Μαραντόνα: Ξέρεις τι παίκτης θα ήμουν χωρίς την κοκαΐνη; Τι παίκτη χάσαμε;
Όταν ο Ντιέγκο Μαραντόνα δάκρυζε μπροστά στον Εμίρ Κουστουρίτσα. Και συγκλόνιζε ολόκληρο τον πλανήτη…
Στα 60 του χρόνια και λατρευόταν με τον ίδιο παθιασμένο τρόπο όπως τότε που έκανε τα κόλπα του με την μπάλα. Με σορτσάκι ή με κοστούμι (που δεν του άρεσε καθόλου), με τη μακριά του χαίτη ή με κοντό μαλλί, με πολλά κιλά ή χωρίς αυτά, με σφιγμένη γροθιά ή με σηκωμένα τα δύο μεσαία του δάχτυλα και τη γλώσσα έξω να τη βγάζει σε αυτούς που προσπαθούσαν να τον συμβιβάσουν σε μια πραγματικότητα που ο ίδιος δεν ήθελε. Εκείνος ήταν ο Ντιέγκο. Ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα. Ο Θεός σε έναν κόσμο ανθρώπων.
Γνώριζε τι άξιζε. Από την πρώτη στιγμή που κλότσησε την μπάλα, μικρό παιδάκι στις γειτονίες του, γνώριζε πως θα μεγαλουργήσει. Πως θα φτάσει στην κορυφή του κόσμου. Αλλά μοίρασε την καρδιά του στα δύο. Ερωτεύτηκε την μπάλα. Και την κοκαΐνη. Και τούτο το γνώριζε.
Υπήρχαν δύο συννεφάκια σε έναν κόσμο ολοδικό του. Στο ένα συννεφάκι η μπάλα. Στο άλλο η κοκαΐνη. Και έχει παραδεχτεί ο ίδιος, σε μια συγκλονιστική του εξομολόγηση στον Εμίρ Κουστουρίτσα, πως χωρίς την κοκαΐνη όλοι θα έβλεπαν έναν ποδοσφαιριστή που δεν θα πίστευαν πως μπορεί να υπάρξει.
«Ξέρεις τι παίκτης θα ήμουν χωρίς την κοκαΐνη; Τι παίκτη χάσαμε;», είχε πει ο Ντιέγκο, συγκλονίζοντας τον πλανήτη. Όχι, είναι η απάντηση. Δεν ξέρουμε τι παίκτη χάσαμε. Διότι όλα αυτά που πρόσφερε έτσι κι αλλιώς δεν τα έκανε κανένας άλλος πριν απ’ αυτόν και μετά απ’ αυτόν.
Ο θάνατος του Ντιέγκο δίνει επίσημο τόνο στο πριν και μετά του ποδοσφαιρικού κόσμου. Στο π.Μ. και στο μ.Μ. Ναι, το ποδόσφαιρο γεννήθηκε το 1960. Και πέθανε το 2020. Δε θα είναι ποτέ ξανά το ίδιο…
Στη συγκλονιστική εξομολόγησή του στον Εμίρ Κουστουρίτσα, ο Μαραντόνα αφηγείται πώς έζησε τις καταστάσεις με την κοκαΐνη, με τα προβλήματα, με τη σύλληψη, με την Κλαούντι, την Ντάλμα, τη Τζιανίνα, με τον ίδιο του τον ευαυτό. Το πάθος στα μάτια του και το τρέμουλο στη φωνή συνοδεύουν ιδανικά τα όσα κατέθεσε από καρδιάς.
Η συγκεκριμένη συνέντευξη, μάλιστα, πραγματοποιήθηκε μετά από την καρδιακή προσβολή που υπέστη το 2004, με τον Μαραντόνα να βρίσκεται σε πολύ καλύτερη κατάσταση σε σχέση με το 2003, όταν και άρχισαν τα γυρίσματα για την ταινία. Ο λόγος στον Ντιέγκο Μαραντόνα…
«Η κοκαΐνη, αντί να με κάνει καλύτερο, με έκανε να κλειστώ στον εαυτό μου. Και όποιες ερωτήσεις είχα, που ήθελα να κάνω στην Κλαούντια, τις κρατούσα μέσα μου και δεν ήξερα τις απαντήσεις. Μοναξιά, πίκρα, νοσταλγία, αυτά σου δίνει. Ήταν όλα μέσα στο κορμί μου, ήταν το μεγαλύτερο φορτίο μου. Η «γριά» μου θέλησε να με κάνει να σταματήσω 1.000 φορές, ήθελε να με ρωτήσει πράγματα και έφτασα να της λέω ψέματα εξαιτίας της κοκαΐνης».
