Μερικοί το Προτιμούν Καυτό: Μία από τις πιο απολαυστικές κωμωδίες όλων των εποχών
Ευρήματα, ευφάνταστες καταστάσεις, ανατρεπτική ματιά, αυθεντικό συναίσθημα, απίστευτες ατάκες, πετυχημένα γκαγκς και όλα αυτά να μη χάνουν στιγμή την αξία τους και να ρέουν άψογα υπό την καθοδήγηση του αστείρευτου ιδεών Μπίλι Γουάιλντερ.
Μία από τις καλύτερες ανατρεπτικές ρομαντικές κωμωδίες όλων των εποχών και σίγουρα από τις πιο διάσημες. Πρόκειται για το κλασικό φιλμ «Μερικοί το Προτιμούν Καυτό» (Some Like It Hot), που πρωτοπροβλήθηκε το 1959.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: 10 κλασικές κωμωδίες για οικογενειακές (και όχι μόνο) στιγμές
Μια καυτή κωμωδία απ’ αυτές που σήμερα όσο και αν ψάχνουμε δεν μπορούμε να βρούμε, μια ταινία που έχει όλα τα συστατικά μιας σπουδαίας δημιουργίας, με σημαντικούς συντελεστές, όπως τον σεναριογράφο Ντάιαμοντ ή τον Τσαρλς Λανκ στη φωτογραφία και τον Άντολφ Ντόιτς στη μουσική.
Φυσικά, εκείνη την εποχή η Μέριλιν Μονρόε, που είναι στην ακμή της, είναι ότι πιο καυτό διαθέτει το Χόλυγουντ. Στο φιλμ του Γουάιλντερ συναντά δυο σπουδαίους ηθοποιούς, τον πολυτάλαντο και με τεράστια γκάμα ερμηνειών, Τζακ Λέμον και τον νεαρό ζεν πρεμιέ Τόνι Κέρτις, που κάνουν κόντρα ρόλους, ειδικά για την εποχή, καθώς στα τρία τέταρτα της ταινίας εμφανίζονται ως.. κοπέλες.
Η ιστορία ακολουθεί τον Τζέρι (Λέμον) και τον Τζο (Κέρτις), που είναι δυο άφραγκοι μουσικοί στο Σικάγο του 1929 και της ποτοαπαγόρευσης και γίνονται μάρτυρες ενός γκανγκστερικού ξεκαθαρίσματος, από τον μαφιόζο Σπατς Κολόμπο και αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την επικίνδυνη γι’ αυτούς πόλη όσο το δυνατόν γρηγορότερα, για να γλυτώσουν από την εκτέλεση των μαφιόζων, αλλά και το ψύχος που απειλεί άμεσα την υγεία τους. Έτσι, βρίσκουν την ευκαιρία να το σκάσουν μπαίνοντας σε μια γυναικεία μπάντα, που θα εμφανιστεί στο ζεστό Μαϊάμι, μεταμφιεζόμενοι σε γυναίκες.
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού οι δυο φίλοι απολαμβάνουν τη συντροφιά των γυναικών που απαρτίζουν την μπάντα και ερωτεύονται την τραγουδίστρια του συγκροτήματος Σούγκαρ Κέιν (Μονρόε), μια αφελέστατη κοπέλα, μόνιμο θύμα των ανδρών, ειδικά εκείνων που παίζουν σαξόφωνο – το όργανο που παίζει ο Τζο. Και οι δύο συναγωνίζονται για να κερδίσουν τη γλυκιά καρδιά της, αλλά τελικά την κατακτά ο Τζο, που παριστάνει ταυτόχρονα και τον πολυεκατομμυριούχο, γόνο μίας οικογένειας πετρελαιάδων. Ταυτόχρονα, ένας πραγματικός εκατομμυριούχος, ο Όγκουστ (Τζο Ε. Μπράουν), που είναι άστατος ερωτικά, ερωτεύεται τον Τζέρι, που του εμφανίζεται ως Δάφνη. Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο όταν ο μαφιόζος Σπατς Κολόμπο, συνοδευόμενος από τους άνδρες του φτάνει στο ξενοδοχείο που εμφανίζεται το γυναικείο γκρουπ, για ένα συνέδριο των αρχηγών της μαφίας..
