Καλές πρακτικές για εξοικονόμηση ενέργειας
Μπορεί κάποιος να εξοικονομήσει ενέργεια και να περιορίσει τις δαπάνες για θέρμανση ως και 10%, αποκλειστικά και μόνο εφαρμόζοντας καλές πρακτικές αερισμού; Είναι αλήθεια ότι η μη συντήρηση του λέβητα μπορεί να επιβαρύνει την τσέπη του καταναλωτή ως και 15%;
H απάντηση είναι “ναι”, και σε μια εποχή που το κόστος της ενέργειας είναι από τα πιο υψηλά των τελευταίων χρόνων, με το ράλι ανόδου των τιμών της να μην έχει παρουσιάσει σημάδια επιβράδυνσης, η εφαρμογή καλών πρακτικών για εξοικονόμηση, είναι πιο αναγκαία από ποτέ.
“Στην πραγματικότητα υπάρχουν μέτρα που μπορούν να αμβλύνουν το πρόβλημα του ενεργειακού κόστους, αλλά ουσιαστική παρέμβαση, βαθιά τομή δεν υπάρχει άλλη από την ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων”, επισήμανε ο καθηγητής ενεργειακών συστημάτων στο τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών ΑΠΘ Άγις Παπαδόπουλος, πρόεδρος της ΕΥΑΘ ΑΕ. Μάλιστα, διευκρίνισε, ότι η αναβάθμιση των κτιρίων είναι “το μόνο που έχει πραγματικά νόημα, αφού ουσιαστικά κάποιος πετυχαίνει μείωση στο μισό της ενεργειακής απαίτησης”.
“Πολύς κόσμος δεν ξέρει κάποια από τα βασικά για το πως διαχειρίζεται κανείς πιο αποτελεσματικά το σπίτι του από ενεργειακής άποψης”, επισήμανε.
Το πόσο κοστοβόρο είναι ενεργειακά ένα κτίριο ή γενικά ένας χώρος, εξαρτάται από πολλές παραμέτρους και έτσι αν κάποιος κατοικεί, ή εργάζεται σε ένα σύγχρονο καλά θερμομονωμένο κτίριο της τελευταίας 10ετίας ή και 20ετίας, “ακόμη και λαθάκια να κάνει στο χειρισμό και στη λειτουργία των συστημάτων που διαθέτει, η επίπτωση θα είναι σχετικά μικρή”, είπε ο κ. Παπαπαδόπουλος, σημειώνοντας ότι το περιθώριο εξοικονόμησης δεν θα είναι τόσο μεγάλο.
Στον αντίποδα όμως, αν κάποιος κατοικεί ή δουλεύει σε κτίρια που χρονολογούνται από τη δεκαετία του 70 και πριν, τα οποία δεν είναι θερμομονωμένα ή διαθέτουν παλαιά συστήματα θέρμανσης, η εφαρμογή καλών πρακτικών χρήσης των συστημάτων ενέργειας είναι σημαντική, αφού κάθε λάθος πληρώνεται ακριβότερα.
Ο καθολικός αερισμός του σπιτιού είναι μια πρακτική που ακολουθείται στα περισσότερα ελληνικά νοικοκυριά και δικαίως γίνεται, αφού για λόγους υγιεινής οφείλουμε όλοι να την ακολουθούμε. Ωστόσο, σύμφωνα με τον κ. Παπαδόπουλο, ο αερισμός του σπιτιού θα πρέπει να γίνεται αυτόματα, δηλαδή, θα πρέπει να ανοίγουμε τα παράθυρα και τις μπαλκονόπορτες του σπιτιού μας διάπλατα για 20 λεπτά κάθε ημέρα, γεγονός που θα οδηγήσει στην ανανέωση του αέρα, ενώ ταυτόχρονα, με δεδομένο ότι σ’ αυτό το χρονικό πλαίσιο δεν προλαβαίνουν να κρυώσουν τα δομικά στοιχεία, δεν απαιτείται επαναθέρμανση του χώρου.
Σε δεύτερο στάδιο, το κάθε νοικοκυριό θα πρέπει να γνωρίζει πώς λειτουργεί το σύστημα θέρμανσης και ότι είναι μεγάλο λάθος να ανοιγοκλείνουμε τους διακόπτες. “Το σπίτι, ειδικά όταν είναι θερμομονωμένο, δεν το αφήνουμε ποτέ να κρυώσει εντελώς”, εξηγεί ο κ. Παπαδόπουλος, υπογραμμίζοντας ότι ακόμα και όταν φεύγουμε ρυθμίζουμε τη θερμοκρασία εντός στους 16 βαθμούς, έτσι ώστε μετά, όταν επιστρέψουμε και την ανεβάσουμε στους 22 βαθμούς, να μην χρειαστεί να “κάψει” πολύ ο λέβητας για να ζεστάνει.
