Η νέα παραγωγή του ΚΘΒΕ, «Ο Μεγαλοπρεπής Κερατάς» του Φερνάν Κρομλένκ, κάνει πρεμιέρα στη σκηνή του Βασιλικού θεάτρου την Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2020, σε σκηνοθεσία Ελεάνας Τσίχλη και μετάφραση Έφης Γιαννοπούλου.
Το εμβληματικό κλασικό έργο του Κρομλένκ, παρουσιάζεται για πρώτη φορά στο ΚΘΒΕ και αναμειγνύει τη φάρσα, το γκροτέσκο και το λυρικό, υπερβαίνοντας έτσι κάθε προσπάθεια διάκρισης των ειδών.
Υπόθεση:
Ο έρωτας του Μπρούνο και της Στέλλας είναι τόσο δυνατός και αμοιβαίος που παρασύρει τους πάντες γύρω τους σε ένα παραλήρημα ευτυχίας. Όμως ξαφνικά όλα αλλάζουν όταν στη σκέψη του Μπρούνο εισβάλλει η υποψία της απιστίας και το μυαλό του χάνεται μέσα στα σκοτεινά μονοπάτια της ζήλιας.
Ο «Μεγαλοπρεπής κερατάς» ακροβατεί ανάμεσα στο φαρσικό και στο τραγικό. Τα πρόσωπα τη μια στιγμή ερωτεύονται, αγαπούν, διασκεδάζουν και την άλλη πληγώνουν, πληγώνονται και υποφέρουν. Από το δροσερό, ανάλαφρο, κωμικό περιβάλλον μεταφέρονται σε έναν εφιαλτικό τόπο χωρίς επιστροφή, κυριευμένο από εμμονές και πάθη, όπου κάθε λογική καταρρίπτεται. Ένα παιχνίδι εις άτοπον απαγωγής χωρίς κανένα τέλος… μια που, τελικά, ο πραγματικός εχθρός του ήρωα είναι ο ίδιος του ο εαυτός.
Γεννημένος στη Γαλλία, ο Φερνάν Κρομλένκ, γόνος οικογένειας ηθοποιών, έγραψε τον «Μεγαλοπρεπή κερατά» το 1920. Επηρεασμένος από εμβληματικά κλασικά έργα και διαθέτοντας άριστη γνώση της θεατρικής γραφής και της θεατρικής πράξης μας δίνει ένα λυρικό και ταυτόχρονα γκροτέσκο κείμενο, με θέμα τη ζήλια στην πιο αρρωστημένη και παράλληλα κωμική (ή γελοία) διάστασή της.
Σημείωμα σκηνοθέτιδος:
«Όταν τα κέρατα θα βγάλουνε λουλούδια…»
Διαβάζοντας τον Μεγαλοπρεπή κερατά ένιωσα να έχω στα χέρια μου έναν σπάνιο θησαυρό, ένα έργο εμβληματικό για την εποχή του. Τόσο η πλοκή του όσο και ο τρόπος γραφής του Κρομλένκ επενέργησαν μέσα μου καταλυτικά – ήταν σαν να κρατούσα στα χέρια μου μια ωρολογιακή βόμβα που ανά πάσα στιγμή μπορούσε να εκραγεί. Και όσο η «έκρηξη» δεν ερχόταν, τόσο το έργο με προκαλούσε να τρυπώσω μέσα στο επαρχιακό σπίτι που εκτυλίσσεται η ιστορία, να παρακολουθήσω, σχεδόν από την «κλειδαρότρυπα», τα «εν οίκω» που συντελούνται εκεί μέσα, να κρυφακούσω ιδιωτικές συζητήσεις, να κρυφοκοιτάξω συναντήσεις.
Ερήμην μου, άρχισα να γίνομαι ένας πραγματικός «ηδονοβλεψίας» της ιστορίας, και σιγά σιγά –αποδεχόμενη πλέον συνειδητά την ηδονοβλεπτική μου τάση– να επιδιώκω όλο και περισσότερο να είμαι παρούσα, να μη χάσω λέξη απ’ όσα δε λέγονται ποτέ δημόσια, να μην μου ξεφύγει στιγμή απ’ αυτά που συντελούνται πάντα πίσω απ’ τους τοίχους του ιδιωτικού.
