Η σύγχρονη κουλτούρα γράφτηκε σε μια άδεια κασέτα
Τέσσερις δεκαετίες μετά την κυκλοφορία του και ακριβώς δεκαπέντε χρόνια μετά την οριστική παύση της παραγωγής του, το Sony Walkman υπάρχει ακόμα στις αναμνήσεις μας, αλλά κυρίως υπάρχει παντού γύρω μας με τον τρόπο που άλλαξε τη ζωή μας.
Όταν κυκλοφόρησε, κόστιζε όσο κοστίζει σήμερα ένα καλό κινητό. Ένα μάλλον μεγάλο ποσό για μια συσκευή που κάλυπτε μια ανάγκη που κανείς δεν γνώριζε ότι είχε. Έτσι, η Sony λάνσαρε κάπως επιφυλακτικά το πρώτο Walkman το καλοκαίρι του 1979, χωρίς μεγάλες προσδοκίες. Θα ήθελε ο κόσμος να ακούει μουσική με ακουστικά ενώ περπατούσε; Όσο έκανε γυμναστική; Στο μετρό; Στο πάρκο; Η απάντηση σήμερα φαντάζει αυτονόητη. Ναι, θα ήθελε. Οι πωλήσεις τις πρώτες εβδομάδες στην Ιαπωνία ξεπέρασαν κάθε πρόβλεψη και οι εξαγωγές στη Δύση, έναν χρόνο αργότερα, δημιούργησαν πολύμηνες λίστες αναμονής. Όλοι ήθελαν από ένα. «Όλοι» σημαίνει περίπου 200 εκατ. άνθρωποι. Τόσοι υπολογίζεται ότι αγόρασαν αυτή τη συσκευή (μόνο της συγκεκριμένης εταιρείας) από την πρώτη μέρα της κυκλοφορίας της μέχρι την τελευταία, πριν από ακριβώς δεκαπέντε χρόνια, στις 25 Οκτωβρίου του 2010, όταν ανακοινώθηκε ότι η παραγωγή του Walkman σταματάει. Νέες συσκευές και καινούργια μέσα κυριάρχησαν και το Walkman κρύφτηκε στα ντουλάπια ή πετάχτηκε στα σκουπίδια. Η τεχνολογία το ξεπέρασε. Ή, αν θέλουμε να εξετάσουμε την ιστορία από μια άλλη οπτική, δεν το ξεπέρασε ποτέ.
Υπήρχε ήδη μια φορητή συσκευή αναπαραγωγής μουσικής, το τρανζιστοράκι, ωστόσο το Walkman, εκτός από εύκολα μεταφερόμενο, πρόσθεσε την επαναστατική παράμετρο της εξατομίκευσης. Ο καθένας μπορούσε να ακούει τη μουσική της επιλογής του και μέσα σε λίγα χρόνια η κασέτα έγινε το σημαντικότερο μέσο προώθησης μουσικής (επισήμως ξεπέρασε σε αριθμό πωλήσεων τα βινύλια το 1983), ενώ ξεκίνησε και η μόδα των mixtape, με εκατομμύρια ακροατές να ανακατεύουν τα αγαπημένα τους τραγούδια σε άδειες κασέτες – πριν από τις ατέρμονες λίστες του YouTube ή του Spotify, υπήρχε εκείνο το χοντρό κουμπί με την ένδειξη «rec» στο διπλό κασετόφωνο που γέννησε μια εξαιρετικά διαδραστική προσέγγιση στον τρόπο που ακούμε μουσική. Σχετικά με τις κασέτες, μια μικρή παρένθεση: αυτούς τους μήνες του 2020 που η ανθρωπότητα έχει ζήσει πολλές στιγμές που δεν μπορούσε να φανταστεί, παρατηρείται επίσης αύξηση της τάξης του 103% στις πωλήσεις μουσικής σε κασέτα, μια τάση που ακολουθεί εκείνη της δυναμικής αναβίωσης του βινυλίου και της γενικότερης αναζήτησης της νοσταλγίας.
