Μαργαρίτης Σχοινάς: Τσίχλες
ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΣΙΝΤΣΙΝΗΣ – ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Μπορεί να δει κανείς την ακρόαση του Μαργαρίτη Σχοινά στο Ευρωκοινοβούλιο. Και μπορεί να προσπαθήσει μετά να φανταστεί στη θέση του κάποιον άλλον.
Οσοι περίμεναν ότι θα εμφανιζόταν ένας κουμπωμένος ευρωκράτης, που θα απαντούσε βάσει πρωτοκόλλου στις ερωτήσεις των ευρωβουλευτών, μάλλον θα εξεπλάγησαν από τα πυγμαχικά αντανακλαστικά του Σχοινά. Η μεγαλύτερη έκπληξη όμως δεν ήταν η ρητορική επίδοση του βετεράνου εκπροσώπου της Κομισιόν. Η έκπληξη ήταν η πολιτική στροφή που δοκίμασε ο ίδιος στο πιο ασήμαντο, αλλά και στο πιο επίμαχο στοιχείο της υποψηφιότητάς του: τον τίτλο του χαρτοφυλακίου του.
Αντί μιας κατευναστικής απολογίας –που θα ήταν ασφαλής λύση–, ο Σχοινάς δοκίμασε να υπερασπιστεί τους συμβολισμούς του «ευρωπαϊκού τρόπου ζωής», αλλάζοντάς τους το περιεχόμενο. Δοκίμασε να πείσει ότι η επίκληση των αξιών της Ευρώπης δεν είναι τάχα αμυντική – δεν είναι σημαία στην περιτοίχιση μιας φοβισμένης κοινότητας κρατών. Είναι ένα θετικό θεσμικό και πολιτισμικό κεκτημένο ανοιχτό σε όλους. Είναι αυτό που καθιστά την Ευρώπη αξιοζήλευτη και –στην καθόλου γραφειοκρατική γλώσσα του Σχοινά– «έναν φάρο φωτός σε έναν ολοένα και πιο σκοτεινό κόσμο».
Η αντιστροφή έδειξε να έχει αποτελέσματα, κυρίως επειδή ο υποψήφιος επίτροπος ενσωμάτωσε ένα βασικό κεφάλαιο της κριτικής που ασκήθηκε στην έμπνευση της Φον ντερ Λάιεν: Υιοθέτησε την άποψη ότι αντίπαλοι της Ευρώπης δεν είναι τόσο αυτοί που συνωστίζονται στα σύνορα όσο εκείνοι που την υπονομεύουν εσωτερικώς. Οι οικόσιτοι λαϊκιστές και οπαδοί της επιστροφής στην εθνική περιχαράκωση είναι περισσότερο επικίνδυνοι για τον «ευρωπαϊκό τρόπο ζωής» απ’ ό,τι οι εισαγόμενοι τρομοκράτες – που τις συντριπτικά περισσότερες φορές δεν είναι καν εισαγόμενοι.
Ακόμη κι αν κανείς δεν συγκινείται από τις διακηρύξεις ευρωρομαντισμού, δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει ότι η συζήτηση είναι ζωτική για την Ευρώπη. Και είναι μια συζήτηση που ο Σχοινάς δεν απέφυγε.
Η πιο ωραία στιγμή –ωραία για όποιον μπορεί να ενδώσει απενεχοποιημένα στην ελληνική γραφικότητα, στη μυρωδιά, ας πούμε, του αχνιστού, φρεσκοκομμένου γύρου που τον χτυπά απροσδόκητα στον δρόμο μιας ευρωπαϊκής πόλης– ήταν η ερώτηση Ελληνα ευρωβουλευτή της Αριστεράς. Το στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε να ταυτίσει το χαρτοφυλάκιο Σχοινά με τη Λεπέν. Η Λεπέν πανηγυρίζει, είπε ο ευρωβουλευτής στον μέλλοντα επίτροπο. Η Λεπέν, απάντησε ο Σχοινάς, δεν πανηγυρίζει· «περιμένει να δει αν τσιμπάμε». Αν τσιμπήσουμε –αν δηλαδή την επικαλούμαστε ως επιχείρημα για να στιγματίσουμε τους αντιπάλους μας, νομιμοποιώντας έτσι τον λόγο της– τότε πανηγυρίζει.
Λεπέν, Ορμπαν, Σαλβίνι. Τα ονόματα έχουν μπει σε πολλά ελληνικά στόματα σαν πολιτικές κατάρες που υποκαθιστούν τα επεξεργασμένα επιχειρήματα. Σαν αντιπολιτευτική τσίχλα.