Λίβανος – Μαρτυρία: Δεν γνωρίζω καμία οικογένεια που να γλίτωσε…
Η Joelle Bassoul επέζησε του μεγάλου εμφυλίου πολέμου, που διαδραματίστηκε στο Λίβανο την περίοδο 1975-1990.
Ωστόσο, τίποτα δεν συγκρίνεται με αυτά που βίωσε σήμερα, όπως εκμυστηρεύεται η ίδια στο πλαίσιο της συνέντευξης που παραχώρησε στη γερμανική εφημερίδα “Süddeutsche Zeitung”, μόλις λίγη ώρα αφότου έλαβαν χώρα οι εκρήξεις που προκλήθηκαν από 2.750 τόνους νιτρικού αμμωνίου, σε αποθήκη στο λιμάνι της Βηρυτού και βύθισαν τη χώρα στο πένθος.
Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιοποίησε ο Ερυθρός Σταυρός του Λιβάνου, τουλάχιστον 100 άνθρωποι σκοτώθηκαν και περισσότεροι από 4.000 τραυματίστηκαν, ενώ όπως αποκαλύπτει ο κυβερνήτης της Βηρυτού, Marwan Abboud, περισσότερα από 100 άτομα εξακολουθούν να αγνοούνται.
Μετά από όσα έζησε σήμερα, τίποτα πια δεν θα είναι το ίδιο για την 44χρονη, περιφερειακή διευθύντρια στην οργάνωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων της Διεθνούς Αμνηστίας και αλλοτινής δημοσιογράφου στο πρακτορείο ειδήσεων AFP. Η ζωή της κρεμόταν από ένα πολύ λεπτό σχοινί, όμως σώθηκε, γιατί τις μοιραίες στιγμές βρισκόταν σε διπλανή πόλη, μόλις λίγα χιλιόμετρα μακριά. Επιστρέφοντας, όμως στο σπίτι της στη Βηρυτό, βρήκε τα πάντα γύρω της σωριασμένα σε συντρίμμια…
«Είχα πάει να δω τη μητέρα μου σε διπλανή πόλη, που βρίσκεται μόλις λίγα χιλιόμετρα ανατολικά του λιμανιού», αρχίζει τη συγκλονιστική περιγραφή της και συνεχίζει λέγοντας: «Στην πρώτη έκρηξη, σκεφτήκαμε αμέσως ότι ίσως να πρόκειται για μια έκρηξη βόμβας αυτοκινήτων όπως συνέβαινε κάθε μέρα κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στο Λίβανο. Όταν, όμως ακούστηκε η δεύτερη έκρηξη, κατάλαβα ότι όσα ξέραμε, δεν ήταν τίποτε μπροστά σε αυτό που ακουγόταν εκείνη τη στιγμή.
»Ξαφνικά ο αέρας σταμάτησε, ένα απίστευτο ωστικό κύμα μάς έριξε στο έδαφος. Την αμέσως επόμενη στιγμή, οι τοίχοι και τα παράθυρα κατέρρευσαν και γύρω μας γέμισε παντού σπασμένα γυαλιά. Όλοι οι γείτονες φώναζαν και έτρεχαν πανικόβλητοι στο δρόμο. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε, όλοι φώναζαν. Αυτό που μπορούσαμε πια να δούμε, ήταν ένα τεράστιο σύννεφο κόκκινου καπνού που έμοιαζε με μανιτάρι.
»Η μητέρα μου και εγώ μπήκαμε στο αυτοκίνητο, τα τζάμια του έσπασαν, φοβόμασταν, αλλά θέλαμε να απομακρυνθούμε πάσει θυσία. Ακούγαμε ένα μείγμα κραυγών, σειρήνων και κόρνες που χτυπούσαν μανιασμένα. Μπροστά στα μάτια μας εκτυλίσσονταν σκηνές βγαλμένες από την “Αποκάλυψη”. Λες και είχε έρθει το τέλος του κόσμου. Ίσως τελικά και να είχε έρθει».
Οδηγώντας με χέρια τρεμάμενα, σε κατάσταση πανικού, κάποια στιγμή έφτασε στο σπίτι της, στην εστία του κακού, εκεί που συνέβη το μοιραίο. Αυτό που αντίκρισε, δεν έμοιαζε με τίποτε άλλο από ό,τι είχε δει στη ζωή της μέχρι τότε.
«Εκεί όπου μέχρι χθες βρισκόταν το κλιμακοστάσιό μας, ήταν γεμάτο αίμα, η κόρη του γείτονα καθόταν δίπλα στο παράθυρο όταν έγινε η δεύτερη έκρηξη. Το σώμα της ήταν καλυμμένο από θραύσματα γυαλιού. Το διαμέρισμά μου δεν υπήρχε πια πουθενά. Όλα κατεστραμμένα…», αφηγείται η Joelle Bassoul και όσο περνάει η ώρα, τα λόγια της βγαίνουν με ακόμη μεγαλύτερη ορμή, άλλοτε με θλίψη, άλλοτε με οργή.
«Αμέσως μετά, ήρθε ο άνδρας μου με τα παιδιά που βρίσκονταν επίσης αλλού, όταν γκρεμίστηκαν τα πάντα και οδηγώντας, ήρθαμε στα βουνά για να βρούμε καταφύγιο. Από εδώ βλέπουμε τη Βηρυτό, αλλά από απόσταση ασφαλείας. Τα δύο παιδιά μου δεν βίωσαν ποτέ τον πόλεμο, αλλά τώρα είναι συγκλονισμένα. Με ρωτούν πώς είναι τώρα το δωμάτιό τους και αν τα παιχνίδια τους είναι ακόμα εκεί. Προσπαθώ να βρω τις λέξεις να μιλήσω, να τους εξηγήσω τα πάντα, αλλά δεν μπορώ. Τα έχω χάσει κι εγώ η ίδια και όλα μοιάζουν ακατανόητα και απίστευτα.
»Θέλω να πάω στη Βηρυτό αύριο. Δεν μπορώ ακόμα σήμερα. Δεν ξέρω τι να κάνω από εδώ και στο εξής. Δεν ξέρω καμία οικογένεια που να ήταν εκείνες τις στιγμές στη Βηρυτό και να γλίτωσε. Η κατάσταση, όμως ήταν καταστροφική ακόμη και πριν από την σημερινή, ολοκληρωτική καταστροφή», μοιράζεται με τον κόσμο που θα διαβάσει όσα συνέβησαν. Όσα της συνέβησαν. Όσα συνέβησαν σε έναν λαό που εδώ και χρόνια παλεύει να χαράξει στο σκοτάδι έστω και μια χαραμάδα ζωής. Μια χαραμάδα ελπίδας.
Όπως φαίνεται, όμως μάλλον… ζητάει πολλά, καθώς τα όποια συμφέροντα που ενδεχομένως κρύβονται από πίσω, προτιμούν να επιτρέπουν να διαφεντεύει παντού το σκοτάδι.
Όπως φαίνεται τελικά «αυτός ο κόσμος δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ. Καληνύχτα, Κεμάλ…».
Της Βίκυς Καλοφωτιά – naftemporiki.gr