Κοροναϊός: Πώς τα fake news μπορεί να κοστίσουν ζωές
«Αναφορικά με τον κοροναϊό COVID-19, έχουν κυκλοφορήσει στο ίντερνετ πολλές εικασίες, παραπληροφόρηση και ψευδείς ειδήσεις για το πώς ξεκίνησε ο ιός, τι τον προκαλεί και πώς εξαπλώνεται» δήλωσε ο Πολ Χάντερ, καθηγητής Ιατρικής στο UEA, ο οποίος συνυπογράφει την μελέτη
Η αύξηση των fake news, περιλαμβανομένης της παραπληροφόρησης και των λανθασμένων συμβουλών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μπορεί να επιδεινώσει επιδημίες όπως η παρούσα με τον κοροναϊό, σύμφωνα με έρευνα που δόθηκε στη δημοσιότητα.
Περίπου το 40% των ανθρώπων στο Ηνωμένο Βασίλειο πιστεύουν τουλάχιστον μια θεωρία συνωμοσίας, λένε οι ερευνητές του East Anglia University (UEA) της Βρετανίας.
«Αναφορικά με τον κοροναϊό COVID-19, έχουν κυκλοφορήσει στο ίντερνετ πολλές εικασίες, παραπληροφόρηση και ψευδείς ειδήσεις για το πώς ξεκίνησε ο ιός, τι τον προκαλεί και πώς εξαπλώνεται» δήλωσε ο Πολ Χάντερ, καθηγητής Ιατρικής στο UEA, ο οποίος συνυπογράφει την μελέτη.
«Παραπληροφόρηση σημαίνει ότι λανθασμένες συμβουλές μπορεί να κυκλοφορήσουν πολύ γρήγορα και να αλλάξουν την ανθρώπινη συμπεριφορά ωθώντας την να αναλάβει μεγαλύτερο ρίσκο» πρόσθεσε, όπως μεταδίδει ο Guardian.
Διαδίδονται χωρίς κανένα σεβασμό
Στην έρευνά της, η ομάδα του Χάντερ επικεντρώθηκε σε άλλες μολυσματικές νόσους -γρίπη και ευλογιά των πιθήκων- αλλά είπε ότι τα ευρήματά της μπορούν επίσης να φανούν χρήσιμα για την διαχείριση της κρίσης με τον κοροναϊό.
«Τα fake news κατασκευάζονται χωρίς κανένα σεβασμό προς την αξιοπιστία και συχνά βασίζονται σε θεωρίες συνωμοσίας» τόνισε ο Χάντερ.
Τα δεδομένα
Για τις ανάγκες της έρευνας οι επιστήμονες δημιούργησαν θεωρητικές προσομοιώσεις επιδημιών γρίπης και ευλογιάς των πιθήκων.
Τα μοντέλα τους έλαβαν υπόψιν τους μελέτες πραγματικής συμπεριφοράς, τρόπους εξάπλωσης διαφορετικών ασθενειών, τις περιόδους επώασης και ανάρρωσης καθώς και την ταχύτητα και τη συχνότητα των αναρτήσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τον διαμοιρασμό της πληροφορίας στην πραγματική ζωή.
Επίσης, έλαβαν υπόψιν τους πώς η μικρή εμπιστοσύνη στις αρμόδιες αρχές συνδέεται με την τάση να πιστεύει κάποιος σε θεωρίες συνωμοσίας, τον τρόπο διάδρασης των ανθρώπων σε «πληροφορίες-φούσκες» που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο και το γεγονός ότι «δυστυχώς οι άνθρωποι είναι πιθανότερο να μοιραστούν κακές συμβουλές στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σε σχέση με καλές συμβουλές από αξιόπιστες πηγές» δήλωσε ο Χάντερ.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι μια μείωση 10% του ποσοστού επικίνδυνων συμβουλών που διακινούνται έχει θετικό αντίκτυπο στην ένταση μιας επιδημίας, ενώ κάνοντας το 20% ενός πληθυσμού ανίκανο να μοιραστεί επικίνδυνες συμβουλές φέρνει το ίδιο θετικό αποτέλεσμα.
Οι στρατηγικές
Οι ερευνητές εξέτασαν την επίδραση δύο στρατηγικών για την καταπολέμηση των ψευδών ειδήσεων. Το ένα ήταν να μειώσουν την ποσότητα παραπληροφόρησης στα κοινωνικά μέσα. Το άλλο ήταν να εκπαιδεύσουν τους ανθρώπους να αναγνωρίζουν ψευδείς πληροφορίες όταν τις βλέπουν.
Και οι δύο τακτικές είχαν κάποια επιτυχία, δήλωσε ο Μπράιναρντ. «Αλλά, ενώ χρησιμοποιούμε πολύ εξελιγμένα μοντέλα προσομοίωσης, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι αυτή δεν είναι μια μελέτη βασισμένη στην πραγματική συμπεριφορά» είπε.