Κοροναϊός, ένας χρόνος μετά – Τι μάθαμε, τι δεν ξέρουμε ακόμη
Στις 31 Δεκεμβρίου 2019, το καθεστώς του Πεκίνου ανακοίνωσε επισήμως την εμφάνιση ενός νέου τύπου κορονοϊού στην πόλη Ουχάν. Αν και η συνέχεια είναι γνωστή σε όλους, η αρχή παραμένει ασαφής, καθώς υπάρχουν ενδείξεις ότι ο ιός είχε εμφανιστεί μήνες νωρίτερα – σε ΗΠΑ, Ιταλία και αλλού.
31 Δεκεμβρίου 2019 – 31 Δεκεμβρίου 2020. Ένας χρόνος από την πρώτη επίσημη ανακοίνωση της Κίνας για την εμφάνιση ενός νέου μυστηριώδους ιού, ο οποίος προσβάλλει κυρίως το αναπνευστικό σύστημα προκαλώντας πνευμονία. Ένας χρόνος που έχει ήδη κοστίσει τη ζωή σε περισσότερους από 1,8 εκατομμύρια συνανθρώπους μας, ενώ έφερε πάρα πολλές αλλαγές στις ζωές όλων των υπολοίπων – αρκετές από τις οποίες ήρθαν για να μείνουν.
Αυτός ο χρόνος, εκτός των άλλων, έφτασε στα όριά τους και τους επιστήμονες – για την ακρίβεια, τους ανάγκασε να τα ξεπεράσουν. Και μάλιστα πολύ γρήγορα, όπως αποδείχθηκε από το μικρότερο σε σύγκριση με κάθε άλλη φορά διάστημα που απαιτήθηκε τόσο για να αποκωδικοποιηθεί το DNA του νέου κοροναϊού (οι Κινέζοι δημοσιοποίησαν στις 21 Ιανουαρίου τη γονιδιακή του δομή και τρεις ημέρες αργότερα την παρουσίασαν ολοκληρωμένη) όσο και για να αρχίσουν οι πρώτες δοκιμές εμβολίων σε ανθρώπους (μέσα σε μόλις 67 ημέρες, όταν για τον H1N1 απαιτήθηκαν 89 και για τον Έμπολα 164 και για τον SARS 323).
Οι σκοτεινές πλευρές
Παρ’ όλα αυτά, παρά τις τεράστιες προσπάθειες που καταβλήθηκαν και τα αδιαμφισβήτητα επιτεύγματα, ακόμη και σήμερα εξακολουθούν να υπάρχουν κάποιες σημαντικές πλευρές που παραμένουν «σκοτεινές» για τους ερευνητές – και, κατά συνέπεια, για όλους εμάς τους «κοινούς θνητούς». «Έχουμε μάθει τρομακτικά πολλά, όμως μέχρι το σημείο που θα γνωρίζουμε τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια, έχουμε αμέτρητα μίλια να διανύσουμε. Είναι κάτι που θα απασχολεί τους μικροβιολόγους και τους υπεύθυνους για τη δημόσια υγεία για δεκαετίες», δήλωσε χαρακτηριστικά στο CNN η Μορίν Φεράν, βοηθός καθηγήτρια στο ινστιτούτο τεχνολογίας του Ρότσεστερ.
Η προσπάθεια επικεντρώνεται πλέον στην επίλυση και αυτών των μυστηρίων, κάτι που θεωρείται πως θα αποτελέσει τη χαριστική βολή στον «αόρατο εχθρό» που μας κήρυξε τον πόλεμο. Και η προσπάθεια θα συνεχιστεί, έστω και αν είναι γνωστό ότι υπάρχουν και άλλα πράγματα στα οποία η επιστήμη δεν έχει δώσει απαντήσεις ακόμη – όπως το ζώο από το οποίο «ξεπήδησε» ο Έμπολα, πριν περίπου 40 χρόνια.
Η προέλευση του ιού
Παρά τις θεωρίες συνωμοσίας, η συντριπτική πλειοψηφία των επιστημόνων συμφωνεί ότι, όπως σημειώνει το CNN, «η Covid-19 οφείλεται σε ένα κοροναϊό, ένα τύπο ιού που είναι υπεύθυνος για τα πάντα – από το κοινό κρυολόγημα μέχρι τον SARS». Όμως, όπως διαπιστώνει η Deutsche Welle σε σχετική της ανάλυση, «δεν είναι ακριβώς σαφές πότε και πού μεταπήδησε ο ιός από τα ζώα σε ανθρώπους-ξενιστές. Η μετάδοση από μια νυχτερίδα σε έναν ενδιάμεσο ξενιστή – πιθανώς ένα ασιατικό ρακούν – και στη συνέχεια στον άνθρωπο θεωρείται η πιθανή προέλευση της πανδημίας». Όμως, ενώ αρχικά υπήρχε η εκτίμηση πως η «εστία» βρισκόταν στην αγορά της κινεζικής πόλης Ουχάν (που έγινε και η πρώτη η οποία μπήκε σε σκληρή καραντίνα), ήδη από τον Ιανουάριο μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Lancet έδειξε πως το ένα τρίτο του πρώτου κύματος των ασθενών δεν είχε άμεση σχέση ή επαφή με τη συγκεκριμένη αγορά. Πλέον, υπάρχουν ενδείξεις πως ο ιός ήταν παρών σε διάφορα μέρη του πλανήτη από τα τέλη του καλοκαιριού του 2019 – όπως στις ΗΠΑ, αλλά και στην Ιταλία, όπου ανιχνεύθηκε σε δείγματα που συλλέχθηκαν τον Σεπτέμβριο αυτού του έτους.
