Κίνα: Πίσω από το οικονομικό θαύμα 7 δεκαετιών
Η πορεία της μεταμόρφωσης σε κορυφαίο καταναλωτή πρώτων υλών και εμπορική-επενδυτική δύναμη
Μια τεράστια, αλλά φτωχή χώρα. Χωρίς εμπορικούς εταίρους, χωρίς διπλωματικές σχέσεις, χωρίς εξωτερικά στηρίγματα. Ένας γίγαντας στην απομόνωση, καταδικασμένος στην επιδίωξη αυτάρκειας. Αυτή ήταν η εικόνα της Κίνας πριν από 70 χρόνια όταν έβγαινε από τον οδυνηρό εμφύλιο και το Κομμουνιστικό Κόμμα ερχόταν στην εξουσία. Εν έτει 2019 είναι μία οικονομία 14 τρισ. δολαρίων, η δεύτερη μεγαλύτερη στον πλανήτη, ο κορυφαίος καταναλωτής πρώτων υλών και μία εμπορική- επενδυτική δύναμη, που αντιμετωπίζεται ως μοναδική ευκαιρία και απειλή ταυτόχρονα από τον υπόλοιπο κόσμο.
Το καθεστώς έχει και αυτό αλλάξει -το εξωτερικό του προφίλ. Ανοίγει τις αγορές του και προβάλλεται ως πρωταθλητής και θεματοφύλακας της παγκοσμιοποίησης και του ελεύθερου εμπορίου. Γιατί στο εσωτερικό ο αυταρχισμός, η φίμωση κάθε φωνής κριτικής και η καταπίεση καλά κρατούν. Το αόρατο χέρι της αγοράς και το βαρύ χέρι του κράτους σε απόλυτο συνδυασμό. Κάπως έτσι περιγράφουν οι ειδικοί μία κομμουνιστική οικονομία, που έπεισε τους ξένους επενδυτές να ρίξουν σε αυτήν 1,6 τρισ. δολάρια. Πρόκειται αναμφίβολα για ένα οικονομικό θαύμα. Πώς φτάσαμε όμως σε αυτό;
Η Κίνα μπήκε ουσιαστικά σε τροχιά οικονομικής μεταρρύθμισης πριν από 40 χρόνια, επί Ντενγκ Σιαοπίνγκ. Ο πληθυσμός του 1,4 δισ. σε συνδυασμό με τη βούλησή της να ανοίξει τις πύλες -έστω με πληθώρα περιορισμών- αποδείχθηκε επαρκές δέλεαρ για τη Δύση. Έβγαλε εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους της από τη φτώχεια, εκμεταλλευόμενη στο έπακρο τα οφέλη της παγκοσμιοποίησης και αυτό ήταν κάτι που ωφελούσε συνολικά την παγκόσμια οικονομία. Ας φανταστούμε μόνο τι θα γινόταν εάν αντί των αλματωδών ρυθμών ανάπτυξης, είχαμε μία στάσιμη οικονομία, της οποίας οι κάτοικοι θα επεδίωκαν κατά εκατομμύρια τη μετανάστευση προς αναζήτηση εργασίας.
Παράλληλα στελέχη του κόμματος έστελναν τα παιδιά τους για σπουδές στο εξωτερικό και εκείνα επέστρεφαν πίσω με νέες ιδέες και έχοντας λάβει γερές δόσεις οικονομικής και πολιτικής ελευθερίας. Όλα αυτά είχαν γεννήσει την ελπίδα ότι μαζί με την οικονομική ανάπτυξη και αναμόρφωση θα έρθει αν όχι ο εκδημοκρατισμός, τουλάχιστον μία μετάβαση σε ένα μονοκομματικό μοντέλο «σχετικής ανοχής», όπως αυτό της Σιγκαπούρης. Οι ελπίδες διαψεύστηκαν, με τα πράγματα μάλιστα να κινούνται προς την αντίθετη μάλλον κατεύθυνση επί Χου Τζιντάο και Σι Τζινπίνγκ.
Τα πρώτα βήματα
Η οικονομική μετάβαση όμως, που άρχισε μετά τον θάνατο του Μάο το 1976, συνεχίζεται αδιάκοπα. Το πρώτο βήμα του Ντενγκ για να αναμορφώσει την οικονομία ήταν να δώσει στους χωρικούς το δικαίωμα για δικές τους καλλιέργειες, γεγονός που βελτίωσε το βιοτικό επίπεδο, αλλά και περιόρισε τις ελλείψεις τροφίμων. Τρία χρόνια αργότερα, το 1979, ΗΠΑ και Κίνα αποκατέστησαν τους διπλωματικούς δεσμούς και τότε άνοιξε και η πόρτα στις πρώτες ξένες επενδύσεις. Τα κεφάλαια άρχισαν να εισρέουν από όσους ήθελαν να εκμεταλλευθούν τα φθηνά εργατικά χέρια και το εξαιρετικά χαμηλό κόστος παραγωγής.
Τις δεκαετίες 1980 και 1990 άνοιγαν σταδιακά οι τεράστιες αγορές της, όχι χωρίς διαμαρτυρίες πάντως για την αντιμετώπιση των ξένων εταιρειών, οι οποίες εν πολλοίς επιμένουν και σήμερα με καταγγελίες για κλοπή τεχνολογίας και τεχνογνωσίας στη μορφή της αναγκαστικής παραχώρησής της σε Κινέζους εταίρους.
Η μεγάλη ώθηση σε αυτή τη διαδικασία δόθηκε με την ένταξη της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, το 2001. Με τους δασμούς να μειώνονται σημαντικά και τα άλλα εμπορικά εμπόδια αρκετές εταιρείες της Δύσης αποφάσισαν να επενδύσουν δυναμικά στις ανάγκες των καταναλωτών της πολυπληθέστερης χώρας του πλανήτη, ενώ και τα κινεζικά προϊόντα άρχισαν να κάνουν την παρουσία τους παντού. Δεν άργησαν να έρθουν και οι διαμάχες με Ε.Ε. και ΗΠΑ για πρακτικές ντάμπινγκ- δηλαδή για παράνομες επιδοτήσεις σε κινεζικές χαλυβουργίες και άλλες βιομηχανίες προκειμένου να πωλούν τα προϊόντα τους στο εξωτερικό σε τιμές κάτω του κόστους.
Της Νατάσας Στασινού-naftemporiki.gr