Θεσσαλονίκη: Φωνάζουν ανθρωπιά τα «τρελά βατράχια»
Μια ιστορία αλληλεγγύης επί σκηνής
Τα «Τρελά βατράχια» θα μπορούσαν να είναι η θεατρική διασκευή μιας κινηματογραφικής ταινίας. Αυτή την αίσθηση αφήνει η νέα παραγωγή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (ΚΘΒΕ) που «τσίμπησε» μία από τις πιο δημοφιλείς παραστάσεις της Γαλλίας για να τη μεταφέρει στην ελληνική θεατρική σκηνή. Η ασθμαίνουσα φύση του έργου, οι σκηνές που διαδέχονται η μία την άλλη με ταχύτητες φωτός, το φλας μπακ στον χρόνο, οι αλλαγές σκηνικών και ρόλων ενσωματωμένες στις σκηνές με μια ρευστότητα, δίνουν μια κινηματογραφική διάσταση στην περιπετειώδη κωμωδία με την οποία η Γαλλίδα σκηνοθέτις και συγγραφέας Μελοντί Μουρέ (σε μετάφραση Γιώργου Βουδικλάρη) προσεγγίζει ένα δραματικό γεγονός βασισμένο στο ομότιτλο βιβλίο της.
Ελκυστικός ο τίτλος του –δάνειο ενός σύγχρονου κινήματος αντίστασης στις επιπτώσεις της σύγχρονης τεχνολογίας, όπως η χρήση προσωπικών δεδομένων–, εξίσου ελκυστική και συναρπαστική είναι η ελάχιστα γνωστή, αληθινή ιστορία ανθρωπιάς και αλληλεγγύης δύο γιατρών, βγαλμένη μέσα από τη ζωή στην πιο σκοτεινή περίοδο του περασμένου αιώνα, τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Την ανακάλυψε η 33χρονη Μουρέ καθώς, ως δημοσιογράφος, ερευνούσε τις μεγάλες εφευρέσεις που σημάδεψαν την ιστορία της Πολωνίας. Μεταξύ αυτών ήταν και το εμβόλιο κατά του τύφου. Σκαλίζοντας τα αρχεία έπεσε πάνω στο ιδιοφυές σχέδιο των γιατρών Ευγένιου Λαζόφσκι και Στάνισλαβ Ματούλεβιτς, να χρησιμοποιήσουν το εμβόλιο του τύφου ως ένα αποδεικτικό μόλυνσης της περιοχής από τη θανατηφόρα ασθένεια, σώζοντας με το τέχνασμά τους τις ζωές 8.000 Εβραίων κατοίκων του χωριού Ροζαντόφ της Πολωνίας.
Λιτό αλλά ευρηματικό το σκηνικό του Ελί Σομιάκ σε επιμέλεια της Δανάης Πανά· τοποθετημένο πάνω σε τροχούς μετατρέπεται σε μπαρ της Νέας Υόρκης, σε πολωνικό διαμέρισμα, σε ιατρείο, σταθμό τρένων, ταχυδρομείο στα υγρά ή χιονισμένα σοκάκια, μεταπηδώντας από τη μια εποχή στην άλλη (1940, 1944, 1990). «Η “ασφάλεια” της χρονικής απόστασης επιτρέπει πολλαπλές φαντασιώσεις», εξηγεί στην Καθημερινή, η Μελοντί Μουρέ. «Τόσο στο βιβλίο όσο και στην παράσταση, γεφυρώνει το παρελθόν με το παρόν και η αφήγηση από τον ηλικιωμένο γιατρό που περιγράφει στην εγγονή του φίλου του τη δράση του παππού της Ευγένιου, διανθίζεται με χιούμορ δίνοντας στο έργο έναν ανάλαφρο τόνο».