Πώς μεταδίδεται
Αν και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η μετάδοση γίνεται – και μάλιστα πιο εύκολα και γρήγορα από την αποκαλούμενη «εποχική γρίπη» – από άνθρωπο σε άνθρωπο, δεν υπάρχει πλήρης εικόνα για τον τρόπο που κυρίως γίνεται αυτό. Ούτε, βεβαίως, για το ακριβές διάστημα που κάποιος «φορέας» μπορεί να διασπείρει τον ιό. Αρκετοί επιστήμονες θεωρούν, επίσης, ότι η μετάδοση οφείλεται πρωτίστως στα σταγονίδια που εκπέμπει κάποιος όταν βήχει ή φταρνίζεται – κάτι που σημαίνει πως και οι κοινές μάσκες μπορούν να προστατεύσουν αποτελεσματικά. Άλλοι ισχυρίζονται, όμως, ότι είναι μεγάλη η ευθύνη των αερολυμάτων, τα οποία είναι σωματίδια με πολύ μικρότερη διάμετρο και μπορούν να μείνουν στον αέρα επί ώρες διανύοντας μεγαλύτερες αποστάσεις, με τη μετάδοσή τους μάλιστα να επιταχύνεται από τις μονάδες κλιματισμού. Αυτός είναι και ο λόγος που συστήνεται η χρήση τουλάχιστον χειρουργικών μασκών μίας χρήσης – ενώ παράλληλα, παρατηρείται αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για τα συστήματα αποστείρωσης του αέρα, με τεχνολογίες υπεριώδους ακτινοβολίας, φωτοκαταλυτικής οξείδωσης, αλλά και αξιοποίηση (ελεγχόμενη) του όζοντος. Ωστόσο, η έρευνα για τη διαδικασία μετάδοσης και μόλυνσης συνεχίζεται – σε συνδυασμό με την διερεύνηση των στελεχών που προκύπτουν από τις (αναμενόμενες και φυσιολογικές) μεταλλάξεις.
Τα συμπτώματα και οι επιπλοκές
Αρκετές μελέτες και δημοσιεύματα έχουν υπάρξει μέχρι σήμερα σχετικά με τις ομάδες του πληθυσμού που «κολλούν» πιο εύκολα τον κοροναϊό (διαφορετικές ομάδες αίματος, κάτοικοι του Βορρά ή του Νότου κ.λπ), αλλά και με τα συμπτώματα που συνήθως τον συνοδεύουν. Υπάρχουν στατιστικά στοιχεία, για παράδειγμα, που δείχνουν πως άνθρωποι με υποκείμενα νοσήματα, μεγάλης ηλικίας, με ομάδα αίματος Α και άνδρες έχουν περισσότερες συγκριτικά πιθανότητες να προσβληθούν, να εμφανίσουν έντονα συμπτώματα, αλλά και επιπλοκές. Αυτό, όμως, δεν αποτελεί νόμο. Για του λόγου το αληθές, σε επιστολή η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Annals of Internal Medicine τον Νοέμβριο, αναφέρεται στην περίπτωση κάποιων διδύμων 60 ετών που διαγνώστηκαν θετικοί και νοσηλεύτηκαν – όμως, ενώ ο ένας πήρε εξιτήριο σε δύο εβδομάδες χωρίς να έχει περαιτέρω περιπέτειες, ο άλλος χρειάστηκε να εισαχθεί σε ΜΕΘ και να διασωληνωθεί. Είναι γνωστό, επίσης, ότι τα συμπτώματα διαφέρουν από περίπτωση σε περίπτωση, χωρίς ουδείς να είναι σε θέση να εξηγήσει τι είναι αυτό που καθορίζει ποιο θα εμφανιστεί – απλός βήχας ή/και δύσπνοια, υψηλός πυρετός ή/και έντονη κεφαλαλγία, απώλεια όσφρησης ή/και γεύσης, διάρροια ή/και πόνος στα οστά;
Θεραπεία και φάρμακα