Επίσης εμφανίστηκαν τα ακουστικά. Υπήρχαν ήδη ως τεχνολογία, φυσικά, ωστόσο χάρη στο Walkman απέκτησαν τον χαρακτήρα ενός προσωπικού αξεσουάρ. Πριν από τη δεκαετία του ’80, η εικόνα ενός ανθρώπου να περπατάει φορώντας ακουστικά ήταν άγνωστη, αλλά σταδιακά έγινε οικεία και διαμόρφωσε τη φυσιογνωμία του πλήθους στα μεγάλα αστικά κέντρα. Ήταν, λοιπόν, η πρώτη φορά που το άτομο μπορούσε να απομονωθεί εντός του δημόσιου χώρου και τα ακουστικά αποτέλεσαν το όριο της ιδιωτικότητας: όποιος τα φορούσε δεν ήθελε απλώς να ακούει μουσική, αλλά και να μην ενοχλείται.
Σε μια συνέντευξή της στην Washington Post το 1981, η Σούζαν Μπλοντ, στέλεχος της δισκογραφικής CBS Records, έκανε μια δήλωση που έχει έκτοτε αναπαραχθεί πολλάκις: «Με την έλευση του Sony Walkman οι άνθρωποι σταμάτησαν να γνωρίζονται». Αν σας θυμίζει κάτι αυτή η φράση, είναι επειδή έχετε ακούσει πολλές παραπλήσιες για την εποχή των σόσιαλ μίντια – η τεχνολογία έδωσε λύσεις για τη διασκέδαση και την απασχόληση του ατόμου, και αυτό είχε προφανώς σημαντική επίδραση στην κοινωνική ζωή. Όλα αυτά εντάσσονται στις συζητήσεις των κοινωνιολόγων γύρω από τον όρο «Walkman effect» (πιστώνεται στον Ιάπωνα μουσικολόγο Σουέι Χοσοκάουα), που περιγράφει αυτή την αστική κουλτούρα που καθιερώθηκε στα ’80ς.
Μια δεύτερη παρένθεση, καθώς παρατηρείται μια μικρή παραδοξότητα: η καλλιέργεια αυτής της τάσης εσωστρέφειας που δημιούργησε η χρήση του Walkman συνέπεσε με μια εποχή που η μουσική πρότεινε κάτι εντελώς διαφορετικό. Η δεκαετία του ’80 είναι η εποχή της ντίσκο, του γκλαμ και των σινθεσάιζερ, ήχων και αισθητικής που δεν παραπέμπουν σε κλειστά καβούκια, αλλά σε εξωστρέφεια και προβολή.
Το Walkman συνέχισε να είναι δημοφιλές και τη δεκαετία του ’90, παρά την εμφάνιση και την κυριαρχία των CD. Μέχρι το τέλος του αιώνα, όμως, οι κασέτες επί της ουσίας εξαφανίστηκαν και μαζί τους παρέσυραν και τις συσκευές που τις αναπαρήγαν. Τα σταθερά κασετόφωνα πρώτα και μετά τα Walkman πέρασαν στην περίοδο της λήθης. Έτσι κι αλλιώς, τότε έκαναν την εμφάνισή τους τα iPod και τα κινητά τηλέφωνα, και η έννοια της προσωπικής φορητής συσκευής απέκτησε μια εντελώς άλλη διάσταση. Υπάρχει και μια χαριτωμένη ιστορία που συνδέει τα παραπάνω, σύμφωνα με την οποία ο Στιβ Τζομπς επισκέφτηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’80 την Ιαπωνία και γνώρισε από κοντά τον τότε CEO της Sony, Ακίο Μορίτα, ο οποίος του έκανε δώρο ένα Walkman. Ο μύθος λέει ότι ο Τζομπς εντυπωσιάστηκε.
Το Sony Walkman ήταν η πρώτη συσκευή που μπήκε στην τσέπη μας (θυμάστε με τι σιγουριά μπορούσατε να ψηλαφήσετε το stop ή το rewind;) και τέσσερις δεκαετίες αργότερα συνεχίζει να βρίσκεται εκεί με τη μορφή ενός smartphone που εμπεριέχει τη λειτουργία του (η αναπαραγωγή μουσικής είναι μια αυτονόητη λειτουργία), αλλά κυρίως εμπεριέχει τη λογική του: την ανάγκη να μην είμαστε ποτέ μόνοι μας στον ρυθμό της διαρκούς κίνησης της σύγχρονης ζωής.
Άθως Δημουλάς – kathimerini.gr