Θα γιορτάσουμε «ωσεί παρόντες»
Μαρία Κατσουνάκη – kathimerini.gr
«Από καιρό ήθελα να σου μιλήσω για κάτι. Για την αξία της ασημαντότητας. (…) Η ασημαντότητα είναι η ουσία της ύπαρξης. Είναι μαζί μας παντού και πάντοτε. (…) Το θέμα δεν είναι απλώς να την αναγνωρίσουμε, πρέπει να την αγαπήσουμε, πρέπει να μάθουμε να την αγαπάμε. (…) είναι το κλειδί της σοφίας, είναι το κλειδί της ευδιαθεσίας…».
Το απόσπασμα, αρκούντως τεμαχισμένο, είναι από τις τελευταίες σελίδες του μυθιστορήματος του Μίλαν Κούντερα «Η γιορτή της ασημαντότητας» (2014, στην εξαιρετική, πάντα, μετάφραση του Γιάννη Η. Χάρη). Αυτό το ανάλαφρο παιχνίδι με τον στοχαστικό σαρκασμό του 85χρονου, τότε, Κούντερα είναι μια ευχάριστη υπενθύμιση στη σημερινή συνθήκη της πανδημίας. Σε αυτό το περιβάλλον, εσωτερικό και εξωτερικό, στο οποίο κυριαρχούν ανασφάλεια, κούραση, στασιμότητα και θυμός (όπως ανέδειξε πρόσφατη δημοσκόπηση), ο Τσέχος συγγραφέας ανασύρει κάτι που έχουμε λησμονήσει: πως τα μεγάλα προβλήματα της ζωής και της Ιστορίας έχουν τη φαιδρή τους όψη. Αν αφαιρέσει κανείς την ασημαντότητα, τότε αφήνεται έρμαιο μιας πραγματικότητας συρρικνωμένης, αυτόν τον καιρό, από τον φόβο.
Το εγκώμιο που πλέκει ο Κούντερα σε ό,τι συνήθως αποκηρύσσουμε μετά βδελυγμίας και ηχεί, όταν το προφέρουμε, ως ύβρις, είναι λυτρωτικά απενοχοποιητικό. Η σοβαρότητα των μεγάλων αληθειών γίνεται σκόνη μέσα στα, παραδόξως, ήσυχα διαμερίσματα και στις προστατευμένες ζωές μας. Η διαρκής απειλή του κορωνοϊού απομακρύνει από την ομορφιά του ασήμαντου: ενός ξέγνοιαστου περιπάτου, γέλιου, μιας τυχαίας συνάντησης ή συναναστροφής. Το λεξιλόγιο που χρησιμοποιούμε βαφτίζει την καθημερινότητά μας αλλιώς. Παράδειγμα: Πόσες επαφές είχατε σήμερα; Ιχνηλατούνται; Τηρείτε με ευλάβεια όλα τα πρωτόκολλα;
Χρειάζεται θάρρος για να αναγνωρίσουμε την ασημαντότητα σε τόσο δραματικές συνθήκες και να την πούμε με το όνομά της. Παράξενη κατάσταση, που συμπαρασύρει όλες τις αισθήσεις και τις εκφράσεις στην «παραξενιά» της. Το άγγιγμα, το γέλιο, την ομιλία, το περπάτημα. Ολα μοιάζουν όπως πριν, αλλά δεν είναι. Οπως και τα Χριστούγεννα. Θα γιορτάσουμε «ωσεί παρόντες». Σαν να είμαστε όλοι μαζί, σε πολύβουα τραπέζια με φροντισμένα εδέσματα και ετήσιες συνάξεις. Φέτος, μοναχικά και πολύ προσεκτικά, θα πρέπει να αναζητήσουμε αλλού το «κλειδί της ευδιαθεσίας». Με τη στενή οικογένεια (ό,τι συνιστά οικογένεια για τον καθένα), υποδυόμενοι τους πρωταγωνιστές ενός ευφάνταστου σεναρίου. Θα δοκιμαστούμε σε μια αλλόκοτη κατάσταση. Θα ασκηθούμε ανάλογα με τα αποθέματα του καθενός, σε χιούμορ, ελαφρότητα, ανεμελιά, ευρηματικότητα. Ούτε θλίψη ούτε νοσταλγία. Είναι και μια καλή πειθαρχία στην ελάχιστη δυνατή κατανάλωση. Στο ξόδεμα –εν γένει– που συνόδευε ως απαραίτητο αξεσουάρ τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά. Ας δούμε τις γιορτές αλλιώς. Με λιγότερη ματαιότητα και περισσότερη «ασημαντότητα».
Ισως είναι ευκαιρία να αποδεχθούμε τα ελλείμματα, τις ανεπάρκειες, να έρθουμε πιο κοντά με την αδυναμία που επιβάλλει μια εξωτερική συνθήκη. Δεν μπορούμε να βγούμε, να συναναστραφούμε, να διασκεδάσουμε. Μια ακούσια εκπαίδευση στο, επί της ουσίας, «ασόβαρο». Αυτό που δεν υπακούει σε κανόνες ψυχαγωγίας ή καλής συμπεριφοράς, στον υποχρεωτικό ρόλο της «καλής οικοδέσποινας» ή του επιθυμητού καλεσμένου. Ενα μικρό διάλειμμα σε μια εορταστική ρουτίνα που, όταν την είχαμε, την υποδεχόμασταν κουρασμένοι, και τώρα που θα τη στερηθούμε, αναγκαστικά, αποφασίσαμε να τη νοσταλγήσουμε, ενισχύοντας τη, δεδομένη, μελαγχολική διάθεση των ημερών.
Τα Χριστούγεννα μετρούν όχι μόνο οι παρουσίες αλλά και οι απουσίες. Ο κύκλος της ζωής γίνεται περισσότερο εμφανής. Νεοεισερχόμενοι και εκλιπόντες. Φέτος, μάλιστα, που και στη χώρα μας οι νεκροί από τον κορωνοϊό είναι χιλιάδες, θα υπάρχουν εκατοντάδες οικογένειες με νωπές απώλειες. Γιαγιάδες και παππούδες, γονείς, συγγενείς, φίλους. Η θέση τους θα είναι κενή στο τραπέζι. Κι αυτήν την πραγματικότητα δεν μπορεί να την αποφύγει κανείς. Βίαιοι αποχωρισμοί. Βίαιοι γιατί τα θύματα του κορωνοϊού έφυγαν μόνα, χωρίς κανέναν δικό τους άνθρωπο στον πλευρό τους να τους ενθαρρύνει ή να τους κρατήσει το χέρι. Κι αυτό είναι ένας επιπλέον λόγος για να γιορτάσουμε την ασημαντότητα· τη φθαρτότητα της τόσο εφήμερης –και για τούτο τόσο φλύαρης– ύπαρξής μας. Εδώ, ίσως, να βρίσκεται και το «κλειδί της σοφίας».