Η ρώσικη ρουλέτα των πέναλτι
Πώς έγινε θεσμός και εκτίναξε την αγωνία
Στο ερώτημα «ποιο είναι το πιο συναρπαστικό κομμάτι ενός ποδοσφαιρικού αγώνα;», η απάντηση «η ρώσικη ρουλέτα των πέναλτι» βγαίνει αυθόρμητα απ’ όλα τα χείλη. Ακόμα και άνθρωποι που δεν είναι μύστες του ποδοσφαίρου, θα κοντοσταθούν μπροστά στην τηλεόραση και θα δουν με αγωνία το φινάλε ενός ποδοσφαιρικού αγώνα που κρίνεται στα πέναλτι κι ας μην υπάρχει η παραμικρή συναισθηματική εμπλοκή με τις ομάδες που διαγωνίζονται ή δεν πρόκειται για κάποιο ιδιαίτερα σημαντικό παιχνίδι. Είναι ένα φινάλε θρίλερ που λύνει με κοφτερό σπαθί διαφορές που δεν λύθηκαν μέσα σε 120 λεπτά αγώνα και καθηλώνει το κοινό με την αγωνιώδη εξέλιξή του.
Τα συναισθήματα είναι πάντα ακραία, τόσο την ώρα των εκτελέσεων όσο και στο φινάλε της διαδικασίας. Η μία ομάδα θα πανηγυρίσει, αποθεώνοντας τον ήρωα της τελευταίας στιγμής είτε είναι ένας εύστοχος εκτελεστής είτε ο τερματοφύλακας που έκανε την σωτήρια απόκρουση. Η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, είναι πάντα σκληρή για τον ηττημένο, κυρίως για τον παίκτη που δεν κατάφερε να σημαδέψει σωστά στην κρίσιμη στιγμή και να «ματώσει» με τη μπάλα τα δίκτυα, μιας και το μεγάλο βάρος πέφτει πάντα στον εκτελεστή και όχι στον τερματοφύλακα.
Η φιγούρα του Ρομπέρτο Μπάτζιο να κοιτά αποσβολωμένος τη μπάλα να φεύγει πάνω από την εστία του Ταφαρέλ, είναι η πιο δυνατή στιγμή του τελικού του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1994 στις ΗΠΑ, ανάμεσα στην Βραζιλία και την Ιταλία. Η σκηνή αυτή στοιχειώνει ακόμα και τώρα τον «Μικρό Βούδα». Ο Μπάτζιο πέτυχε 291 γκολ σε 643 επαγγελματικά παιχνίδια, άλλα 27 γκολ σε 56 εμφανίσεις με την εθνική Ιταλίας, κέρδισε δύο πρωταθλήματα, ένα Κύπελλο ΟΥΕΦΑ συν μία «Χρυσή Μπάλα» κι όμως ελάχιστοι τον θυμούνται και τον μνημονεύουν για όλα αυτά. Το αποτύπωμα της στιγμής του χαμένου πέναλτι σε εκείνο τον αλησμόνητο τελικό, καλύπτει όλα τα άλλα.
Μυθικό έχει μείνει και το πάθημα του εμβληματικού αρχηγού της Τσέλσι, Τζόν Τέρι, όταν γλίστρησε στην τελευταία εκτέλεση πέναλτι και χάρισε το τρόπαιο του Τσάμπιονς Λιγκ στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, στον τελικό του 2008 στο «Λουζνίκι» της Μόσχας. Ατελείωτη η λίστα με τέτοιες τραγικές στιγμές, ακόμα και στο πιο υψηλό επίπεδο, εκεί που κρίνεται μια μεγάλη πρόκριση, ένα Παγκόσμιο Κύπελλο ή ένα Τσάμπιονς Λιγκ.
