Η πραγματική δοκιμασία του Brexit μόλις τώρα αρχίζει
Με την έξοδο από την Ενιαία Αγορά γίνονται αισθητές οι επιπτώσεις του διαζυγίου
Τα ρολόγια στο Λονδίνο έδειχναν 14.45 την παραμονή των Χριστουγέννων όταν από την πρωθυπουργική κατοικία της Ντάουνινγκ Στριτ ήρθε η μεγάλη είδηση: Η συμφωνία έκλεισε. Υστερα από εννέα μήνες βασανιστικών διαπραγματεύσεων, η Ε.Ε. και το Ηνωμένο Βασίλειο συνομολόγησαν το καθεστώς που θα διέπει στο εξής τις εμπορικές τους σχέσεις, αποτρέποντας, μόλις επτά ημέρες προτού εκπνεύσει η μεταβατική περίοδος, το χάος ενός άτακτου Brexit. Οι πολιτικές ηγεσίες, τα ανώτατα στρώματα της διοίκησης και οι διαπραγματευτές εκατέρωθεν της Μάγχης μοιράστηκαν συναισθήματα ανακούφισης. Για τον πολύ κόσμο, όμως, η πραγματική δοκιμασία μόλις τώρα αρχίζει, καθώς ναι μεν η Βρετανία αποχώρησε επισήμως από την Ε.Ε. πριν από ένα ακριβώς χρόνο, αλλά μέχρι την Πρωτοχρονιά εξακολουθούσε να ακολουθεί τους κανόνες της Ενιαίας Αγοράς, κάτι που σημαίνει ότι στην καθημερινότητα των Βρετανών και των Ευρωπαίων σχεδόν τίποτα δεν είχε αλλάξει.
«Φανταστική» χαρακτήρισε τη συμφωνία ο Μπόρις Τζόνσον, στις διθυραμβικών τόνων ανακοινώσεις του. «Ο,τι υποσχεθήκαμε στους πολίτες στο δημοψήφισμα του 2016 και στις βουλευτικές εκλογές του 2019 έγινε πράξη», διαβεβαίωσε ο Βρετανός πρωθυπουργός και από μια άποψη δεν είχε άδικο. Αυτό που βιώνουν από σήμερα οι ομοεθνείς του είναι το σκληρότερο των δυνατών Brexit, καθώς το Ηνωμένο Βασίλειο αποχώρησε όχι μόνο από την Ε.Ε., αλλά και από την Ενιαία Ευρωπαϊκή Αγορά, την Τελωνειακή Ενωση, την Europol, ακόμη και το Erasmus. «Ανακτήσαμε τον έλεγχο του νομίσματος, των συνόρων, των νόμων, του εμπορίου και των υδάτων μας», συνέχισε στον ίδιο πανηγυρικό τόνο. Ακόμη και η κάθε άλλο παρά φιλική απέναντι στον Τζόνσον γαλλική εφημερίδα Le Monde, του αναγνώριζε ότι αντιπροσωπεύει μια «ακαταμάχητη πολιτική μηχανή».
Οταν τόσο ο ευρωπαϊστής ηγέτης των Εργατικών Κιρ Στάρμερ όσο και ο εθνικιστής πρωτεργάτης του Brexit Νάιτζελ Φάρατζ τάσσονται υπέρ της συμφωνίας, έστω και ως το λιγότερο κακό, η πολιτική ηγεμονία του Τζόνσον είναι αναμφισβήτητη, αν και ουδείς γνωρίζει πόσο θα διαρκέσει η ευθυγράμμιση των άστρων πάνω από την πρωθυπουργία του.
Η συμφωνία του Brexmas (σύνθεση του Brexit με τα Χριστούγεννα) δίνει το πράσινο φως για τη συνέχιση εμπορικών ανταλλαγών ύψους 700 δισ. χωρίς δασμούς και χωρίς ποσοστώσεις, επιτρέποντας στο Ηνωμένο Βασίλειο να εξακολουθήσει να έχει πρόσβαση σε μια αγορά 430 εκατ. καταναλωτών, χωρίς να δεσμεύεται να ακολουθεί εσαεί τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς, στους οποίους δεν έχει πλέον κανένα λόγο. Αυτό ζητούσαν επίμονα μέχρι την τελευταία στιγμή οι Ευρωπαίοι, φοβούμενοι ότι η Βρετανία του Τζόνσον θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μια «Σιγκαπούρη πάνω στον Τάμεση», χώρα αθέμιτου ανταγωνισμού απέναντι στους «27», με όρους κοινωνικού και περιβαλλοντικού ντάμπινγκ. Τελικά όμως έκαναν κάποια βήματα πίσω από τις πιο μαξιμαλιστικές απαιτήσεις τους, τις οποίες άλλωστε δεν είχαν θέσει στις διμερείς τους συμφωνίες με άλλες χώρες, όπως η Ιαπωνία και ο Καναδάς. Ακόμη και στο καίριο, για τον ισότιμο ανταγωνισμό, θέμα των κρατικών επιδοτήσεων σε επιχειρήσεις, η Βρετανία διατηρεί πολλούς βαθμούς ελευθερίας.
