Κριντ Τέιλορ, ο χαρισματικός παραγωγός της τζαζ
Το 1956 έγινε παραγωγός στην ABC-Paramount, όπου, το 1960, ίδρυσε τη θυγατρική Ιμπαλς (Impulse), που έμελλε να γίνει πολύ σύντομα συνώνυμη με την πιο ποιοτική τζαζ μουσική
Τέλη δεκαετίας του ’40, λίγο έξω από μια μικρή πόλη της Βιρτζίνια των ΗΠΑ. Κατά τα μεσάνυχτα, σε ένα σπίτι στην εξοχή, ένας έφηβος πιτσιρικάς παίρνει ένα ραδιόφωνο τσέπης στο κρεβάτι του και πιάνει στον πομπό του ένα σήμα που ταξιδεύει από την καρδιά της μεγαλούπολης. Η φωνή του παρουσιαστή της εκπομπής περιγράφει ζωντανά αυτά που βλέπει, ενώ κάθεται σε μια γωνιά του διάσημου τζαζ κλαμπ Birdland της Νέας Υόρκης. Μεγαλώνοντας σε ένα επαρχιακό περιβάλλον, μέσα στα ακούσματα της κάντρι και της μπλούγκρας, ο μικρός ακροατής γοητεύεται από αυτήν τη νέα μουσική γλώσσα, που αστράφτει από μοντερνισμό, αυτή την εκρηκτική, νέα τζαζ που λέγεται «μπίμπομπ».
Επηρεασμένος από το παίξιμο του καινοτόμου τρομπετίστα Ντίζι Γκιλέσπι, πιάνει και αυτός την τρομπέτα και σιγά σιγά εξελίσσεται σε ενθουσιώδη νέο τζαζ μουσικό. Μπαίνει στην τζαζ μπάντα του σχολείου του και, αργότερα, στα φοιτητικά του χρόνια, σε αυτήν του πανεπιστημίου του, τη διάσημη φοιτητική τζαζ ορχήστρα του Duke University της Βόρειας Καρολίνας. Σπουδάζει ψυχολογία, αλλά, αρχές του ’50, η πατρίδα τον καλεί στον πόλεμο της Κορέας. Και όταν η θητεία του, δύο χρόνια μετά, λήγει, αποφασίζει να πάει στην πόλη που ονειρευόταν τα εφηβικά του βράδια, ακούγοντας εκείνες τις ραδιοφωνικές εκπομπές, για να διεκδικήσει ένα ρόλο στον θαυμαστό κόσμο της τζαζ.
Αυτός ήταν ο Κριντ Τέιλορ, ένας νέος λευκός μουσικός από μια μικρή, ασήμαντη πόλη του αμερικανικού Νότου, που τελικά έγινε ένας οικουμενικά επιδραστικός μουσικός παραγωγός. Εφυγε από τη ζωή στις 22 Αυγούστου, στα 93 του, έχοντας πίσω του λαμπρή, γενναιόδωρη καριέρα που κράτησε μισόν αιώνα κάνοντας την παραγωγή περισσότερων από τριακόσια μουσικά άλμπουμ, με ριζοσπαστικά καινοτόμους συνεργασίες και την ίδρυση μερικών θρυλικών δισκογραφικών εταιρειών.
Πίσω στο 1954, λοιπόν, όταν ο εικοσιπεντάχρονος τότε Τέιλορ καταφθάνει στη Νέα Υόρκη και μέσα στη δημιουργική της δίνη αποκτά αμέσως μεγάλες βλέψεις και θέλει να γίνει παραγωγός δίσκων – παρόλο που έχει μηδενική γνώση και εμπειρία στον χώρο. Εχει όμως μουσικές γνώσεις, θέληση και επικοινωνιακές αρετές. Η γνωριμία του με τον διευθυντή της δισκογραφικής εταιρείας Bethlehem, τζαζ ντράμερ και συναποφοίτου του από το Duke, αποτελεί την αρχή. Προτείνει για λογαριασμό της μια ηχογράφηση με την Κρις Κόνορ, λευκή τραγουδίστρια, που ήξερε καλά τα κλασικά κομμάτια του λεγόμενου Great American Songbook, του «κανόνα» του αμερικανικού τραγουδιού, και είχε παρόμοιο στυλ με δύο άλλες λευκές «ντίβες» της τζαζ, τις Τζουν Κρίστι και Ανίτα Ο’ Ντέι. Την κάνει μουσικό ζευγάρι με τον πιανίστα Ελις Λάρκινς, γνωστό για τη συμμετοχή του στο σπουδαίο άλμπουμ της Ελα Φιτζέραλντ «Ella Sings Gershwin» του 1950, και η ηχογράφηση κυκλοφορεί ως άλμπουμ με το όνομα «Chris Connor Sings Lullabys of Birdland».
Με τις περιπαθείς προσπάθειες του Τέιλορ για τη διάδοση και επικοινωνία του δίσκου στην αγορά (έγινε φίλος με δισκοπώλες και ραδιοφωνικούς παραγωγούς, πείθοντάς τους να το προωθήσουν) κατέληξε να γίνει πρώτο σε πωλήσεις. Με την επιτυχία αυτή κέρδισε μια θέση στη δισκογραφική εταιρεία, κάτω από την ομπρέλα της οποίας έκανε για δύο χρόνια ηχογραφήσεις με κορυφαίους μουσικούς όπως οι Οσκαρ Πέτιφορντ, Χέρμπι Μαν και Τσαρλς Μίνγκους, αλλά και η μεγάλη τραγουδίστρια Κάρμεν Μακρέι.