Και ναι! Τα γεγονότα που λάμβαναν χώρα σε χώρο ιδιωτικό ταρακουνούσαν τα «χρηστά ήθη», διερρήγνυαν τις κοινωνικές συμβάσεις, ανέτρεπαν το επιβεβλημένο μοντέλο μιας φιλήσυχης ζωής. Τέτοιος είναι ο κόσμος που κατασκευάζει ο Κρομλένκ· ένα δραματικό σύμπαν που δεν κινείται με βάση παγιωμένες ιδέες, ένας κόσμος που αυτοαναφλέγεται πυροδοτώντας μιαν ανατρεπτική ηθική, μια κοινωνία πρόσφορο κάτοπτρο της σημερινής, εν τέλει κάτοπτρο για τον καθένα μας, καθώς την ίδια στιγμή που αναδεικνύει ανθρώπινα ελαττώματα και κοινές αδυναμίες συγχρόνως τα απενοχοποιεί. Ο κόσμος αυτού του «κερατά», όσο κι αν είναι «μεγαλοπρεπής», σε αναγκάζει να κοιτάξεις την κεφαλή της Μέδουσας που σου μοιάζει – και η θέα της σε αναγκάζει να κλαις και να γελάς με τον ίδιο σου τον εαυτό.
Ο Κρομλένκ γράφει με ελαφρότητα τον Μεγαλοπρεπή κερατά· ένα καθόλου «ελαφρό» έργο που αποκαλύπτει πόσο ο συγγραφέας αγαπάει τον άνθρωπο βαθιά και ειλικρινά. Το σύμπαν του έργου κατοικείται από ρόλους που παραπέμπουν σε στερεοτυπικές φιγούρες της θεατρικής παράδοσης, που όμως έχουν ρωγμές και ευάλωτα σημεία. Αυτά φωτίζει ο Κρομλένκ δημιουργώντας ζωντανούς χαρακτήρες που εκκινούν από τους φαρσικούς τύπους για να συνομιλήσουν με τραγικά αρχέτυπα. Κι έτσι το έργο του μοιάζει να επαληθεύει τη φύση της φάρσας ως αντεστραμμένης τραγωδίας.
Βλέπουμε, παραδείγματος χάριν, τον Δήμαρχο του χωριού, να νοιάζεται διαρκώς για τη δημόσια εικόνα του, ενώ γνωρίζει πως οφείλει να εξαγοράζει διαρκώς τη βοήθεια άλλων ικανών για να καλύψει την ανεπάρκειά του στο θεσμικό του ρόλο, την Παραμάνα που, ενώ φαίνεται φανατική υπέρμαχος της συζυγικής ζωής, είναι αυτή που πυροδοτεί τη σκέψη του διαζυγίου αντιπαραβάλλοντας στη θρησκευτική ηθική την προσωπική βούληση και κρίση, τον άξεστο αμόρφωτο Γελαδάρη που απέχει από την κοινωνική ζωή του τόπου και, αν και δεν γνωρίζει αρτίως τους κανόνες συμπεριφοράς, εντούτοις είναι αυτός που τρέφει τα πιο ευγενή και ειλικρινή αισθήματα, τον υπάκουο Υπάλληλο που ακολουθεί πιστά το αφεντικό του, για να προδοθεί εντέλει ακριβώς από την πίστη και την αφοσίωσή του.
Στο κέντρο αυτού του σύμπαντος, ο Μπρούνο, ο αμετανόητος ζηλιάρης σύζυγος· ο άνθρωπος που επί της ουσίας μεθοδεύει ο ίδιος την πτώση του, την καταστροφή της προσωπικής του ευτυχίας και γαλήνης. Μα κι αυτόν ο Κρομλένκ τον μεταχειρίζεται με συμπόνια και κατανόηση, υπογραμμίζοντας την ανθρώπινη φύση του πάθους.
Κι όμως, μέσα σε αυτό το σύμπαν των μοναχικών ανθρώπων, μέσα σε αυτό το περιβάλλον της διαρκούς αμφιβολίας του καθενός για τον εαυτό του και για τους άλλους, της δυσπιστίας και των μεγεθυμένων ατομικών παθών, ακούγεται διαρκώς –αρχικά με σουρντίνα, μα όσο προχωρεί το έργο, σιγά όλο και δυναμώνει– ένα άρρητο αίτημα, μια παρότρυνση για αντίσταση στη μοναχική πτώση, μια κραυγή αντίστασης στον ατομικισμό και την αποξένωση, μια ελπίδα υπαρκτής και υλοποιήσιμης ευτυχίας, μια κίνηση προς το φως, που ίσως μπορεί να ανακόψει την απεγνωσμένη μοναχική διαδρομή. Ένα αίτημα επίκαιρο και επιτακτικό που αξίζει να αφουγκραστούμε και να συλλογιστούμε.
