Μαθαίνοντας για τη Σίρκα-Λίζα
Η 97χρονη Σίρκα-Λίζα θα είχε φύγει από τη ζωή λησμονημένη και αμνημόνευτη αν δεν είχε βρεθεί να ζει ανάμεσα στα πράγματά της και στα απομεινάρια της ημέρας της (καφέδες, σοκολατάκια, χειροποίητη μαρμελάδα) μια σκηνοθέτις – ανθρωπολόγος, ο άντρας της και το νεογέννητο παιδί τους. Το δυάρι διαμέρισμα στο oλυμπιακό χωριό Κάπιλα, στο Ελσίνκι, είχαν αποκτήσει με κόπο η Σίρκα-Λίζα και ο Βέικο, νεαρό ζευγάρι, χωρίς απογόνους, μέσα στη δεκαετία του ’50. Εκεί και πέθανε, σε βαθιά γεράματα, η ιδιοκτήτρια, μόνη, συμφιλιωμένη τόσο με το επερχόμενο τέλος της ώστε είχε οργανώσει τα πάντα, είχε προπληρώσει έως και το τραπέζι της κηδείας της. Η σκηνοθέτις Ελίνα Ταλβενσάαρι αγόρασε το διαμέρισμα το 2012, χρονιά του θανάτου της Σίρκα-Λίζα, και όταν έβαλε το κλειδί στην πόρτα ήρθε αντιμέτωπη με ένα πλήρως εξοπλισμένο σπίτι, το οποίο ο ένοικός του έμοιαζε να έχει αφήσει βιαστικά. Τακτοποιώντας σιγά σιγά φωτογραφίες, ταινίες σούπερ 8, προσωπικά αντικείμενα, άρχισε να ανασυνθέτει τη ζωή μιας γυναίκας εντελώς άγνωστης, της οποίας όλοι οι συγγενείς είχαν πεθάνει.
Με το ντοκιμαντέρ «Ο καιρός μιας κυρίας» («Lady time»), που προβλήθηκε και βραβεύτηκε στο online 22ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, δύσκολα ίσως θα «συναντηθείτε» (εκτός αν αναλάβει να το εντάξει στο πρόγραμμά της η δημόσια τηλεόραση).
Απέσπασε το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής Newcomers (Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα) ως «ένα περίτεχνα κατασκευασμένο κινηματογραφικό διαμάντι, που συγκίνησε με την ευαισθησία, την ενσυναίσθηση και την ευρηματική στυλιστική του προσέγγιση». Και είναι, πράγματι, διαμάντι.
Η νεαρή δημιουργός εξιστορεί βήμα βήμα τη διαδικασία. Πώς «υιοθετεί» τη Σίρκα-Λίζα, από μικρό κορίτσι ώς ηλικιωμένη κυρία, πώς με τον καιρό έμαθε να αναγνωρίζει τα πρόσωπα στις φωτογραφίες, να υφαίνει πόντο πόντο έναν κόσμο από τις αρχές, σχεδόν, του 20ού αιώνα (γεννήθηκε το 1915) μέχρι τον 21ο. Στον πόλεμο δούλεψε εθελόντρια σε σταθμό προειδοποίησης αεροπορικών επιδρομών, γνώρισε τον Βέικο, ερωτεύτηκαν, έκανε μια κρίσιμη επέμβαση που της στέρησε τη μητρότητα, αγάπησε σαν παιδί της το κοριτσάκι της αδελφής της, την Τούλα Μάγια (γεννήθηκε το 1945), ταξίδεψαν πολύ μαζί, πέθανε πολύ νέα (έπασχε από χρόνια νεφροπάθεια), οι γύρω της (αδέλφια, σύζυγος) άρχισαν να φεύγουν από τη ζωή. Γράμματα, δεκάδες φωτογραφίες, ερασιτεχνικές ταινίες, ανέδιδαν ευτυχία. Τη συνηθισμένη και αναντικατάστατη των «αόρατων» ανθρώπων, εκατομμυρίων ανθρώπων, που δεν θα τους μνημονεύσει ποτέ κανείς. Η Ελίνα Ταλβενσάαρι και ο άντρας της βγάζουν φωτογραφίες κι εκείνοι όπως η Σίρκα-Λίζα και ο Βέικο, κάνουν πάρτι όπως και οι προκάτοχοί τους, ράβουν τα κουμπιά της στα δικά τους πουκάμισα, χρησιμοποιούν τα σκεύη της. Οι κατακερματισμένες αναμνήσεις τοποθετούνται με τη σωστή χρονική σειρά, το «παιχνίδι» ανάμεσα στους ζωντανούς και στους νεκρούς είναι, ούτως ή άλλως, διαρκές και ακατάβλητο. Η συνέχεια εξασφαλίζεται από ένα σωρό μικροπράγματα που ξεθάβει κανείς εκεί που δεν το περιμένει. Μια επιστολή, ένα φλιτζάνι, κάποιο ρούχο, ένα μουσικό όργανο, ακόμη κι ένα ευτελές κουμπί, οτιδήποτε μπορεί να δώσει πληροφορίες για εκείνους που προηγήθηκαν.
Αυτό το παλίμψηστο ζωών που είναι ο κάθε άνθρωπος, βαδίζει, εκούσια ή ακούσια, πάνω στα πατήματα άλλων, οικείων ή ξένων. Ο «καιρός» της Σίρκα-Λίζα είναι ο καιρός του καθενός μας. Το καθιστικό με τα έπιπλα της γιαγιάς, της μαμάς, της πεθεράς, κάποιου φίλου ή συγγενούς που δεν είναι πια ανάμεσά μας, αναμεμειγμένα ή μεταποιημένα, μικροαντικείμενα ακριβά ή ευτελή, δεν έχει καμία απολύτως σημασία. Η αξία τους είναι η συνέχεια, το νήμα που αόρατα, καμιά φορά, στήνει ένα εσωτερικό κουβεντολόι με στιγμές και γεγονότα, υπαρκτά ή κατασκευασμένα εκ των υστέρων. Ούτε κι αυτό έχει σημασία. Η μνήμη επιλέγει κάθε φορά και άλλον παρτενέρ. Εκείνον με τον οποίο ξέρει ότι θα «κουμπώσει» καλύτερα, για το καλύτερο και το χειρότερο.
Για να εξιδανικεύσει ή για να τιμωρήσει, για να αποθεώσει ή για να εκδικηθεί, για να ταυτιστεί ή για να απορρίψει.
Η Ελίνα Ταλβενσάαρι, όταν χρειάστηκε να μετακομίσει με την τετραμελή οικογένειά της, πήρε μαζί της και τα πράγματα της Σίρκα-Λίζα που είχε κρατήσει. «Τα παιδιά μας μεγάλωσαν ανάμεσά τους, νόμιζαν πως είναι δικά μας», διηγείται.
ΜΑΡΙΑ ΚΑΤΣΟΥΝΑΚΗ-kathimerini.gr