Μοναχική η μάχη των ασθενών
Το τηλεφώνημα των γιατρών δεν ξεπερνούσε τα τέσσερα λεπτά. Η Ασπασία Ρεβύθη δεν μπορούσε να επισκεφθεί τον κουνιάδο της κατά τη νοσηλεία του σε μονάδα εντατικής θεραπείας και στην κόκκινη ζώνη μιας κλινικής COVID-19, στο νοσοκομείο «Σωτηρία».
Την ενημέρωναν καθημερινά, ως στενή συγγενή, για τα επίπεδα του οξυγόνου και την απόκρισή του στη θεραπευτική αγωγή. Απέφευγαν, όμως, τις προγνώσεις, τουλάχιστον κατά τα πρώτα κρίσιμα στάδια. Η πιο δύσκολη στιγμή δεν ήταν αυτά τα λεπτά στο ακουστικό, αλλά η πολύωρη αναμονή μέχρι να χτυπήσει το τηλέφωνο.
«Δεν υπάρχει κάτι χειρότερο. Εχεις δικό σου άνθρωπο στο νοσοκομείο και περιμένεις να σε καλέσουν για να ακούσεις αν ζει, αν είναι καλά, να μάθεις τι γίνεται», λέει στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ η κ. Ρεβύθη. «Μέχρι να τους μιλήσουμε, μη ρωτάτε τι περνούσαμε».
Οπως και στον υπόλοιπο κόσμο, η πανδημία του νέου κορωνοϊού ανάγκασε και τα ελληνικά νοσοκομεία να προσαρμοστούν σε πρωτόγνωρες συνθήκες λειτουργίας. Πίσω από τις προσωπίδες και τις μάσκες, με διπλά γάντια στα χέρια και μια ασφυκτική ολόσωμη στολή, οι γιατροί δεν μπορούν να έχουν την άμεση, προσωπική επαφή με τους ασθενείς τους, όπως στο παρελθόν. Οι ίδιοι οι άρρωστοι περνούν ημέρες και εβδομάδες σε θαλάμους αρνητικής πίεσης, χωρίς επισκεπτήριο, αποκλεισμένοι από τον έξω κόσμο. Και όσοι μένουν πίσω καλούνται να διαχειριστούν την αγωνία τους από μακριά.
Σύμφωνα με μαρτυρίες συγγενών ασθενών στην «Κ», η απουσία τους από τον νοσοκομειακό θάλαμο μπορεί να εντείνει τους φόβους τους. Να τους προκαλέσει μια αίσθηση απραξίας, η οποία δεν διαλύεται εύκολα, ακόμη και όταν υπάρχει η δυνατότητα βιντεοκλήσης.
Ο συγγενής της κ. Ρεβύθη εισήχθη στο νοσοκομείο πριν από περίπου ένα μήνα και έλαβε εξιτήριο αυτή την εβδομάδα. Θεωρείται ένα από τα «ορφανά» κρούσματα της χώρας, γιατί δεν ήταν εφικτό να διαπιστωθεί πώς νόσησε. «Αρχικά πονούσαν τα κόκαλά του, μετά ανέβασε δέκατα και έπειτα υψηλότερο πυρετό. Χρειάστηκε να εισαχθεί σε ΜΕΘ», θυμάται η κ. Ρεβύθη. «Μόλις διασωληνώθηκε, μας είπαν στο τηλέφωνο ότι είναι σοβαρή η κατάστασή του και στην πρώτη θεραπεία που του χορήγησαν δεν είχε άμεση ανταπόκριση. Η καρδιά σου πάει να σπάσει, κακές εμπειρίες».
Εκτός ΜΕΘ
Η ίδια, προτού ο νέος κορωνοϊός προσβάλει ένα δικό της άνθρωπο, θεωρούσε υπερβολικά όλα όσα άκουγε στην τηλεόραση. «Λέγαμε τότε “έλα μωρέ, ξέρεις κανέναν γνωστό;”» παραδέχεται. «Οταν όμως χτυπήσει τη δική σου πόρτα, τότε αλλάζουν όλα. Από την ημέρα που βρέθηκε θετικός δεν κυκλοφορούσα χωρίς μάσκα πουθενά στην Αθήνα».