Γέλιο χωρίς ανάσα
Όπως είναι εύκολα αντιληπτό το στόρι, που βασίζεται σε μια γερμανική σχεδόν άγνωστη κωμωδία του Κουρτ Χόφμαν, είναι ιδιαιτέρως απλό, αλλά ο Γουάιλντερ στήνει σχεδόν κάθε λεπτό ένα ευφάνταστο σκετς, που δεν αφήνει τον θεατή να πάρει ανάσα από το γέλιο με τις ατάκες-φωτιά, τα περίτεχνα γκαγκς και τα ευφάνταστα απρόοπτα. Και παράλληλα, καταφέρνει να ακολουθήσει τη γραμμή της ιστορίας του και να αναδείξει τον αμφίσημο χαρακτήρα των πρωταγωνιστών του. Επίσης, ο Γουάιλντερ στην αρχή της ταινίας αποτίνει φόρο τιμής στις γκανγκστερικές ταινίες της δεκαετίας του ‘30, ενώ στη συνέχεια και ειδικά όταν η ιστορία του μεταφέρεται στο Μαϊάμι, στα ρομαντικά φιλμ του παρελθόντος, ενώ δεν χάνει στιγμή την προσήλωσή του από το δύσκολο δρόμο της κωμικής φάρσας – ένα είδος πολύ δύσκολο για να φτάσει σε αυτό το επίπεδο.
Ωστόσο, η ταινία, που θεωρήθηκε η καλύτερη κωμωδία όλων των εποχών από το American Film Institute, πάνω απ’ όλα είναι μια αυτοσαρκαστική σάτιρα, κάτι που αποδεικνύει και με το απίστευτο φινάλε της. Ο Γουάιλντερ εκμεταλλεύτηκε το χαλάρωμα της λογοκρισίας που υπήρχε στο Χόλυγουντ, για να καυτηριάσει αποτελεσματικά θέματα ταμπού για την αμερικανική κοινωνία, όπως την σεξουαλική ελευθεριότητα, το οργανωμένο έγκλημα, τον αλκοολισμό, την οικονομική κατάρρευση, την αδυναμία του νόμου για δικαιοσύνη.
Ο μέγας Μπίλι Γουάιλντερ
Από του σημαντικότερους σκηνοθέτες του αμερικανικού κινηματογράφου, ο Μπίλι Γουάιλντερ γεννήθηκε στην Αυστρία και με την άνοδο του Χίτλερ στη Γερμανία έφυγε για τη Γαλλία και στη συνέχεια την Αμερική. Θεωρείται ένας από τους καλύτερους και ιδιοφυείς κινηματογραφιστές (και παραγωγούς, σεναριογράφους) της χρυσής εποχής του Χόλυγουντ, λόγω της ευρείας γκάμας ταινιών που γύρισε.
Μάλιστα, η βράβευσή του με τρία Όσκαρ (παραγωγής, σκηνοθεσίας και σεναρίου) για την φημισμένη του «Γκαρσονιέρα» (1960) με τον Τζακ Λέμον και πάλι και την υπέροχη Σίρλεϊ Μακ Λέιν, τον έβαλε στο κάδρο με τους μόλις πέντε κινηματογραφιστές που έχουν καταφέρει αυτό το επίτευγμα.
Η ταινία που θεωρείται το αριστούργημά του είναι το δραματικό φιλμ νουάρ «Η Λεωφόρος της Δύσης» (Sunset Boulevard) (1950), με τον Γουίλιαμ Χόλντεν και την Γκλόρια Σβάνσον, ενώ δεν είναι λίγα τα εξαιρετικά δραματικά του φιλμ («Μάρτυρας Κατηγορίας», με Ντίντριχ, Λότον, Πάουερ, «Το Τελευταίο Ατού», με Κερκ Ντάγκλας, «Φαιδώρα» με Μάρθα Κέλερ και Γουίλιαμ Χόλντεν κλπ).
Από τα μέσα της δεκαετίας του ‘50 ο Γουάιλντερ γύριζε κυρίως κωμωδίες, απ’ τις οποίες ξεχωρίζουν «Γλυκιά μου Σαμπρίνα» (1954) με τους Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, Όντρεϊ Χέμπορν και Γουίλιαμ Χόλντεν, «Εφτά Χρόνια Φαγούρας» (1955 με την Μονρόε και τον Τομ Ίγουελ, «Η Τροτέζα» (1963) και πάλι με Τζακ Λέμον και Σίρλεϊ Μακ Λέιν, «Η Πρώτη Σελίδα» (1973) με το απολαυστικό δίδυμο Τζακ Λέμον και Γουόλτερ Ματάου.
