ΚΟΣΜΟΣ

Κοροναϊός: Μπορούν τα παιδιά να γίνουν φορείς υπερμετάδοσης;

Με τα σχολεία να έχουν ανοίξει ή να ετοιμάζονται να ανοίξουν σε πολλές χώρες του κόσμου, οι ανησυχίες των ειδικών αυξάνονται

Εικόνες από συνωστισμό σε διαδρόμους σχολείων της Τζόρτζια και ειδήσεις για κρούσματα μετά την πρώτη μέρα μαθημάτων στην Ιντιάνα και το Μισισιπί, έχουν αυξήσει το άγχος των πολιτών των ΗΠΑ για τον τρόπο με τον οποίο θα επηρεάσει το άνοιγμα των σχολείων την εικόνα της πανδημίας.

Επί μήνες, γονείς και δάσκαλοι, επιδημιολόγοι και πολιτικοί, έχουν μοιραστεί τις απόψεις τους πάνω στο κατά πόσον ο ιός αποτελεί απειλή για τα παιδιά αλλά και το αν μπορούν να γίνουν φορείς μετάδοσης. Οι πληροφορίες που παραμένουν άγνωστες είναι ακόμη πολλές.

Έκθεση κορυφαίων ομάδων για την υγεία των παιδιών ανακάλυψε ότι τις τελευταίες δύο εβδομάδες του Ιουλίου καταγράφηκαν 97.000 κρούσματα κοροναϊού σε παιδιά στις ΗΠΑ. Πρόκειται για περισσότερα από το ένα τέταρτο εκείνων που έχουν καταγραφεί από την αρχή της πανδημίας. Μέχρι τις 30 Ιουλίου έχουν καταγραφεί 338.982 κρούσματα σε παιδιά, σύμφωνα με στοιχεία της Αμερικανικής Παιδιατρικής Ακαδημίας και την Ένωση Παιδιατρικών Νοσοκομείων.

Παρ’ όλα αυτά, ο Αμερικανός πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, εξακολουθεί να επιμένει ότι ο ιός δεν αποτελεί απειλή για τα παιδιά.

«Είναι γεγονός ότι ουσιαστικά έχουν ανοσία σε αυτό το πρόβλημα», δήλωσε σε συνέντευξή του στο Axios.

Οι περισσότεροι γιατροί είναι αρκετά βέβαιοι ότι τα περισσότερα παιδιά που θα εκτεθούν στον ιό δεν θα ασθενήσουν σοβαρά. Η άποψή τους στηρίζεται και από έκθεση που δημοσίευσαν την Παρασκευή τα Κέντρα για τον Έλεγχο και την Πρόληψη Ασθενειών, που κατέληξε ότι τα παιδιά έχουν πολύ μικρότερες πιθανότητες να χρειαστούν νοσηλεία λόγω κοροναϊού, σε σχέση με τους ενήλικες. Όταν όμως τα παιδιά ασθενούν σοβαρά, το βάρος της ασθένειας δεν τα πλήττει όλα εξίσου: Τα παιδιά με καταγωγή από τη Λατινική Αμερική και τα μαύρα παιδιά έχουν πέντε φορές περισσότερες πιθανότητες να νοσηλευτούν σε σχέση με τα λευκά.

Τα στοιχεία που αφορούν την επίδραση του ιού στα παιδιά παραμένουν περιορισμένα – και συχνά αντικρουόμενα. Ωστόσο, όλο και περισσότερα δεδομένα κατατείνουν στο ότι ο ιός ενδέχεται να πλήττει με διαφορετικούς τρόπους τα μικρότερα από τα μεγαλύτερα.

Για παράδειγμα, οι γιατροί εξηγούν ότι το πολυσυστημικό φλεγμονικό σύνδρομο που συνδέεται με τον ιό και το οποίο είχε εμφανίσει ένας μικρός αριθμός παιδιών λίγες εβδομάδες μετά τη λοίμωξη, παρουσιάζεται με διαφορετικό τρόπο στα παιδιά από ό,τι στους έφηβους και τους ενήλικες. Τα νήπια και τα παιδιά προσχολικής ηλικίας που έχουν διαγνωσθεί με το σύνδρομο είχαν συμπτώματα που θύμιζαν τη νόσο Καβασάκι, μια ασθένεια άγνωστης αιτίας που προκαλεί φλεγμονή στα αιμοφόρα αγγεία. Για τα μεγαλύτερα παιδιά, οι συνέπειες φαίνονται να είναι πιο σφοδρές, με τους γιατρούς να το περιγράφουν περισσότερο ως σύνδρομο σοκ, το οποίο σε ορισμένες περιπτώσεις έχει οδηγήσει σε καρδιακή ανεπάρκεια ή ακόμη και θάνατο.