«Το να βάλω γκολ μπροστά σε 100.000 κόσμο όπως με την Αγγλία, ήταν φυσιολογικό για μένα, ήταν η ζωή μου. Όταν αποτοξινώθηκα, ήμουν όπως όλοι σας, μπορούσα να σας μιλήσω. Η κοκαΐνη με έκανε χάλια. Όταν άφηναν ελεύθερο τον τίγρη, όταν έβγαινα στο γήπεδο, είχα εγώ τον έλεγχο. Ξέρεις τι παίχτης θα ήμουν αν δεν είχα πάρει κοκαΐνη; Τι παίκτη χάσαμε; Σου αφήνει μία άσχημη γεύση. Θα μπορούσα να είμαι πολύ περισσότερα. Αλήθεια, έτσι είναι. Γεννήθηκα μέσα στο ποδόσφαιρο. Ήξερα τι θα γινόμουν, αλλά δεν ήξερα ότι θα παίρνω κοκαΐνη. Ήξερα ότι θα αγόραζα σπίτι στη μητέρα μου, ότι θα παντρευόμουν και θα έκανα οικογένεια, ότι θα γύριζα τον κόσμο και ότι θα έπαιρνα τίτλο με την Αργεντινή. Τα είχα πει όταν ήμουν τόσος. Υπάρχουν σε ταινία. Τα ήξερα όλα αυτά. Υπάρχουν πολλά πράγματα για τα οποία σήμερα νιώθω τρομερά ένοχος. Ο κόσμος μπορεί να πει ότι είμαι καλά, καλύτερα από πριν, αλλά όχι μέσα μου. Ξέρω τα λάθη που έχω κάνει. Και δεν μπορώ να τα αλλάξω».
«Είχα πεθάνει. Αλλά δεν πέθανα επειδή αυτός εκεί πάνω δεν ήθελε να πεθάνω. Αλλά είχα πεθάνει. Ήταν λες και το αίμα ήταν πηγμένο και δεν με άφηνε να ανοίξω τα μάτια μου. Ήταν τρομερό, δεν μπορούσα να ξεφύγω. Θυμάμαι ότι ένιωθα πως ήθελα να φύγω, αλλά δεν μπορούσα. Υπήρχε αυτό το πηγμένο αίμα που δεν μπορούσα να διώξω και να ξυπνήσω. Αργότερα, η Ντάλμα μου είπε ότι η Τζιανίνα μου τραβούσε την μπλούζα και έλεγε: ‘Μπαμπά μην πεθάνεις γαμώτο. Μη με αφήσεις μόνη. Να μείνεις μαζί μου’. Δεν άκουγα την κόρη μου. Ήμουν σε κώμα, είχα πεθάνει. Αυτό που έγινε ήταν ότι αυτός εκεί πάνω είπε ‘όχι ακόμα’».
«Θα ήμουν ευχαριστημένος εάν περνούσα χρόνο με την Ντάλμα όταν ερχόταν να με ξυπνήσει και να μην τη φοβόμουν. Η Ντάλμα ερχόταν να με ξυπνήσει κι εγώ ήμουν μαστουρωμένος. Η Τζιανίνα με χαστούκιζε και δεν ένιωθα τίποτα. Έπαιρνα ναρκωτικά. Αυτό θα με έκανε ευτυχισμένο, να έβλεπα τις κόρες μου να μεγαλώνουν όπως η σύζυγός μου. Ζηλεύω την Κλαούντια. Έζησε πολύτιμες στιγμές με την Ντάλμα και την Τζιανίνα. Τώρα, όταν τις βλέπω στο βίντεο που μου δείχνει η Κλαούντια μερικές φορές, λέω ‘κοίτα τι έχασα. Τι μαλάκας ήμουν που τα έχασα όλα αυτά’».
«Ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω. Κατέστρεψα ό,τι πολυτιμότερο σε συναισθηματική αξία. Νιώθω τύψεις μέσα μου. Αυτό νιώθω σήμερα, επειδή δεν γιόρτασα ποτέ κανονικά τα γενέθλια με την Τζιανίνα, ούτε τα γενέθλια της Ντάλμα. Όταν ερχόταν η γιορτή, πήγαινα να ‘φτιαχτώ’. Δεν ένιωθα τίποτα. Ήξερα ότι ήταν οι κόρες μου, αλλά δεν ένιωθα τίποτα, ότι μπορούσαμε να αγκαλιαστούμε. Ένιωθα ότι οι κόρες μου ήξεραν ότι έπαιρνα ναρκωτικά. Η Ντάλμα, όταν πήγαινα να τη φιλήσω, απομακρυνόταν. Η άλλη όχι, η χοντρούλα με τον χαρακτήρα της ερχόταν και με τραβούσε κι έπεφτε πάνω μου. Όμως η άλλη όχι».
«Είμαι από σάρκα και οστά. Κάνω λάθη όπως όλοι σας, αλλά μερικές φορές είμαι σωστός. Και πάνω απ’ όλα, ένα πράγμα είναι ξεκάθαρο για μένα και το διδάσκω στα κορίτσια μου: Η ελευθερία και τα αισθήματα δεν εξαγοράζονται».