ΤΕΧΝΕΣ

Η ώρα του ελληνικού σινεμά

Ισως σε πρώτη ανάγνωση να φαντάζει λίγο παράξενο, ωστόσο η χρονιά που πέρασε μπορεί να χαρακτηριστεί ως πολύ θετική για το ελληνικό σινεμά, τουλάχιστον σε επίπεδο παραγωγής.

Μιλάμε φυσικά για ταινίες οι οποίες στη συντριπτική πλειονότητά τους γυρίστηκαν στην προ πανδημίας εποχή, ξεκίνησαν ωστόσο το ταξίδι τους στον κόσμο μέσα σε αυτή και κατάφεραν να ξεχωρίσουν με το σπαθί τους. Αλλες πάλι, παρά το γεγονός ότι έχουν διανύσει σημαντική πορεία αποσπώντας πολύ θετικά σχόλια στον μικρόκοσμο των διεθνών φεστιβάλ, περιμένουν ακόμα τις συνθήκες που θα τους επιτρέψουν την έξοδο στην αίθουσα.

Από τον συγκεντρωτικό απολογισμό του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου που δημοσιεύθηκε πρόσφατα, φαίνεται πως το εγχώριο σινεμά είχε αληθινά πολύπλευρη παρουσία το 2020. Αρχικά σε εμπορικό επίπεδο με την «Ευτυχία» του Αγγελου Φραντζή, η οποία ύστερα από αρκετά χρόνια υπενθύμισε πως η επιτυχία στα ταμεία (670.000 εισιτήρια) μπορεί να συνδυαστεί με το ποιοτικό κινηματογραφικό αποτέλεσμα. Το ίδιο, σε μικρότερο βαθμό, λόγω των γνωστών περιορισμών, κατάφερε και η «Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς» του Γιάννη Οικονομίδη, που εξελίχθηκε σε μίνι φαινόμενο, ιδιαίτερα ανάμεσα στους νεότερους θεατές.

Σε αντίθεση πάντως με προηγούμενα χρόνια, οι πραγματικά καλές ταινίες δεν εξαντλήθηκαν σε 2-3 τίτλους. Τα «Μήλα» του Χρήστου Νίκου, με συμμετοχή σε 18 φεστιβάλ και 7 βραβεύσεις, αποτελούν την ελπίδα της χώρας ακόμα και για τα επερχόμενα Οσκαρ· η «Αλυτη» του Μίνωα Νικολακάκη (13 φεστιβάλ) μας σύστησε ένα όμορφο σκοτεινό παραμύθι· το «Digger» του Τζώρτζη Γρηγοράκη (15 φεστιβάλ, 3 βραβεία) είναι ένα πραγματικά άρτιο από κάθε άποψη φιλμ και απίθανο ντεμπούτο· ο «Απόστρατος» του Ζαχαρία Μαυροειδή (4 φεστιβάλ) χειρίστηκε με έξυπνο τρόπο ένα σύγχρονο θέμα· το «Παρί» του Σιαμάκ Ετεμάντι (19 φεστιβάλ, 1 βραβείο) ήταν ίσως η μεγαλύτερη έκπληξη της χρονιάς, με φοβερή δουλειά και σε αισθητικό επίπεδο.

i-ora-toy-ellinikoy-sinema0
Ο Βαγγέλης Μουρίκης είναι ο (εκπληκτικός) πρωταγωνιστής στο «Digger» του Τζώρτζη Γρηγοράκη.

Σημαντικές επιτυχίες υπήρξαν και στα μικρού μήκους φιλμ. Ενδεικτικά αναφέρουμε πως ο υπέροχος «Ηλεκτρικός κύκνος» της Κωνσταντίνας Κοτζαμάνη πήρε μέρος σε 55 φεστιβάλ αποσπώντας 18 βραβεία, το «Ολες οι φωτιές η φωτιά» του Ευθύμη Kosemund Σανίδη έφθασε σε 31 φεστιβάλ και πήρε 3 βραβεία, ενώ πολύ καλή πορεία έχει ήδη σημειώσει και το πιο πρόσφατο «Bella» της Θέλγιας Πετράκη.

Επιπλέον, αρκετές από τις ταινίες που αναφέρθηκαν παραπάνω αποτέλεσαν διεθνείς συμπαραγωγές, με τους Ελληνες παραγωγούς να κερδίζουν την εμπιστοσύνη των ξένων συναδέλφων τους. Συγκεκριμένα, κατά τη διετία 2019-2020 η ξένη χρηματοδότηση σε 10 φιλμ μεγάλου μήκους (7 μυθοπλασίας και 3 ντοκιμαντέρ) ελληνικής πρωτοβουλίας ανήλθε σε 3.463.661 ευρώ. Το ΕΚΚ από την πλευρά του πρόσθεσε 1.043.000, ποσό πάντως που θα πρέπει να αυξηθεί σημαντικά αν θέλουμε να δούμε και άλλους Ελληνες δημιουργούς να ξεπετάγονται το επόμενο διάστημα.

Ο πρόεδρος του Δ.Σ. του Κέντρου, Μάρκος Χολέβας, συνοψίζει την πρόσφατη θετική πορεία του ελληνικού σινεμά ως εξής: «Εδώ και χρόνια υπάρχει μια παρεξήγηση ότι ο ελληνικός κινηματογράφος είναι ο φτωχός συγγενής τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό της χώρας και ότι η εμβέλειά του είναι περιορισμένη και εξαντλείται μέσα στην κλειστή κοινότητά του. Η πραγματική εμβέλεια όμως της ελληνικής ταινίας διαψεύδει τις δοξασίες αυτές και τα στοιχεία αποδεικνύουν ότι η δυναμική των Ελλήνων κινηματογραφιστών αναγνωρίζεται στο εξωτερικό και θέτει τις βάσεις για να επαναπροσδιορίσουν τη σχέση τους με το ελληνικό κοινό».

Αιμίλιος Χαρμπής – kathimerini.gr