Αρκετές μελέτες δείχνουν ότι η εφηβεία ίσως αποτελεί το σημείο καμπής στον τρόπο με τον οποίο ο ιός επηρεάζει τους νέους – και την ικανότητά τους να μεταδώσουν το παθογόνο.

Σε επιστημονικό άρθρο που δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο στο JAMA Pediatrics, οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι τα παιδιά κάτω των πέντε ετών με ήπια έως μέτρια συμπτώματα κοροναϊού, είχαν πολύ υψηλότερο ιικό φορτίο στη μύτη τους από μεγαλύτερα παιδιά και ενήλικες – πράγμα που θα μπορούσε να σημαίνει ότι μπορούν να μεταδώσουν περισσότερο τον ιό.

Αντιθέτως, έρευνα από τη Νότια Κορέα που εξέταζε τη μετάδοση εντός του σπιτιού, βρήκε ότι τα παιδιά κάτω των 10 δεν έμοιαζαν να μεταδίδουν εύκολα των ιό, ενώ εκείνα που ήταν από 10 έως 19 ετών, το έκαναν σχεδόν στο βαθμό που το κάνουν και οι ενήλικες.

Επιπλέον, ακόμη και μετά τη χαλάρωση των μέτρων, τα κρούσματα μεταξύ των μικρότερων παιδιών παραμένουν σχετικά λίγα. Ερευνητές από διάφορα μέρη του κόσμου επιμένουν ότι δεν υπάρχει ξεκάθαρη, καταγεγραμμένη περίπτωση νεαρού παιδιού που να υπήρξε φορέας υπερμετάδοσης. Αντιθέτως, τα κρούσματα έχουν αυξηθεί σημαντικά μεταξύ των ατόμων 15-25 ετών, δείχνοντας ότι εκείνοι είναι που ευθύνονται ίσως περισσότερο για την εξάπλωση.

Ωστόσο, αυτό είναι μάλλον ζήτημα συμπεριφοράς, παρά βιολογίας, όπως εξκηγεί η Σαντίγια Σ. Καν, αναπληρώτρια καθηγήτρια καρδιολογίας και προληπτικής ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Northwestern.

«Είναι πιο πιθανό να είναι έξω και να τριγυρίζουν. Είναι πιο πιθανό να μην έχουν υποστεί συνέπειες», εξηγεί η Καν, «Έχει δοθεί πολλή προσοχή στο γεγονός ότι οι ηλικιωμένοι έχουν χειρότερη εξέλιξη, επομένως αν είναι κανείς νέος, δεν του φαίνεται τόσο επικίνδυνο. Επομένως μπορεί να σκεφτεί «Γιατί να προσέξω τόσο πολύ;»

Η Καν αναφέρει ότι αν τα σχολεία δεν επιβάλουν τη χρήση μάσκας και την κοινωνική αποστασιοποίηση, μπορούν να γίνουν εστίες υπερμετάδοσης που θα συμπαρασύρουν ολόκληρη την κοινωνία.

Άλλωστε, η ιατρική ιστορία μας δείχνει ότι ο ρόλος των παιδιών στις επιδημίες δεν είναι πάντα αυτός που φαίνεται. Το 1960, ως αντίδραση στους πολυάριθμους θανάτων ηλικιωμένων από τη γρίπη του 1957-58, ο αρχίατρος των ΗΠΑ είχε προτείνει εμβόλια γρίπης σε όλα τα άτομα άνω των 65 ετών. Θα περνούσαν πολλές δεκαετίες μέχρι οι έρευνες να δείξουν ότι η θνησιμότητα των ηλικιωμένων μπορούσε να μειωθεί εμβολιάζοντας τα παιδιά.

Πηγή: washingtonpost.com