«Ο έρωτας είναι μια… φάρσα» – άλλοτε εξαίσια, άλλοτε απαίσια… στο χέρι μας είναι να διαλέξουμε το πρίσμα της οπτικής μας.
Ελεάνα Τσίχλη
Σχόλιο μεταφράστριας για το έργο:Τι είναι ο Μεγαλοπρεπής κερατάς; Ο συγγραφέας του τον παρουσιάζει ως φάρσα και χρησιμοποιεί πολλούς από τους μηχανισμούς αυτού του θεατρικού είδους στην εξέλιξη της πλοκής του.
Όμως το ίδιο του το θέμα και όσα διακυβεύονται μέσα στο έργο του προσθέτουν μια δραματική υπόσταση όπου το χαμόγελο γίνεται όλο και συχνότερα μορφασμός, το γέλιο γίνεται όλο και συχνότερα μορφασμός, το γέλιο γίνεται πικρό, καταλήγοντας να μην είναι τίποτα άλλο παρά το προσωπείο των δακρύων.
Κι ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι πως αυτό το μείγμα κωμικού και τραγικού εκφράζεται μ΄ ένα χείμαρρο λυρισμού, με μια πληθωρική, μπαρόκ γλώσσα.
Το θέατρο του Κρομμλένκ δεν είναι ρεαλιστικό, δεν είναι καν αληθοφανές, είναι όμως ένα θέατρο από σάρκα και οστά, κι ας μοιάζουν οι χαρακτήρες του με φαντάσματα, με υπνοβάτες που δραπέτευσαν από έναν εφιάλτη, κι ας είναι το προσωπείο συστατικό στοιχείο της δραματουργίας του.
Συνδυάζοντας μια αυστηρή και ρωμαλέα δραματική πλοκή με μια αριστοτεχνική χρήση της αμφισημίας, με μια καλοζυγισμένη αναλογία φωτός και σκιάς, ο συγγραφέας δημιουργεί ένα έργο που αναμειγνύει τη φάρσα, το γκροτέσκο και το λυρικό, υπερβαίνοντας έτσι κάθε προσπάθεια διάκρισης των ειδών.
Έφη Γιαννοπούλου
Συντελεστές: Μετάφραση: Έφη Γιαννοπούλου, Σκηνοθεσία: Ελεάνα Τσίχλη, Σκηνικά-κοστούμια: Κωνσταντίνος Σκουρλέτης, Μουσική: Θοδωρής Αμπαζής, Κίνηση: Σοφία Παπανικάνδρου, Φωτισμοί: Νίκος Σωτηρόπουλος, Μουσική διδασκαλία: Παναγιώτης Μπάρλας, Βοηθός σκηνοθέτη: Ελένη-Μαρίνα Τζιγερτζή, Βοηθός σκηνογράφου-ενδυματολόγου: Έλλη Ναλμπάντη, Φωτογράφιση παράστασης: Τάσος Θώμογλου, Οργάνωση Παραγωγής: Αθανασία Ανδρώνη
*Β’ βοηθός σκηνοθέτη (στο πλαίσιο πρακτικής άσκησης): Μαρία Τέτου
*Β’ βοηθός ενδυματολόγου-σκηνογράφου (στο πλαίσιο πρακτικής άσκησης): Λυδία Λευκοπούλου
Παίζουν: Μελίνα Αποστολίδου (Φλοράνς), Γιώργος Δημητριάδης (Πέτρος, Εραστής, Χορός κερασφόρων), Χρήστος Διαμαντούδης (Νεαρός Βαρελάς, Εραστής, Χορός κερασφόρων), Έφη Δρόσου (Παραμάνα), Ευσταθία Λαγιόκαππα (Στέλλα), Νικόλας Μαραγκόπουλος (Εστρυγκό), Μαρία Μπαγανά (Κορνελί), Νίκος Ορτετζάτος (Εραστής, Χορός κερασφόρων), Παναγιώτης Παπαϊωάννου (Δήμαρχος), Θανάσης Ραφτόπουλος (Γελαδάρης), Δημήτρης Σιακάρας (Κόμης, Εραστής, Χορός κερασφόρων), Αλκιβιάδης Σπυρόπουλος (Εραστής, Χορός κερασφόρων), Γιώργος Στάμος (Μπρούνο).
Η παράσταση είναι κατάλληλη για άνω των 15 ετών.