Ο κύριος υπεύθυνος γι’ αυτήν αγωνιώδη διαδικασία που έχει σκορπίσει τόσες και τόσες συγκινήσεις στον κόσμο όλο, εδώ και ένα χρόνο δεν είναι πια κοντά μας. Ο Τζόζεφ Ντάγκαν, σημαντικό στέλεχος της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας της Αγγλίας, έφυγε από τη ζωή πέρυσι στις 22 Μαρτίου του 2022 και σε ηλικία 93 ετών, αφού πρώτα πρόλαβε να εισπράξει την αναγνώριση για την επιμονή του να καθιερωθεί ένα σύστημα ιδανικό να κρίνει τον νικητή σε παιχνίδια «δίχως αύριο», που έμεναν ισόπαλα ακόμα και μετά από ημίωρη παράταση.
Η λύση αυτή δόθηκε αρκετές δεκαετίες μετά την εξάπλωση του ποδοσφαίρου σε παγκόσμιο επίπεδο. Η ιδέα γεννήθηκε στο μυαλό του Ντάγκαν στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1968 στην Πόλη του Μεξικού, όταν το παιχνίδι του Ισραήλ-Βουλγαρία έληξε ισόπαλο και έπρεπε να βγει ένας νικητής. Αντί για το συνηθισμένο και εξίσου άχαρο στρίψιμο του νομίσματος ή την επανάληψη του αγώνα λόγω έλλειψης χρόνου, εκείνη τη μέρα μπήκαν σε ένα σομπρέρο δύο χαρτιά, με μία λέξη το καθένα. Ο αρχηγός του Ισραήλ τράβηξε το ΟΧΙ, έμεινε το ΝΑΙ στον Βούλγαρο και μ’ αυτόν τον τρόπο η ομάδα του συνέχισε στην προημιτελική φάση της διοργάνωσης.
Όλο αυτό το σκηνικό ξένισε τον Ντάγκαν που έψαξε να βρει μια πιο δίκαιη και πιο ποδοσφαιρική λύση. Τη βρήκε τελικά με τη βοήθεια ενός φίλου του, ονόματι Μίκαελ Άλμογκ, με τον οποίο εμπνεύστηκαν τη διαδικασία των πέναλτι, όρισαν τους κανόνες και ξεκίνησαν έναν αγώνα προκειμένου να πειστεί η FIFA να εφαρμόσει την ιδέα τους. Δύο χρόνια μετά, η καινοτόμος διαδικασία πέρασε στους κανονισμούς και σύντομα καθήλωσε τους ποδοσφαιρόφιλους, κορυφώνοντας το ενδιαφέρον στα παιχνίδια που έπρεπε να βγει ένας νικητής και αγωνιστικά δεν έβγαινε.
Το πρώτο παιχνίδι που κρίθηκε στα πέναλτι ήταν για το αγγλικό Λιγκ Καπ το 1970, ανάμεσα στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και τη Χαλ. Ο Τζορτζ Μπεστ ήταν ο πρώτος παίκτης στην Ιστορία που ευστόχησε σ’ αυτή τη διαδικασία και ο Ντένις Λο ο πρώτος που αστόχησε. Ο Ίαν ΜακΚένι απέκρουσε το σουτ του και έγινε ο πρώτος τερματοφύλακας που έσωσε πέναλτι στη «ρώσικη ρουλέτα», με τη Μάντσεστερ να κερδίζει το παιχνίδι και να προκρίνεται στον τελικό της διοργάνωσης.
Για την ιστορία, η ιδέα του πέναλτι γεννήθηκε σχεδόν 80 χρόνια νωρίτερα, από μία σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Στα πρώτα χρόνια του ποδοσφαίρου, οι αμυντικοί μπορούσαν να ανακόψουν αντικανονικά μέσα στην περιοχή παίκτη που ετοιμαζόταν να σκοράρει, με μόνη ποινή για την ομάδα τους ένα απλό φάουλ. Ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου τον Φεβρουάριο του 1891, σε έναν προημιτελικό του Κυπέλλου Αγγλίας η Νοτς Κάουντι προηγείτο της Στόουκ Σίτυ 1-0 όταν λίγο πριν το τέλος, ένας παίκτης της απέκρουσε με το χέρι ένα σίγουρο γκολ πάνω στη γραμμή. Δόθηκε φάουλ που πέρασε ανεκμετάλλευτο επειδή ο τερματοφύλακας και οι δέκα παίκτες της Νοτς Κάουντι μπήκαν μπροστά στη γραμμή τέρματος – από πού να περάσει η μπάλα;
Θεατής του αγώνα ήταν και ο Γουίλιαμ ΜακΓκαν, τερματοφύλακας της Μίλφορντ και μέλος της Π.Ο της Ιρλανδίας. Θεωρώντας την εξέλιξη εντελώς άδικη για τη Στόουκ, με δική του εισήγηση και επιμονή αποφασίστηκε τελικά οι περισσότερες παραβάσεις μέσα στην περιοχή να εκτελούνται με ένα ελεύθερο σουτ, με αντίπαλο μόνο τον τερματοφύλακα και τη μπάλα τοποθετημένη σε οποιοδήποτε σημείο, αρκεί να είναι 12 γιάρδες μακριά από το τέρμα. Οι υπόλοιποι παίκτες έπρεπε να είναι απλώς 6 γιάρδες μακριά από τη μπάλα.
