Ιούνιος 1978: 6,5 Ρίχτερ πλήττουν τη Θεσσαλονίκη
Ο πρώτος σεισμός που σημειώθηκε σε μεγάλο αστικό κέντρο αποτέλεσε αφετηρία για την αντισεισμική θωράκιση της χώρας
Στις 20 Ιουνίου 1978 και ώρα 23.03 (τοπική) ένας σεισμός μεγέθους Mw=6.5 εκδηλώθηκε με επίκεντρο κοντά στις δύο λίμνες Βόλβη και Λαγκαδά, πλήττοντας τη συμπρωτεύουσα με μεγάλες ανθρώπινες απώλειες και τεράστιες κοινωνικές, οικονομικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις.
Η σεισμική δραστηριότητα στην περιοχή είχε αρχίσει από τις 23 Μαΐου με μια δόνηση μεγέθους Μ5.6 και συνεχίστηκε με μικρότερους σεισμούς, οι οποίοι τότε θεωρήθηκαν από πολλούς επιστήμονες ότι αποτελούσαν μετασεισμούς της δόνησης του Μαΐου.
Μία επίσης ισχυρή δόνηση ήταν αυτή στις 19 Ιουνίου με μέγεθος Μ5.2 μία μόλις ημέρα πριν από το κύριο γεγονός στις 20 του ίδιου μήνα.
Δυστυχώς όμως όλα αυτά τα σεισμικά γεγονότα δεν αποτελούσαν μετασεισμούς αλλά προσεισμούς του μεγάλου σεισμού που θα ακολουθούσε στις 20 Ιουνίου. Η σεισμική δραστηριότητα συνεχίστηκε και μετά τον κύριο σεισμό με σειρά εκατοντάδων μετασεισμών με μέγεθος έως και 5,1 (4 Ιουλίου).
Παρότι θα μπορούσε κάποιος να ισχυρισθεί ότι ήταν ένα συνηθισμένο φυσικό φαινόμενο, αφού κάθε τρία χρόνια κατά μέσον όρο γίνεται ένας σεισμός αυτού του μεγέθους στην Ελλάδα, ο σεισμός της Θεσσαλονίκης λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του είχε δυσανάλογες αρνητικές κοινωνικές επιπτώσεις, ιδιαίτερα στην πόλη της Θεσσαλονίκης.
Δεκάδες θύματα και τεράστιες ζημιές σε κτίρια και μνημεία
Οι επιπτώσεις στην πόλη της Θεσσαλονίκης εκτός από σημαντικές ήταν και πρωτοφανείς στη χώρα σε τέτοιο οικιστικό περιβάλλον. Ενα πολυώροφο κτίριο κατέρρευσε, 5.150 σπίτια υπέστησαν ζημιές εκ των οποίων 1.130 κατεδαφίστηκαν, 45 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους και 220 τραυματίστηκαν από την κύρια σεισμική δόνηση της 20ής Ιουνίου. Οι περισσότεροι νεκροί ήταν αποτέλεσμα της κατάρρευσης της οκταώροφης οικοδομής στην πλατεία Ιπποδρομίου, με αποτέλεσμα να βρουν τον θάνατο 29 από τους ενοίκους της και να τραυματιστούν σοβαρά οι υπόλοιποι. Αντίθετα με την πόλη της Θεσσαλονίκης, οι ζημιές στο επίκεντρο κοντά στις λίμνες Βόλβη και Λαγκαδά, ήταν μάλλον μέτριες για σεισμό μεγέθους 6,5 Ρίχτερ.
Συνολικά οι υλικές ζημιές ξεπέρασαν το ένα δισεκατομμύριο ευρώ με σημερινές τιμές. Συγκεκριμένα, 9.480 οικοδομές υπέστησαν μη επισκευάσιμες βλάβες (3.170 στη Θεσσαλονίκη, μεταξύ των οποίων 35 σχολεία), 23.589 σοβαρότερες βλάβες (13.918) και 67.541 μικρότερες (49.071 στη Θεσσαλονίκη). Εξίσου σημαντικές ήταν οι ζημιές που υπέστησαν τα βυζαντινά μνημεία της πόλης, για τα οποία μέχρι τότε δεν είχαν ληφθεί κάποια μέτρα όσον αφορά τη συντήρηση και την προστασία τους από τη σεισμική δραστηριότητα. Συγκεκριμένα, είχαν να συντηρηθούν από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, το 1912.
Ο σεισμός έγινε αισθητός σε πολλά μέρη της Ελλάδας, κυρίως στα βόρεια της χώρας, αλλά και σε πολλές περιοχές της Βουλγαρίας, της νότιας τότε Γιουγκοσλαβίας και της Αλβανίας.