Η ουσία είναι πως δεν υπάρχει μέχρι στιγμής κάποιο πλήρως αποτελεσματικό και πιστοποιημένο φάρμακο για τη θεραπεία ασθενών με Covid-19. Είναι δε γνωστό ότι οι γιατροί σε νοσοκομεία και ΜΕΘ συνεχίζουν να αναπτύσσουν και να χρησιμοποιούν διάφορα «κοκτέιλ» σκευασμάτων, αξιοποιώντας και την εμπειρία που αποκτούν με τον χρόνο και τα περιστατικά που διαχειρίζονται. Είναι δε γνωστό ότι τους μήνες που πέρασαν, μια σειρά ουσίες που παρουσιάστηκαν ως «θαυματουργές» δεν επιβεβαίωσαν τη φήμη τους. Η υδροξυχλωροκίνη, για παράδειγμα, φάνηκε αναποτελεσματική και ενδεχομένως επικίνδυνη, για τη δεξαμεθαζόνη υπάρχουν ακόμη ερωτηματικά, η αζυθρομικίνη έχει «όρια», ενώ ο ΠΟΥ έχει συστήσει να μη γίνεται χρήση της ρεμδεσιβίρης για ασθενείς που νοσηλεύονται. Την ίδια στιγμή, έντονη είναι η συζήτηση αναφορικά με τα μονοκλωνικά αντισώματα, που προέρχονται από ασθενείς οι οποίοι έχουν ιαθεί, αναπτύσσονται στο εργαστήριο και χορηγούνται με σκοπό την ενίσχυση του ανοσοποιητικού συστήματος. Αρκετοί προβάλλουν το υψηλό κόστος τους (περίπου 1.000 δολάρια ανά δόση) και τη δυσκολία μαζικής παραγωγής για να αιτιολογήσουν τη μη ευρεία διάθεσή τους – άλλοι αντιτείνουν πως θα μπορούσαν να αποδειχθούν σωτήρια και να απελευθερώσουν τις ΜΕΘ σώζοντας πολλές ζωές.
Η διάρκεια της νόσου και της ανοσίας
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που έχουν διαπιστώσει και αναφέρει «κατάλοιπα» της Covid-19 ακόμη και για αρκετές εβδομάδες από τη στιγμή που έχουν κριθεί «καθαροί». Για παράδειγμα, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύτηκε τον Αύγουστο στο British Medical Journal, το 10% των ασθενών εμφάνιζαν συμπτώματα – άλλοτε ήπια άλλοτε πιο έντονα – για διάστημα που έφτανε ή και ξεπερνούσε τις 12 εβδομάδες από τη στιγμή που διαγνώστηκαν θετικοί. Κρίσιμο είναι και το ερώτημα που αφορά στο διάστημα για το οποίο εμφανίζει ανοσία (άρα διατηρεί επαρκή και ικανά αντισώματα) κάποιος ο οποίος αναρρώνει από την Covid-19 ή εάν και κατά πόσο είναι δυνατό να αρρωστήσει και δεύτερη φορά «στο καπάκι» ή και να γίνει φορέας του ιού. Οι εκτιμήσεις γιατρών και επιστημόνων ποικίλουν και σε αυτό το θέμα, με κάποιους να κάνουν λόγο για λίγους μήνες και άλλους να φτάνουν ως και τον ένα ή πλέον χρόνο. Κάτι ανάλογο συμβαίνει, όπως είναι σαφές, και με τον εμβολιασμό και την τεχνητή ανοσία. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, πως καμία από τις εταιρείες που παράγουν σκευάσματα, ούτε καν αυτές που έχουν λάβει ήδη τις σχετικές εγκρίσεις, δεν διακινδυνεύει να δώσει εγγυήσεις για συγκεκριμένο χρόνο ανοσίας.
Ο εμβολιασμός
Αναμφίβολα, το θέμα που κυριαρχεί το τελευταίο διάστημα και αναμένεται ότι θα κυριαρχήσει και ολόκληρο το 2021. Κι εδώ τα (εύλογα) ερωτήματα είναι πολλά. Αν και ζήτημα σοβαρών παρενεργειών (για όλα τα είδη των εμβολίων) μάλλον δεν τίθεται από τους σοβαρούς επιστήμονες, δεν συμβαίνει το ίδιο όσον αφορά το ποσοστό αποτελεσματικότητας και προστασίας, τον αριθμό των αναγκαίων δόσεων, τη χρονική απόσταση που θα πρέπει να μεσολαβεί ανάμεσά τους και αρκετά ακόμη. Η βιασύνη κυβερνήσεων και εταιρειών να δοθούν οι εγκρίσεις και να ξεκινήσει η διαδικασία, κάτω από την τεράστια πίεση των κρουσμάτων και των θανάτων, προκαλεί συχνά συγχύσεις και αμφιβολίες – αποτελώντας παράλληλα βούτυρο στο ψωμί των πάσης φύσης «ψεκασμένων».