορεί να σταματήσει, τότε θέλω να βάλω τέλος στη ζωή μου».

Οι αναρτήσεις – εκατοντάδες από αυτές, για αρκετούς μήνες – εμφανίστηκαν σε ιστότοπους όπως Tumblr, Twitter, Facebook, Torrent, YouTube, Instagram, Naver Blog, Naver Cafe, Daum blog, Daum cafe και Google photos. Μια μέρα, δύο άγνωστοι άνδρες εμφανίστηκαν στο γραφείο της Kang Yu-jin. «Υπήρχαν άντρες που ήθελαν να έρθουν σε επαφή μαζί μου στην εκκλησία όπου πήγαιναν οι γονείς μου και υπήρχαν άντρες που μου έστειλαν μηνύματα ζητώντας σεξ», είπε. Η νεαρή γυναίκα αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τη δουλειά της και να εγκαταλείψει οριστικά το σπίτι της.