Ηταν η πρώτη φορά στην ιστορία της Ελλάδας που μια σεισμική ακολουθία τόσο μεγάλου μεγέθους επηρέασε τόσο πολύ μια μεγάλη πόλη, με ψηλά κτίρια, όπως η Θεσσαλονίκη. Η διάρκεια της αλληλουχίας των προσεισμών και τα μεγέθη των δονήσεων ήταν ασυνήθιστα μεγάλα. Επιπροσθέτως, ήταν από τις ελάχιστες περιπτώσεις μέχρι τότε στη σεισμική ιστορία της Ελλάδας, που συσχετίστηκε το ίχνος του σεισμικού ρήγματος στην επιφάνεια της γης, απευθείας με τη σεισμική εστία.
Στην επίκεντρη περιοχή αποκαλύφθηκαν τρεις κύριες γραμμές ρήγματος στην επιφάνεια. Η πρώτη με διεύθυνση ΝΑ-ΒΔ (128′) και μήκος περίπου 8 χλμ. βρέθηκε μεταξύ των χωριών Στίβος – Σχολάρι – Ευαγγελισμός σε τεταρτογενείς ιζηματογενείς αποθέσεις. Η δεύτερη διάρρηξη του ρήγματος είχε γενική κατεύθυνση Α-Δ (75′ έως 100′) και ορατό μήκος περίπου 12 χλμ., και εντοπίστηκε κατά μήκος των χωριών Περιστερώνας – Στίβος – Νικομηδινό – Λαγκαδίκια – Γερακαρού. Αυτή η γραμμή θραύσης εμφανίστηκε κυρίως σε πρόσφατες ιζηματογενείς αποθέσεις (Νεογενές και Τεταρτογενές). Η τρίτη γραμμή ρήγματος εντοπίστηκε μεταξύ των δύο προαναφερθεισών γραμμών σε αλλουβιακές αποθέσεις της κοιλάδας με κατεύθυνση από το χωριό Στίβος προς τα ανατολικά της όχθης της λίμνης Λαγκαδά με διεύθυνση ΒΔ-ΝΑ (110′) σε μήκος περίπου 5 χλμ.
Η ισχυρή σεισμική επιτάχυνση του σεισμού της Θεσσαλονίκης το 1978 καταγράφηκε από έναν αναλογικό επιταχυνσιογράφο, τον μοναδικό μέχρι τότε, εγκατεστημένο στο ιστορικό κέντρο της πόλης της Θεσσαλονίκης (Ξενοδοχείο City). To όργανο αυτό είχε εγκατασταθεί από τον νυν ομότιμο καθηγητή του τμήματος των Πολιτικών Μηχανικών του ΕΜΠ, Παναγιώτη Καρύδη. Ηταν η πρώτη σημαντική καταγραφή εδαφικής επιτάχυνσης στον ελληνικό χώρο που μπορούσε να συσχετιστεί με τις βλάβες σε παλιές και σύγχρονες κατασκευές ενός μεγάλου αστικού κέντρου, όπως η Θεσσαλονίκη, γεγονός το οποίο είναι τεράστιας σημασίας για την ερμηνεία των βλαβών στα κτίρια και στις υποδομές, αλλά και για τον σχεδιασμό νέων, σύγχρονων αντισεισμικών κατασκευών.
Η αντίδραση της πολιτείας και η σύσταση του ΟΑΣΠ
Ο σεισμός της Θεσσαλονίκης αποτέλεσε σταθμό για την επιστήμη της Σεισμολογίας και της Αντισεισμικής Μηχανικής, για την πολιτεία και την κοινωνία, καθώς ήταν ο πρώτος που σημειώθηκε σε μεγάλο αστικό κέντρο. Αποτέλεσε τον σεισμό που έδωσε ώθηση στην επιστημονική κοινότητα για εφαρμοσμένη έρευνα και στην πολιτεία για την ανάπτυξη επιστημονικών δομών, σεισμολογικών δικτύων, αντισεισμικών κανονισμών και κανονιστικών διατάξεων και οδήγησε στην κατάρτιση των πρώτων σχεδίων οργάνωσης και διαχείρισης σχετικά με την πρόληψη και την αντιμετώπιση του σεισμικού κινδύνου.
Οι σεισμοί του 1978 στη Θεσσαλονίκη και του 1981 στην Αθήνα αποτέλεσαν την αφορμή για την ίδρυση του Ινστιτούτου Τεχνικής Σεισμολογίας και Αντισεισμικών Κατασκευών (ΙΤΣΑΚ) και του Οργανισμού Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας (ΟΑΣΠ) το 1983, αρμόδιου φορέα της πολιτείας για τον σχεδιασμό της αντισεισμικής πολιτικής της χώρας.