Με τα χρόνια ο κανονισμός βελτιώθηκε, προς εύνοια κυρίως του εκτελεστή ώστε να αυξάνονται οι πιθανότητες επίτευξης γκολ. Μπήκε κάποια στιγμή η λευκή βούλα που καθόριζε το σημείο εκτέλεσης ακριβώς στον άξονα 11 μέτρα από τη γραμμή τέρματος, φτιάχτηκε το 1937 το ημικύκλιο της περιοχής για να μένουν εκτός οι άλλοι παίκτες και να είναι πιο συγκεντρωμένοι ο εκτελεστή με τον τερματοφύλακα, ορίστηκε ποιες προϋποθέσεις συνιστούσαν την επανάληψη της εκτέλεσης.
Η πιο σημαντική αλλαγή ήταν η απαγόρευση στον τερματοφύλακα να κινείται έξω από τη γραμμή τέρματος πριν εκτελεστεί το σουτ. Μέχρι τότε, με το που έπαιρνε φόρα ο εκτελεστής, ο τερματοφύλακας μπορούσε να βγει και να του κλείσει το πεδίο. Αιτία της αλλαγής ήταν ο Γουίλι Φουλκς, ένας θηριώδης τερματοφύλακας της Σέφιλντ Γιουνάιτεντ και της Τσέλσι, ύψους 1,90 μ. και βάρους 150 κιλών. Ήταν πολύ ευκίνητος για τον όγκο του και τρέχοντας με φόρα πάνω στον εκτελεστή, τον τρόμαζε και συνήθως τον οδηγούσε σε αστοχία, μέχρι που επιβλήθηκε η υποχρέωση να πατά ο τερματοφύλακας τη γραμμή της εστίας του τη στιγμή του σουτ.
Στατιστικά, οι πιθανότητες επίτευξης γκολ με πέναλτι είναι περίπου στο 76%, δηλαδή οι 3 στις 4 εκτελέσεις είναι εύστοχες και μόνο μία είτε αποκρούεται από τον τερματοφύλακα είτε καταλήγει εκτός εστίας. Είναι «η εσχάτη των ποινών» και ο καταλογισμός της θεωρείται η προφανέστερη ευκαιρία για την επίτευξη ενός γκολ.
Τα μαζεμένα πέναλτι στο φινάλε ενός ισόπαλου αγώνα που έπρεπε οπωσδήποτε να βγάλει νικητή, αντιμετωπίστηκαν στην αρχή με δυσπιστία κι ας ήταν ολοφάνερα μια πιο δίκαιη διαδικασία σε σχέση με το στρίψιμο του νομίσματος, μια κλήρωση ή την επανάληψη του παιχνιδιού. Κάθε εκτέλεση κρατά περίπου ένα λεπτό κι αυτή η καθυστέρηση γεννούσε στην αρχή ένα εκνευρισμό στους παίκτες και την εξέδρα. Σύντομα, όμως, η διαδικασία πέρασε στο πετσί του ποδοσφαίρου και τώρα θεωρείται αναπόσπαστο κομμάτι του παιχνιδιού, μια πινελιά έντονης αγωνίας που κανείς μα κανείς δεν θέλει να τη χάσει!
Χρήστος Κοντός-kathimerini.gr