Κορωνοϊός: Γιατί ορισμένες χώρες τα πήγαν καλύτερα στην πανδημία;
Ο στόχος της μελέτης ήταν να απαντήσει σε ένα ερώτημα που έχει ονομαστεί ως το «επιδημιολογικό μυστήριο» της πανδημίας: Γιατί ο κορωνοϊός έπληξε ορισμένες χώρες σκληρότερα από άλλες;
Πριν από το 2020, το Βιετνάμ φαινόταν ιδιαίτερα ευάλωτο σε μια πανδημία. Η χώρα της Νοτιοανατολικής Ασίας, με το μονοκομματικό πολιτικό της σύστημα και σχεδόν 100 εκατομμύρια πολίτες, σημείωνε χαμηλή βαθμολογία στις διεθνείς αξιολογήσεις της καθολικής κάλυψης υγείας.
Είχε επίσης σχετικά λίγες νοσοκομειακές κλίνες για τον πληθυσμό της, καθώς και ένα κλειστό πολιτικό σύστημα.
Παρά ταύτα, το Βιετνάμ καταγράφηκε ως μια «ιστορία επιτυχίας» στο πλαίσιο της πανδημίας.
Πολύ καιρό αφότου άρχισε να εξαπλώνεται ο κορωνοϊός στη γειτονική Κίνα, το Βιετνάμ διατήρησε χαμηλά επίπεδα μολύνσεων και θανάτων ακόμη κι όταν οι πλούσιες χώρες με πιο ισχυρά συστήματα υγείας, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών και μεγάλου μέρους της Ευρώπης, αντιμετώπιζαν προβλήματα.
Μια νέα μελέτη σχετικά με την ετοιμότητα για την πανδημία σε 177 χώρες και εδάφη εντόπισε ένα στοιχείο-κλειδί στην επιτυχία του Βιετνάμ: την εμπιστοσύνη.
Ο Τόμας Μπόλικι, ένας από τους συντάκτες της μελέτης, είπε ότι το Βιετνάμ θα έπρεπε να είχε αποτύχει στη μάχη κατά της COVID-19, σύμφωνα με τις παραδοσιακά μέτρα ετοιμότητας. «Αυτό που συμβαίνει στο Βιετνάμ, το οποίο εξηγεί δυνητικά αυτό που συνέβη, είναι το ότι έχουν πολύ μεγάλη εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση – από τις υψηλότερες στον κόσμο», δήλωσε.
Γιατί ο κορωνοϊός έπληξε ορισμένες χώρες πιο σκληρά από άλλες;
Η μελέτη δημοσιεύτηκε την Τρίτη 1/2 στο επιστημονικό περιοδικό Lancet, μετά από 10 μήνες έρευνας.
Ο στόχος ήταν να απαντήσει σε ένα ερώτημα που έχει ονομαστεί ως το «επιδημιολογικό μυστήριο» της πανδημίας: Γιατί ο κορωνοϊός έπληξε ορισμένες χώρες σκληρότερα από άλλες;
Μελετώντας σειρά δεδομένων από όλο τον κόσμο, οι συντάκτες διαπίστωσαν ότι τα παραδοσιακά μοντέλα για την πανδημική ετοιμότητα για δεν ταίριαζαν με αυτό που έβλεπαν. «Δεν βρήκαμε καμία σύνδεση μεταξύ της διασποράς της Covid και της δημοκρατίας, του λαϊκισμού, της κυβερνητικής αποτελεσματικότητας, της καθολικής υγειονομικής περίθαλψης, των μετρήσεων πανδημικής ετοιμότητας, της οικονομικής ανισότητας ή της εμπιστοσύνης στην επιστήμη», είπε ο Μπόλικι.
Αυτοί οι παράγοντες ήταν βασικοί για τις αξιολογήσεις στην προ-covid εποχή. Ο Παγκόσμιος Δείκτης Ασφάλειας Υγείας -το 2019- κατέταξε τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Βρετανία ως τις πιο προετοιμασμένες χώρες για ένα καταστροφικό βιολογικό γεγονός, όπως μια πανδημία. Το Βιετνάμ βρισκόταν στην 74η θέση σε σύνολο 117 χωρών.
Τα θετικότερα αποτελέσματα όσον αφορά στη διαχείριση της πανδημίας συμβαδίζουν με τα υψηλά επίπεδα εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση και στους άλλους πολίτες.
Η αίσθηση ότι υπάρχει κυβερνητική διαφθορά συσχετίστηκε με χειρότερα αποτελέσματα. Οι ερευνητές μέτρησαν την εμπιστοσύνη με δεδομένα δημοσκοπήσεων από το World Values Survey και το Gallup.
Η Ρεμπέκα Κατζ, διευθύντρια του Κέντρου Παγκόσμιας Επιστήμης Υγείας και Ασφάλειας στο Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου Τζορτζτάουν, είπε ότι η έρευνα συνιστά απόδειξη για αυτό που ήδη πολλοί υποστήριζαν: «Η εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση και η δύναμη της δέσμευσης στην κοινότητα είναι κρίσιμες για την διαχείριση της δημόσιας υγείας», τόνισε.