Το 1956 έγινε παραγωγός στην ABC-Paramount, όπου, το 1960, ίδρυσε τη θυγατρική Ιμπαλς (Impulse), που έμελλε να γίνει πολύ σύντομα συνώνυμη με την πιο ποιοτική τζαζ μουσική
Ο δρόμος ήταν πια ανοιχτός και ο νεόκοπος παραγωγός τον ακολούθησε με μεγάλα βήματα. Το 1956 έγινε παραγωγός στην ABC-Paramount, όπου, το 1960, ίδρυσε τη θυγατρική Ιμπαλς (Impulse), που έμελλε να γίνει πολύ σύντομα συνώνυμη με την πιο ποιοτική τζαζ μουσική, βγάζοντας ιστορικούς δίσκους όπως το «A Love Supreme» του Τζον Κολτρέιν και το «Blues and the Abstract Truth» του Ολιβερ Νέλσον. Εντέλει, κατέληξε στη Verve, όπου δούλεψε με αστέρια όπως ο Μπιλ Εβανς και ο Γουές Μοντγκόμερι.
Μιλώντας πάντως για το παγκόσμιο βεληνεκές του Τέιλορ, υπάρχει ένα επεισόδιο στην ουρανομήκη καριέρα του που το φανερώνει ίσως πιο πολύ απ’ όλα. Το 1962 θα γίνει ο καταλύτης για να ηχογραφήσουν μαζί, σε μια εκκλησία στην Ουάσιγκτον, ο γίγαντας της μπόσα νόβα κιθάρας Ζοάο Ζιλμπέρτο και ο γίγαντας της τζαζ σαξοφώνου Σταν Γκετζ. Κοντά τους, η γυναίκα του Ζιλμπέρτο, η Αστρούδ, η οποία απλώς έτυχε να βρίσκεται στον χώρο και δεν ήταν καν τραγουδίστρια. Και όμως, ύστερα από προτροπές του Γκετζ, ερμήνευσε το «Κορίτσι από την Ιπανίμα» με μια αθώα, υπέροχη αυθεντικότητα, που παρέμεινε για πάντα σαν ηχητικό χάδι στο συλλογικό μας υποσυνείδητο. Με αυτό το τραγούδι (αλλά και άλλα δημοφιλή βραζιλιάνικα κομμάτια όπως τα κλασικά «Ντεσαφινάδο» ή η «Σάμπα της μιας νότας» του Αντόνιο Κάρλος Ζομπίμ) ο Κριντ Τέιλορ έφερε την μπόσα νόβα στην Αμερική και στην κορυφή των πωλήσεων. Η Βραζιλία, με το πάντρεμά της με την τζαζ, δεν ήταν πια κάτι «εξωτικό».
Αυτό φαίνεται ήταν και το μεγάλο του «πλάνο» από την αρχή: να κάνει την τζαζ πιο προσιτή στον κόσμο. Το είχε ξεκινήσει με εκείνο τον ευπώλητο δίσκο της Κρις Κόνορ, τότε που είχε δηλώσει πως ήθελε να μειώσει τους σχοινοτενείς, εσωστρεφείς αυτοσχεδιασμούς των μουσικών και να κάνει τα τζαζ τραγούδια πιο «εύκολα» για το κοινό.
Ηθελε να δημιουργήσει μια πιο ελαφρά εκδοχή της τζαζ, που συχνά περιλαμβάνει διασκευές γνωστών ποπ τραγουδιών, και εισήγαγε στον ήχο της επιρροές από άλλα μουσικά είδη (όπως η σόουλ ή η φανκ), κάτι που φάνηκε και στο τελευταίο στάδιο της καριέρας του, όταν ίδρυσε, στα τέλη του ’60, τη δισκογραφική εταιρεία CTI Records. Στο πλαίσιό της γεννήθηκε αυτό που μετέπειτα ονομάστηκε «ελαφρά τζαζ» (που συχνά περιφρονήθηκε από τους κριτικούς, στιγματισμένο ως «μη σοβαρή μουσική»), με ιστορικές ηχογραφήσεις από καλλιτέχνες όπως ο Τζορτζ Μπένσον ή ο Χέρμπι Χάνκοκ. Αλλά αυτή δεν ήταν η μοναδική πρωτοπορία της CTI: ο Τέιλορ έφτιαξε και ένα αναγνωρίσιμο, ατμοσφαιρικό γραφιστικό στυλ για τα εξώφυλλά της, με τις χαρακτηριστικές εικόνες του φωτογράφου Πιτ Τέρνερ.
Χαρισματικός μουσικός παραγωγός με μοναδικό αισθητήριο για τους κορυφαίους μουσικούς και τον κορυφαίο ήχο, ένας μάγος που πάντρεψε τους ήχους διαφορετικών μουσικών κόσμων και γέννησε καινούργιους, ένας πρωτοπόρος της συσκευασίας και της γραφιστικής των δίσκων, ο Κριντ Τέιλορ υπήρξε, για αμέτρητους μουσικόφιλους στον πλανήτη, ο συνθέτης του σάουντρακ της ζωής τους.
Δημήτρης Καραΐσκος-kathimerini.gr