Ο Γουάιλντερ, ποτέ δεν ήταν φλύαρος, έδινε πάντα σημασία στην αφήγηση και στον ρυθμό, αλλά και στη σχέση που είχε δημιουργήσει με τους θεατές. Επέβαλε τα θέματά του, ενώ ειδικά στις κωμωδίες του ποτέ δεν κούραζε από τα αλλεπάλληλα γκαγκς και την επιδίωξή του να βγάλει γέλιο. Σίγουρα ένας από τους μεγαλύτερους μάστορες του Χόλυγουντ, που κατάφερε με τα θέματά του να αφυπνίσει το κοινό από τα στερεότυπα, ενώ ταυτόχρονα αναδείκνυε πίσω από κάθε ξεκαρδιστική σκηνή του ένα δράμα, την καυστική του ματιά για την κοινωνία, την πολιτική, τον Τύπο και βεβαίως το ματαιόδοξο κόσμο του Χόλυγουντ.
Η πιο καυτή Μέριλιν
Για τη Μέριλιν Μονρόε έχουν γραφτεί και ειπωθεί τα πάντα. Εδώ, στο φιλμ του Γουάιλντερ ο ρόλος της κολλάει γάντι, αυτή είναι στα πάνω της, είναι στην ακμή της, είναι πιο καυτή από ποτέ. Σε τρία χρόνια θα βρεθεί νεκρή από υπερβολική δόση υπνωτικών χαπιών! Η Μονρόε, ορισμός της «σεξοβόμβας», δεν ήταν ποτέ μεγάλων υποκριτικών ικανοτήτων και όμως είχε καταφέρει να γίνει ένα από τα μεγαλύτερα αστέρια του παγκόσμιου κινηματογράφου, ένα σύμβολο ερωτισμού.
Στα χέρια του Γουάιλντερ και των άλλων σημαντικών σκηνοθετών έμοιαζε περισσότερο με τις φυσαλίδες μιας πανάκριβης σαμπάνιας, που μετατρέπονταν σε μικρές εκρήξεις από διαμάντια, αφήνοντας πίσω ένα ευχάριστα διαπεραστικό άρωμα ερωτισμού. Στα έξτρα της ταινίας και η άψογη ερμηνείας της σε δυο-τρία τραγούδια, τεράστιες κλασικές επιτυχίες.
Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ανεξήγητο το πως μπορεί να μεταμορφωθεί μια απλή κοπέλα – προφανέστατα χαρισματική – σε απόλυτη σταρ, αλλά αν ήταν κάτι που μπορούσε να εξηγηθεί τότε δεν θα υπήρχαν σταρ αυτού του επιπέδου. Και όχι τίποτα άλλο αλλά μόνο γέλια μπορεί να προκαλέσουν κάποιες από τις σημερινές «σταρ», που την εποχή της χρυσής εποχής του Χόλυγουντ στην καλύτερη περίπτωση θα κρατούσαν ένα φευγαλέο ρολάκι. Γιατί άλλο καλός/καλή ηθοποιός και άλλο σταρ.
Ο καθηλωτικός Τζακ Λέμον
Ο Λέμον είναι καθηλωτικός. Η ερμηνεία του ξεφεύγει απ’ τα συνηθισμένα και καταφέρνει να γίνει ερωτεύσιμος ως άντρας, αλλά και ως γυναίκα, αφού μπορεί να μην είναι όμορφη, να είναι ατσούμπαλη, αλλά αναβλύζει ζωντάνια και θετική ενέργεια. Ο Λέμον για μια ακόμη φορά είναι άμεσος, αφάνταστα χαριτωμένος, περιπαιχτικός, χωρίς να ξεπέφτει ούτε στιγμή στο γκροτέσκο.
Η σκηνή με τις μαράκες περνά στο ανθολόγιο με τις πιο αστείες σουρεαλιστικές σκηνές του κινηματογράφου, όπως και όταν τα πίνει στην κουκέτα του τρένου στριμωγμένος ανάμεσα στα κορίτσια της μπάντας.
Ο Τζακ Λέμον ερμήνευσε με μοναδική δεξιοτεχνία μια τεράστια γκάμα ρόλων, από ξεκαρδιστικές κωμωδίες, όπως εδώ, μέχρι θρίλερ, το «Σύνδρομο της Κίνας» (1979), ή πολιτικά δράματα, όπως το εξαιρετικό φιλμ του Κώστα Γαβρά «Ο Αγνοούμενος» (1982.
