Θεσσαλονίκη: Κάποτε πρέπει να φυσήξει Βαρδάρης με όραμα
Κάθε Σεπτέμβριο η Θεσσαλονίκη έμπαινε σ’ ένα καλούπι. Ερωτική πόλη, πόλη του καφέ, συμπρωτεύουσα, συμβασιλεύουσα, μητρόπολη των Βαλκανίων, πόλη της καινοτομίας, των υπόγειων δυνάμεων και πάντα, μα πάντα, νέα.
Τα όποια προβλήματα της αποδίδονταν στην «γκρίνια» του μικρομέγαλου συγγενή. Όλα γίνονται στην Αθήνα, έλεγαν οι ντόπιοι, πάλι γκρινιάζει η πόλη της μπουγάτσας, έλεγαν οι άλλοι. Τα παράπονά σας στο υπουργείο Μακεδονίας Θράκης. Φανταστικό κτίριο.
Μεγαλώνοντας σε μια Θεσσαλονίκη που έβαζε τα καλά της μια φορά τον χρόνο για χάρη της ΔΕΘ και της πολιτικής παρέλασης που γινόταν και γίνεται, ένιωθες ότι η ίδια η πόλη λειτουργούσε κάπως σαν αγριεμένος έφηβος που έμενε μόνος στο σπίτι. Ξεκινούσε με πάρτι στο πανεπιστήμιο του ΑΠΘ αλλά συνέχιζε με κοκτέιλ μολότοφ στα γρασίδια και μαχαιρώματα στα γήπεδα. Έβαφε με σπρέι τα οθωμανικά της μνημεία και πάρκαρε τα αυτοκίνητά της στον τόπο που μαρτύρησαν οι Εβραίοι συντοπίτες της. Έκλεινε τις εφημερίδες, τα εργοστάσια και τα μαγαζιά της και στη θέση της άνοιγε καφετέριες, φούρνους και ζαχαροπλαστεία. Μέσα στην παραζάλη της δημιουργούσε λογοτέχνες, ποιητές, μουσικούς αλλά πριν προλάβουν να βγουν στη σκηνή κάτι γινόταν και τους ξαπόστελνε στην Αθήνα ή ακόμα πιο μακριά. Είναι ωραίο να σε ξέρει όλος ο κόσμος από το μπουγατσάν αλλά ακόμα και οι foodies του Ίνσταγκραμ ξέρουν ότι για να δέσει το γλυκό χρειάζονται γερές βάσεις.
Το χαμηλό ταβάνι της πόλης ήρθε και το σάρωσε η οικονομική κρίση. Η μιζέρια και η ανέχεια απλώθηκαν πάνω της και δεν λένε να φύγουν. Τα πάντα έγιναν πιο μικρά, πιο φθηνά και πιο πρόχειρα. Οι αρτηρίες της έχουν φρακάρει όπως η Τσιμισκή σε ένα καθημερινό μποτιλιάρισμα. Δεν υπάρχει και μετρό.
Κάθε Σεπτέμβριο λοιπόν η πόλη αποκτούσε ένα διαφορετικό πρόσωπο στα περιοδικά και στα αφιερώματα αλλά για τους περισσότερους η ζωή ήταν απλώς η ίδια. Πώς μπορείς να μιλήσεις για μια ενιαία πόλη όταν τίποτα δεν είναι ενιαίο; Η απόσταση από την πλατεία Ναυαρίνου μέχρι την Αριστοτέλους και από το Πανόραμα μέχρι το Κορδελιό και τη Μενεμένη είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ όσο λέει ο χάρτης. Όλα τα άλλα είναι κατασκευές και αφηγήματα.
Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει μία Θεσσαλονίκη αλλά πολλά και διαφορετικά πρόσωπα που ανάλογα με τις συνθήκες βγαίνουν στην επιφάνεια. Άλλες φορές η πόλη κοιτάζει μέσα της, στον βαθύ συντηρητισμό της και άλλες βλέπει τον εαυτό της από τη θάλασσα με το φως του ήλιου που βασιλεύει. Το φως όμως δεν μπορεί να φτάσει στα στενάκια της Κασσάνδρου και τις Ολύμπου ούτε στα γήπεδα της Τούμπας και της Χαριλάου. Σκοντάφτει στους ελεγκτές της νυχτερινής εναέριας κυκλοφορίας που κρύβονται στις σκιές και στην ομίχλη της. Κάποτε πρέπει να φυσήξει ένας Βαρδάρης με όραμα.
Σάκης Ιωαννίδης-kathimerini.gr