Ως προς τα θερμαντικά σώματα, είναι μεγάλο λάθος να τα έχουμε καλυμμένα με έπιπλα, καλύμματα κλπ., αφού μειώνεται, σε πολύ μεγάλο βαθμό, η απόδοσή τους. Συμπληρωματικά, υπάρχουν σκληρά «φύλλα» από ανακλαστικό υλικό που τοποθετούνται ανάμεσα στο θερμαντικό σώμα και τον τοίχο και μειώνουν τις απώλειες θερμότητας μέσα από τον τοίχο.
Επιπροσθέτως, τα σπίτια που “κοιτούν” προς Νότο, στη διάρκεια της ημέρας, πρέπει να τα αφήνουμε να λιάζονται, καθώς μ’ αυτόν τον τρόπο εξοικονομούμε ως και 20% των αναγκών μας σε ενέργεια για θέρμανση. Το βράδυ συνιστάται να κλείνουμε πόρτες και παντζούρια, ώστε να “μπαίνει” όσο το δυνατό λιγότερο κρύο μέσα στο σπίτι. Υπάρχουν μάλιστα θερμομονωτικές κουρτίνες, που δεν διαφέρουν oπτικά από τις κοινές και μπορούν να τοποθετηθούν επιπρόσθετα προς αυτές, προκειμένου να διατηρείται ο χώρος ζεστός. Οι θερμομονωτικές κουρτίνες μπορούν να τοποθετηθούν και σε κρύους τοίχους (πχ βορεινούς) για να αμβλυνθεί το πρόβλημα του ψύχους.
Επίσης, ο καθηγητής του ΑΠΘ, συνιστά στα νοικοκυριά να κάνουν συντήρηση του καυστήρα τους κάθε χρόνο απαραίτητα και ταυτόχρονα να μην “βάζουν χέρι” από μόνοι τους στις ρυθμίσεις του συστήματος. Ένας καυστήρας που δεν έχει συντηρηθεί καίει έως και 15% περισσότερο και χωρίς τις ίδιες αποδόσεις. Επίσης, ένα συχνό λάθος που κάνουν πολλά νοικοκυριά, είναι να χαμηλώνουν τη θερμοκρασία εξόδου του νερού από το λέβητα, κάτι που αναγκάζει το σύστημα να δυσκολεύεται να ανταποκριθεί.
Στα σπίτια που θερμαίνονται με κλιματιστικά (που στην πραγματικότητα είναι αντλίες θερμότητας), πρέπει να έχει κανείς κατά νου ότι όταν ρυθμίζει σε όσο υψηλότερη θερμοκρασία το κλιματιστικό, η κατανάλωση αυξάνεται δυσανάλογα. Επομένως, όχι πάνω από 24 ή 25 βαθμούς. Για εξοικονόμηση ενέργειας στα κτίρια που χρησιμοποιούν ηλεκτρικούς θερμοσίφωνες, η λύση είναι η τοποθέτηση ηλιακών συλλεκτών, η χρήση των οποίων μπορεί να καλύψει ηλιακά έως και 80% των απαιτήσεων σε ζεστό νερό.
Πάντως, “οι πιο αποτελεσματικές παρεμβάσεις στα παλιότερα κτίρια είναι η αναδρομική θερμομόνωση και η αντικατάσταση κουφωμάτων”, επανέλαβε ο ο κ. Παπαδόπουλος, προσθέτοντας ότι “είναι παρεμβάσεις που έχουν αρκετά σημαντικό κόστος, αλλά αντιμετωπίζουν ριζικά το πρόβλημα, μειώνοντας τις απαιτήσεις για θέρμανση και ψύξη κατά περισσότερο από 50%”. Τέλος, συνιστά στους καταναλωτές την αξιοποίηση κάθε χρηματοδοτικού εργαλείου που διατίθεται, όπως το (πρόγραμμα) Εξοικονομώ-Αυτονομώ, υπενθυμίζοντας ότι αναμένονται σημαντικά κίνητρα και από τις δράσεις του Ταμείου Ανάκαμψης.