Και οι δύο φορείς, οι οποίοι σήμερα έχουν συγχωνευθεί, πρόσφεραν στα 40 χρόνια λειτουργίας τους τεράστιο επιστημονικό, τεχνικό, επιχειρησιακό και κοινωνικό έργο. Ο ελληνικός Αντισεισμικός Κανονισμός και οι κανονιστικές διατάξεις είχαν ευρεία εφαρμογή στις κατασκευές και στις υποδομές της χώρας, με αποτέλεσμα να έχουμε τις λιγότερες επιπτώσεις σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, καθιστώντας τη χώρα σεισμικά ανθεκτική, πρότυπο για όλες σχεδόν τις χώρες με σεισμικό πρόβλημα.
Αυτό επιτεύχθηκε με τη συγκρότηση επιστημονικών επιτροπών, αξιολογώντας όλους τους Ελληνες μηχανικούς και γεωεπιστήμονες, οι οποίοι παρήγαγαν ένα τεράστιο επιστημονικό και τεχνικό έργο.
Η συμβολή του ΟΑΣΠ στον επιχειρησιακό σχεδιασμό και στη διαχείριση των σεισμικών καταστροφών είναι καταλυτικός, παρέχοντας άμεσο έργο σε επίπεδο προκαταστροφικό, συνκαταστροφικό και μετακαταστροφικό.
Η διεξαγωγή ασκήσεων, η ετοιμότητα, η συμβολή στη διαχείριση της έκτακτης ανάγκης, οι οδηγίες για ασφαλή διαφυγή-καταφυγή των πολιτών, η οριοθέτηση περιοχών από την εκδήλωση συνοδών καταστροφικών γεωδυναμικών φαινομένων, οι οδηγίες για επισκευές σύγχρονων κτιρίων και ιστορικών μνημείων, είναι μερικές από τις δεκάδες αρμοδιότητες με τις οποίες ο ΟΑΣΠ συνέβαλε καταλυτικά σε μεγάλες σεισμικές καταστροφές στον ελληνικό χώρο.
Κυρίως όμως ο ΟΑΣΠ συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση της αντίληψης για τον σεισμικό κίνδυνο μέσα από συνεχείς αγώνες και προσπάθειες σε όλη τη χώρα. Οι Ελληνες πολίτες είναι σε υψηλό βαθμό ενημερωμένοι για το τι πρέπει να πράξουν πριν και μετά τον σεισμό και πώς πρέπει να αντιδράσουν κατά τη διάρκειά του. Εστιάζοντας στην εκπαίδευση των μαθητών στα σχολεία, διαμορφώνει τη σεισμική αντίληψη των νέων γενεών και καθιστά σωστά ενημερωμένους τους πολίτες σχετικά με την προστασία τους από το φαινόμενο. Αντιθέτως, για τους άλλους κινδύνους (πλημμύρες, πυρκαγιές) η αντίληψη, συνεπώς και οι αντιδράσεις σε μια κρίσιμη στιγμή, θεωρείται ότι δεν είναι καθόλου επαρκής, γεγονός το οποίο αναγνωρίζεται από το κοινωνικό σύνολο.
Σήμερα καλούμαστε πλέον να αντιμετωπίσουμε αρκετά πιο σύνθετες καταστάσεις, όπως η διαχείριση ενός σεισμικού γεγονότος παράλληλα με άλλες κρίσεις. Οσο η επιστήμη προχωράει όλο και περισσότερο, και νέα δεδομένα συλλέγονται και αξιοποιούνται από την επιστημονική κοινότητα, τόσο πιο αποτελεσματική είναι η εφαρμοσμένη έρευνα για τη διαχείριση του κινδύνου με στόχο την περαιτέρω μείωση των επιπτώσεων στη χώρα μας από τους σεισμούς, στους οποίους άλλωστε οφείλεται το μοναδικό φυσικογεωγραφικό πλαίσιο και κατ’ επέκταση η ανάπτυξη του πολιτισμού μας.
ΕΥΘΥΜΗΣ ΛΕΚΚΑΣ
- Ο δρ Ευθύμης Λέκκας είναι καθηγητής Τεκτονικής, Δυναμικής, Εφαρμοσμένης Γεωλογίας και Διαχείρισης Φυσικών Καταστροφών, πρόεδρος του Τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος, διευθυντής του ΠΜΣ «Στρατηγικές Διαχείρισης Περιβάλλοντος, Καταστροφών και Κρίσεων» του ΕΚΠΑ και πρόεδρος του Οργανισμού Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας.
Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου -kathimerini.gr