Μάσκα και κοπάνα
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη – naftemporiki.gr
Φοράμε μάσκα σε κλειστούς χώρους ή και σε εξωτερικούς όταν υπάρχει συνωστισμός και περιμένουμε το εμβόλιο για να τις βγάλουμε.
Άμαθοι είμαστε ακόμη, παρά τους οκτώ μήνες, δυσανασχετούμε, μα κουτσά στραβά μασκοφορούμε. Τους Ασιάτες, που τις φορούσαν εδώ και χρόνια, πλέον δεν περιγελούμε.
Στη Γαλλία από την αρχή της επιδημίας, τον Μάρτιο, η μάσκα πέρασε από το 75% μη χρήσης στο 4% στα τέλη Ιουλίου. Για να πραγματοποιηθεί τόσο γρήγορη και μαζική αλλαγή με τις ζώνες ασφαλείας χρειάστηκαν 30 χρόνια, υποστηρίζει ο καθηγητής στη Σχολή Δημόσιας Υγείας της Ναντ Ζοσελά Ροντ. Δεν ξέρω αν υπάρχουν ανάλογα με τη Γαλλία στατιστικά στοιχεία, δεν ξέρω και αν έχουν κάποια αξία, όταν υπάρχει πολωτική ρητορεία. «Κάτω τα χέρια από τα παιδιά μας».
Με εντυπωσιάζει η ορμή και η βεβαιότητα ανθρώπων που θέλουν να δώσουν τη μάχη της μάσκας. Νόμιζα ότι η πανδημία είναι και μια ευκαιρία να επανεξετάσουμε -για δεύτερη φορά στη δεκαετία μετά τη μνημονιακή θητεία- τις βεβαιότητές μας. «Δεν πιστεύετε τίποτα απ’ όλα αυτά; Ελάτε στα νοσοκομεία, αγαπητοί αγωνιστές και επαναστάτες του πεζοδρομίου».
Μα αυτή τη μάχη επιλέγουν να δώσουν, με αφορμή την επιστροφή στα θρανία. Γιατί δεν δίνουν τη μάχη της παιδείας ή της δημόσιας υγείας; Ναι, ξέρω είναι το έργο διαχρονικό και συνηθίσαμε (;) το στραβό.
Οπότε, μάσκα, τσάντα και κοπάνα από την πραγματικότητα, που είναι ζοφερή, προσδοκώντας της κανονικότητας -όπως τη νοεί ο καθείς- την επιστροφή.
Χωρίς, όμως, καμία στροφή. Ακολουθώντας την ίδια διαδρομή, ενώ «Αυτό που πέρασε δεν ήταν τίποτα μπροστά σ’ αυτό που θάρθει / αναδουλειά, ξηρασίες, καταστροφή της σοδειάς / η καθημερινή αγωνία για το καρβέλι / και τα αδελφάκια να κλαίνε, η σύνταξη του πατέρα μικρή / κι ο θείος από την Αμερική μονάχα υποσχέσεις / Δεν έχει τέλος αυτή η θητεία…» (Ντίνος Χριστιανόπουλος, «Αποστρατευμένοι»).