Θεσσαλονίκη: Η μεγάλη σιωπή (ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ)
Η Θεσσαλονίκη είδε μέσα σε λίγες ημέρες το πιο σκληρό πρόσωπο της πανδημίας και η χώρα παρακολουθεί σύσσωμη τον αγώνα μιας πόλης.
Είκοσι λεπτά πριν από τα μεσάνυχτα. Μετακίνηση νούμερο 0. Δεν χρειάζομαι sms για να ανέβω στην ταράτσα. Από εκεί βλέπω την έρημη πόλη. Χωρίς γέλια, αυτοκίνητα ή φώτα. Ο μεταλλικός ήχος του απορριμματοφόρου και τα λαϊκά που ακούγονται από το ραδιοφωνάκι που έχει ο άστεγος άνδρας για συντροφιά είναι τα μόνα που σπάνε τη σιωπή. Τα γράμματα που περνούν από τις οθόνες στις στάσεις λεωφορείων μού θυμίζουν αυστηρά ότι και το Φεστιβάλ Κινηματογράφου θα το απολαύσω φέτος μόνο από τον υπολογιστή.
Άλλοτε, τέτοια εποχή η Θεσσαλονίκη θα χόρευε στους ρυθμούς της μεγάλης της γιορτής, με πάρτι, τέχνη, ταινίες και ανθρώπους από όλο τον κόσμο να περπατούν στους δρόμους της. Τώρα σιωπή. Και φόβος, ένας βαθύς, μεγάλος φόβος γι’ αυτό που ήρθε και το άγνωστο που έρχεται. Η πόλη ζει με σφιγμένα τα δόντια. Ο ιός είναι εντός των πυλών. Η διασπορά του ακόμη ανεξέλεγκτη και η ταχύτητά του σαρωτική. Η Θεσσαλονίκη μετράει καθημερινά κρούσματα, θύματα και τις εντατικές της, που σε κάθε εφημερία λιγοστεύουν.
Κάποτε ήταν μια «καθαρή» πόλη
Εμείς, οι πολίτες της, που στο πρώτο κύμα μετά βίας ξέραμε κάποιον που νόσησε και τον Οκτώβριο χαιρόμασταν για την «καθαρή» πόλη, τώρα κάθε μέρα ακούμε και για έναν ακόμα, φίλο, γνωστό, συγγενή, που κόλλησε ή έχει νοσηλευτεί. «Και αυτός; Μα πώς; Πρόσεχε, ήταν σχολαστικός, φορούσε μάσκα. Στο νοσοκομείο; Μα είναι 35 χρονών! Είναι λογικό;» Είναι «λαχείο», θα μου πει ένας καθηγητής γιατρός όσο συζητάμε. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να προσέχεις. Τι να πρωτοπροσέξεις, όμως, όταν ο ιός έχει εισχωρήσει με τέτοιο τρόπο στην κοινότητα;
Οι ζωές μας κυλούν σχεδόν κανονικά και βρίσκουμε τρόπο να προσαρμόζουμε την καθημερινότητά μας στις μάσκες, στα αντισηπτικά, στις απαγορεύσεις κυκλοφορίας και στα νέα πρωτόκολλα ασφαλείας. Τα πρωινά είναι πιο εύκολα. Ξυπνάς με τη φωνή της διπλανής που καλημερίζει τους 15χρονους μαθητές της από το διαδίκτυο, δουλεύεις και απολαμβάνεις κλεφτά το ζεστό φως του φθινοπώρου. Το απόγευμα όμως, που πλέον σκοτεινιάζει πιο νωρίς, τα πράγματα κάπως δυσκολεύουν. Είναι ο αφόρητα ίδιος εγκλεισμός, οι ειδήσεις, τα ποσοστά, οι αριθμοί: «Ένας στους δέκα το έχει», «ένας στους πέντε το έχει», «ένας στους τρεις», «γίνεται επιλογή ασθενών», «25χρονος χωρίς υποκείμενο νόσημα μπήκε στην εντατική». Τίτλοι που ακούγαμε κάποτε στα διεθνή. Πώς φτάσαμε να είμαστε εμείς το πρώτο θέμα στις ελληνικές ειδήσεις; Τη στιγμή που η ψυχραιμία χάνεται, κάνεις το αγωνιώδες τηλέφωνο στον γονιό, στον ηλικιωμένο, στον ευπαθή: «Μη βγεις από το σπίτι αν δεν είναι ανάγκη. Σε παρακαλώ. Τα πράγματα δυσκολεύουν. Να προσέχεις. Σε αγαπώ». Μια ψευδαίσθηση απόκτησης του ελέγχου και μια γλυκιά κουβέντα που έχεις μέρες να πεις από κοντά.
Και η μεγάλη ελπίδα
Ανεβαίνω στην ταράτσα για να πάρω μια ανάσα διαφορετική. Τα φανάρια αναβοσβήνουν δίχως λόγο και το περιπολικό που έχει στηθεί επί μέρες στην Αριστοτέλους μού θυμίζει πως τίποτα δεν έχει αλλάξει. Απέναντι, όμως, δύο άνθρωποι ρίχνουν τις μεγάλες σειρές λαμπάκια που τώρα κρέμονται στην γκρίζα πρόσοψη του εμπορικού. Από Δευτέρα θα φωτίζουν τον κεντρικό δρόμο, δίνοντας άλλη πνοή. Η πόλη προετοιμάζεται για τα Χριστούγεννα.
Δίπλα στον φόβο και στην αγωνία, θα τρυπώσει η χαρά, η ζεστασιά και η ελπίδα. Η ελπίδα για ένα θαύμα, η ελπίδα ότι ο χρόνος που έρχεται θα είναι λιγότερο σκοτεινός από αυτόν που φεύγει και ότι αυτός που φεύγει θα αφήσει πίσω του τραύματα που θα επουλώσουμε μαζί. Χτυπάει μήνυμα. Η γυναίκα του φίλου το ξεπέρασε και έχει γυρίσει σπίτι.
Της Αλεξίας Καλαϊτζή – kathimerini.gr