Ο διαφορετικός Τόνι Κέρτις
Ουσιαστικά ο Κέρτις στην ταινία παίζει τρεις χαρακτήρες. Αυτό του άφραγκου, τζογαδόρου, γυναικά μουσικού, της Τζοζεφίν και του υποτιθέμενου πολυεκατομμυριούχου, που ερωτεύεται η Σούγκαρ. Και στις τρεις εμφανίσεις του, τα πάει μια χαρά και ειδικά στο ρόλο του λεφτά.
Η ερμηνεία του Κέρτις, που είχε μια τεράστια καριέρα, είναι πολυεπίπεδη και η αισθηματική σχέση του με την Σούγκαρ δεν διαθέτει τα χαρακτηριστικά των ρομαντικών σχέσεων του είδους, αλλά το εξωφρενικό που κυριαρχεί σε ολόκληρη την ταινία.
Ο Ραφτ, ο Μπράουν και τ’ άλλα παιδιά
Ο Τζορτζ Ραφτ, ένας σημαντικός πρωταγωνιστής του μεσοπολέμου, κρατώντας εδώ ένα δεύτερο ρόλο, αυτό του αρχιμαφιόζου Κολόμπο, μένει με δεξιοτεχνία έξω από το εξωφρενικά κωμικό κλίμα της ταινίας, βάζοντας με τη στιβαρή παρουσία του το γκανγκστερικό στοιχείο στην ιστορία, φτάνοντας στα όρια της παρωδίας, χωρίς να τα ξεπερνά.
Από την πλευρά του, ο χαρισματικός κωμικός Τζο Ε. Μπράουν, είναι απολαυστικός ως γόνος πολυεκατομμυριούχων, δεδομένης της ηλικίας του, που δεν είναι μικρή, καθώς πλησιάζει τα 70 του χρόνια, αλλά και του μοναδικά αστείου προσώπου του. Θα έλεγε κανείς ότι αυτός μαζί με τους Λέμον και Κέρτις τραβά το σκοινί της τρελής κωμωδίας μέχρι τα όριά του και ειδικά με το αναπάντεχο φινάλε, όταν ο Τζακ Λέμον αποκαλύπτεται και λέει ότι δεν είναι η γυναίκα που έχει ερωτευθεί κι εκείνος απαντά με την τελευταία ατάκα της ταινίας «Κανείς δεν είναι τέλειος…»
Ωστόσο και οι υπόλοιποι ηθοποιοί, υπό την καθοδήγηση του Γουάιλντερ, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και σκηνοθέτης ηθοποιών, είναι περίφημοι. Οι σκληρές φάτσες των μαφιόζων (Χάρι Γουίλσον, Μάικ Μαζούρκι κα), γύρω από τον Ραφτ, οι κοπέλες του συγκροτήματος και η αρχηγός του γκρουπ Τζόαν Σολί, ο ντετέκτιβ που ερευνά την υπόθεση Πατ Ο’μπράιαν, συνθέτουν το ιδανικό καστ γύρω από το πρωταγωνιστικό τρίγωνο.
Η συνεργασία του Μπιλ Γουάιλντερ με τον σεναριογράφο Ι. Α. Λ. Ντάιαμοντ ήταν στενή και μαζί έκαναν τεράστιες επιτυχίες με κορυφαία την «Γκαρσονιέρα», ενώ η μουσική του Άντολφ Ντόιτς, η ασπρόμαυρη φωτογραφία του Τσαρλς Λανγκ και η δουλειά στο μοντάζ του Άρθουρ Σμιντ απλώς υπέροχες.
Η ταινία διεκδίκησε έξι βραβεία Όσκαρ (Α’ ανδρικού Ρόλου για τον Τζακ Λέμον, καλύτερου σεναρίου, σκηνοθεσίας, φωτογραφίας και καλλιτεχνικής διεύθυνσης) κατακτώντας μόνο ένα, αυτό των καλύτερων κοστουμιών, χάνοντας από το σαρωτικό εκείνη τη χρονιά «Μπεν Χουρ». Εντάξει, κανείς δεν είναι τέλειος και αν μιλάμε για τα μέλη της ακαδημίας κινηματογράφου, τότε με σιγουριά μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι ελάχιστες φορές οι επιλογές τους άγγιξαν την τελειότητα…