«Εμπειρογνώμονες από πολλούς κλάδους έχουν επισημάνει τη σημασία της επικοινωνίας όσον αφορά στους κινδύνους, της δέσμευσης της κοινότητας και της εμπιστοσύνης ως ζωτικής σημασίας για τα μηνύματα και τις πολιτικές που αφορούν στη δημόσια υγεία. Τα ευρήματα σε αυτό το έγγραφο τονίζουν πόσο σημαντικό είναι αυτό».
Ο Τζόσουα Σαρφστάιν της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Johns Hopkins είπε ότι η έρευνα έδειξε ότι «η μάχη του ανθρώπου ενάντια σε παθογόνους οργανισμούς διεξάγεται διά της κυβερνητικής διαμεσολάβησης». Και πρόσθεσε: «Εάν οι άνθρωποι δεν πιστεύουν αυτό που λέει η κυβέρνηση, τότε είναι λιγότερο πιθανό να λάβουν τις προφυλάξεις που πρέπει».
Οι συντάκτες της μελέτης κατέληξαν στα συμπέρασματά τους, εξετάζοντας τα ποσοστά μόλυνσης μεταξύ των χωρών.
Κατά την ανασκόπηση παραγόντων εκτός του κυβερνητικού ελέγχου, όπως η ηλικία του πληθυσμού, οι ερευνητές βρήκαν σαφείς ενδείξεις ότι ορισμένες κυβερνήσεις τα είχαν πάει καλύτερα από άλλες.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, είχαν το δεύτερο χειρότερο ποσοστό μόλυνσης από οποιαδήποτε χώρα υψηλού εισοδήματος. Ένας υπολογισμός που έδειξε μια τυποποιημένη αναλογία λοιμώξεων προς θανάτους κατέληξε στο ότι οι ΗΠΑ βρίσκονται στη μέση της λίστας, κάτι που θα μπορούσε να υποδηλώνει ότι το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης της χώρας είναι σχετικά εύρωστο ακόμα κι αν οι άνθρωποι ήταν πιο πιθανό να μολυνθούν.
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ προσπάθησε να πείσει τον πληθυσμό να λάβει μέτρα καταπολέμησης του ιού, είτε με την κοινωνική απόσταση είτε μέσω του εμβολιασμού.
Πολλαπλές δημοσκοπήσεις έχουν δείξει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν σχετικά χαμηλά επίπεδα εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση σε σύγκριση με άλλες χώρες υψηλού εισοδήματος και υψηλά επίπεδα πολιτικής πόλωσης.
«Η εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση ή η εμπιστοσύνη στους άλλους συνδέεται στενά με τα ποσοστά εμβολιασμού», επισήμανε ο Μπόλικι. «Συνδέεται με μειωμένη κινητικότητα, η οποία είναι δείκτης κοινωνικής αποστασιοποίησης».
Η μελέτη υπολόγισε ότι αν κάθε χώρα είχε το ίδιο επίπεδο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση όπως στη Δανία, μια από τις χώρες με μεγαλύτερη εμπιστοσύνη μεταξύ των χωρών υψηλού εισοδήματος, θα είχαν μολυνθεί από τον κορωνοϊό λιγότεροι άνθρωποι κατά 13% παγκοσμίως.
«Αν ίσχυε το ίδιο για την εμπιστοσύνη στους άλλους (πολίτες), η μείωση θα ήταν ακόμη μεγαλύτερη: 40% ή 440 εκατομμύρια λιγότερες μολύνσεις κατά την περίοδο των 21 μηνών που αξιολογήθηκε στη μελέτη», είπε ο Μπόλικι.
Η μελέτη ωστόσο έχει τα όρια της. Τα συγκριτικά διεθνή δεδομένα είναι συγκεκριμένα και η έρευνα επικεντρώνεται μόνο σε παράγοντες που υπήρχαν πριν από την πανδημία.
Επιπλέον, μεταγενέστερα πανδημικά κύματα αμφισβήτησαν προηγούμενες υποθέσεις σχετικά με το πώς τα κατάφεραν ορισμένες χώρες «υψηλής εμπιστοσύνης» που είχαν αποφύγει τα κρούσματα στο πρώτο κύμα, συμπεριλαμβανομένης της Νέας Ζηλανδίας, αλλά κατόπιν κατέγραψαν υψηλούς αριθμούς κρουσμάτων.
Το Βιετνάμ, που θεωρήθηκε αρχικώς «ιστορία επιτυχίας», δυσκολεύτηκε περισσότερο με την εμπιστοσύνη του κοινού καθώς τα κρούσματα αυξήθηκαν το δεύτερο εξάμηνο του έτους.
Ο Μίκαελ Μπανγκ Πίτερσεν, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Aarhus, είπε ότι τα ευρήματα της μελέτης ταιριάζουν στην αντίληψή του για το πώς μια χώρα υψηλής εμπιστοσύνης, όπως η Δανία, αντέδρασε στην κρίση, αλλά η δική του έρευνα σχετικά με την πτώση των επιπέδων εμπιστοσύνης στις χώρες εν μέσω της κρίσης τον οδήγησε σε ένα τραγικό συμπέρασμα: Η πανδημία έχει «διαβρώσει την εμπιστοσύνη στις κυβερνήσεις. Στην πραγματικότητα φαίνεται ότι η πανδημία έχει επιδεινώσει το πρόβλημα που εντόπισε η μελέτη».
Πηγή: Washington Post