Επειτα από μία εβδομάδα στη ΜΕΘ, ο κουνιάδος της αποσυνδέθηκε από τα υποστηρικτικά μηχανήματα και μεταφέρθηκε σε απλό θάλαμο της κλινικής COVID-19. Οι συγγενείς του μπορούσαν πλέον να τον δουν, έστω από την οθόνη ενός κινητού τηλεφώνου. «Κάναμε βιντεοκλήσεις για να δούμε πώς είναι. Ηταν ακόμη καταπονημένος, του ήταν δύσκολο», λέει.
Αντιστοίχως και η οικογένεια της Μ. επικοινωνούσε μέσω Viber και WhatsApp με τον θείο της μέχρι και το εξιτήριό του, τον περασμένο Αύγουστο, από το «Σωτηρία». Είχε συμπληρώσει τρεις εβδομάδες νοσηλείας εκεί. Ωστόσο, η Μ. –η οποία μίλησε στην «Κ» ζητώντας να μη δημοσιοποιηθούν τα στοιχεία της– δεν μπορούσε να περιοριστεί στις βιντεοκλήσεις. Επισκέπτονταν το νοσοκομείο και περίμεναν, χωρίς να εισέλθουν στο κτίριο, να εμφανιστεί κάποιος γιατρός. «Μόλις έβγαινε κάποιος, ρωτούσαμε για να μας ενημερώσουν ξανά. Δεν διαρκούσε πάνω από πέντε λεπτά ο διάλογος, δεν διέφερε από όσα έλεγαν στο τηλέφωνο. Είναι όμως διαφορετικό να σου μιλούν από κοντά. Μπορεί να μην τον βλέπαμε, αλλά αισθανόμασταν ότι έστω και έτσι ήμαστε δίπλα του, σχεδόν στον ίδιο χώρο», θυμάται.
«Πολύ κινητό»
Η επικοινωνία των ασθενών με τους συγγενείς τους, ακόμη και υπό αυτές τις συνθήκες, μέσω ενός κινητού τηλεφώνου μπορεί να τους οπλίσει με θάρρος και υπομονή. Στις αρχές Απριλίου, η 70χρονη Ειρήνη Τζούρου, μια από τις πρώτες ασθενείς, τότε, με COVID-19 στην Ελλάδα, είχε περιγράψει στην «Κ» την ευεργετική επίδραση αυτής της ηλεκτρονικής επικοινωνίας.
«Πολύ κινητό, να ’ναι καλά το Facebook, γιατί αλλιώς το μυαλό νερουλιάζει», είχε πει. Σχεδόν καθημερινά φίλοι και γνωστοί τής έστελναν μηνύματα για να την εμψυχώσουν. Της έγραφαν «υπομονή, κοριτσάρα, θα τα βγάλεις πέρα». Επειτα από σχεδόν ένα μήνα νοσηλείας στο «Αττικόν», η κ. Τζούρου επέστρεψε τον Μάρτιο στο σπίτι της.
Σε κάποιες περιπτώσεις, εφόσον κάποιος διαγνωσθεί θετικός στον ιό και χρειαστεί νοσηλεία, καλούνται και συγγενείς του, οι πιο στενές επαφές, να μπουν σε απομόνωση προληπτικά. Η Μ. πέρασε δύο εβδομάδες κλεισμένη, ενώ και σε δύο τεστ που έκανε βγήκε αρνητική. Οταν μπορούσε ξανά να κυκλοφορήσει, υπήρχαν γνωστοί της που την απέφευγαν ή την αντιμετώπιζαν με φόβο. Γνώριζαν ότι ο θείος της νοσηλευόταν σε κλινική COVID-19. «Θυμάμαι ότι είχαμε επισκεφθεί ένα κομμωτήριο με τη μητέρα μου και ζητήσαμε συγγνώμη που αργήσαμε, γιατί επιστρέφαμε από το νοσοκομείο. “Μη μου πείτε ότι έχει κορωνοϊό ο άνθρωπός σας”, ήταν η πρώτη αντίδραση της ιδιοκτήτριας. Μας είπε μετά ότι ίσως δεν προλαβαίναμε, ότι έπρεπε να κλείσει. Αποφασίσαμε να φύγουμε», λέει.
Η κ. Ρεβύθη, μετά την περιπέτεια του συγγενή της, έχει αναθεωρήσει και τον τρόπο με την οποίο προσεγγίζει πλέον τις ειδήσεις σχετικά με τον ιό. «Καλό είναι ο κόσμος να μιλάει για να προσέχουν και άλλοι. Δεν είναι κάποια αρρώστια που πρέπει να κρύψεις», τονίζει.
Γιάννης Παπαδόπουλος – kathimerini.gr