«Στόχος δεν ήταν να κάνω μια αντιγραφή της γαλλικής παράστασης», διευκρινίζει η Γαλλίδα σκηνοθέτις. «Ο πυρήνας παραμένει ίδιος αλλά στο ΚΘΒΕ η σωματική δουλειά των δώδεκα ηθοποιών που υποδύονται περισσότερους από 25 χαρακτήρες, ξεκλείδωσε μια διαφορετική παράσταση με κινηματογραφική ατμόσφαιρα». Επί σκηνής, με βοηθό σκηνοθέτη τον Αλέξη Τζίμα, όλα μπλέκονται σαν δαντέλα. Οι εποχές, οι αλλαγές σκηνικών και ρόλων επί σκηνής από τους ηθοποιούς, χωρίς να διακόπτεται η ροή της ιστορίας, η κινηματογραφική μουσική σύνθεση του Σιμόν Μερέ (γράφει οπτική μουσική), οι χαρακτήρες των δύο γιατρών σε διαφορετικές ηλικίες (Στέλιος Καλαϊτζής και Θάνος Φερετζέλης), οι εξαιρετικές ερμηνείες όλων των ηθοποιών σε πρωτεύοντες και δευτερεύοντες ρόλους με πινελιές μπρουλέσκ, λειτουργούν σαν μια καλοκαρδισμένη ορχήστρα. «Αν κάτι πάει στραβά, έστω και μια κίνηση, θα συμπαρασύρει όλη τη ροή της παράστασης σαν ντόμινο», μας εξηγούσε η χορογράφος Νίνα Ντίνα που συνεργάζεται με το Theatre de La Ville και βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη αποκλειστικά για τα «Τρελά βατράχια».
Η Μελοντί Μουρέ μετέφερε στο θέατρο το τέχνασμα δύο γιατρών που έσωσε χιλιάδες Εβραίους στην Πολωνία κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου
Η Μουρέ προσέγγισε μια αληθινή ανθρώπινη ιστορία με χιούμορ και ευαισθησία για να αναρωτηθούμε, υπάρχουν «τρέλα βατράχια» σήμερα; «Μπορεί το ποσοστό τους να είναι μικρό –όπως έδειξε το πείραμα του Μίλιγκραμ– αλλά υπάρχουν», απαντά. «Τρελά βατράχια είναι όσοι αντιστέκονται στον παραλογισμό κάθε εξουσίας. όσοι αρνούνται να υπακούσουν σε μικρές ή μεγαλύτερες εντολές βίας και αδικίας. όσοι έχουν αντιληφθεί ότι ο πλανήτης “πάει στα βράχια” και αλλάζουν τις καταναλωτικές τους συνήθειες. όσοι αγωνίζονται στο Ιράν για τα δικαιώματά τους».
Μήπως δεν ήταν και η ίδια σαν τα «τρελά βατράχια» με τους εννέα ηθοποιούς που «ψάρεψε» από δραματικές σχολές και τηλεοπτικές σειρές για να ανεβάσουν σε παράσταση το πρώτο της βιβλίο, κάνοντας πρόβες στο σαλόνι του σπιτιού της; «Ηταν ένα στοίχημα γιατί η παράσταση στο Παρίσι αγκαλιάστηκε από θεατές κάθε ηλικίας. Ημουν τυχερή».
Η παράσταση παίζεται ασταμάτητα από το 2018 (εκτός του πανδημικού lockdown) στο Παρίσι και σε περιοδείες (600 παραστάσεις), κερδίζοντας διακρίσεις και υποψηφιότητες στα βραβεία Molieres. Ηδη το δεύτερο έργο της «Ο αγώνας των γιγάντων» περιοδεύει σε διάφορες χώρες, ενώ τον περασμένο Σεπτέμβριο κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα για εφήβους («Max Tallent»). Πού αποδίδει την επιτυχία; «Στους κώδικες έκφρασης της γενιάς μου με τους οποίους γράφω και σκηνοθετώ. Η γραφή μου είναι λαϊκή, απλή και όχι λαϊκίζουσα και απλοϊκή. Το γράψιμο αφήνει ελεύθερη τη φαντασία ενώ το θέατρο, σε μια εποχή κατά την οποία ο κόσμος βρίσκεται πίσω από μια οθόνη, είναι ένα εξαιρετικό μέσο για να φέρει κοντά ανθρώπους από διαφορετικούς ορίζοντες, να “ζυμωθούν”, να προβληματιστούν. Αυτή άλλωστε είναι η μαγεία του θεάτρου».
«Τα τρελά βατράχια», Θέατρο Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, από Τετάρτη έως Σάββατο.
Γιώτα Μυρτσιώτη-kathimerini.gr