Οι διαπραγματευτικές επιτυχίες του Τζόνσον δεν μπορούν να κρύψουν, ωστόσο, τις γκρίζες ζώνες της συμφωνίας για τους Βρετανούς. Οι αλιείς ήδη καταδίκασαν τον συμβιβασμό των Βρυξελλών, θεωρώντας μη ικανοποιητική την αύξηση του μεριδίου τους πάνω στις ψαριές από τα βρετανικά ύδατα κατά 25% και καταγγέλλοντας την κυβέρνησή τους για «προδοσία». Αλλά αυτό είναι το λιγότερο, δεδομένου ότι η αλιεία, πεδίο ομηρικών συγκρούσεων που λίγο έλειψε να τινάξουν στον αέρα τη συμφωνία, αντιπροσωπεύει κάτι λιγότερο από το 0,1% του βρετανικού ΑΕΠ. Αντίθετα, ο τομέας των υπηρεσιών, με αιχμή τις τράπεζες και τις ασφαλιστικές εταιρείες, αν και αντιπροσωπεύει το 80% του βρετανικού ΑΕΠ και το 40% των εξαγωγών της χώρας, έμεινε εκτός συμφωνίας. Αυτό σημαίνει ότι το Σίτι του Λονδίνου χάνει το ευρωπαϊκό του διαβατήριο, δηλαδή οι επιχειρήσεις που έχουν εγκατασταθεί εκεί δεν θα μπορούν πλέον να πουλάνε τις υπηρεσίες του σε χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης χωρίς άδεια. Ηδη αρκετές εταιρείες κινούνται για τη δημιουργία θυγατρικών σε Παρίσι, Φρανκφούρτη, Λουξεμβούργο και Δουβλίνο, κάτι που θα σημάνει απώλεια χιλιάδων ή και δεκάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας.
Ενας από τους παράγοντες που καθιστούν τον συμβιβασμό ιστορικό, αλλά με την αρνητική έννοια, είναι ότι για πρώτη φορά μια μεγάλη εμπορική συμφωνία δεν γκρεμίζει φραγμούς, αλλά τους δημιουργεί. Μπορεί να μην επιβάλλονται φόροι, δασμοί και ποσοστώσεις, αλλά επαναφέρονται τελωνειακοί έλεγχοι, πιστοποιητικά, γενικά μια σειρά γραφειοκρατικών ρυθμίσεων στην ανταλλαγή εμπορευμάτων, με αναπόφευκτη συνέπεια την απώλεια χρόνου και την αύξηση του κόστους, η οποία τελικά θα περάσει στον καταναλωτή. Ταυτόχρονα, η Βόρεια Ιρλανδία παραμένει εν μέρει (ως προς τις ανταλλαγές εμπορευμάτων) στην Ενιαία Ευρωπαϊκή Αγορά και οι Σκωτσέζοι αυτονομιστές εύλογα αναρωτιούνται γιατί δεν μπορεί και η δική τους περιοχή να κάνει το ίδιο. Μπορεί το σκληρό σύνορο ανάμεσα στην ανεξάρτητη και τη βόρεια Ιρλανδία να αποφεύχθηκε, αλλά οι μεσοπρόθεσμες επιπτώσεις της συμφωνίας στη συνοχή του Ηνωμένου Βασιλείου είναι δύσκολο να υποτιμηθούν. Σε κάθε περίπτωση, η συμφωνία περισσότερο μοιάζει με προσωρινή αναβολή της ρήξης, παρά με οριστική διευθέτηση. Οι δυνατότητες που δίνει σε κάθε πλευρά να προχωρά σε μονομερείς ενέργειες, να απαντά με κυρώσεις σε ανάλογες ενέργειες της άλλης, να προσφεύγει σε ομιχλώδεις μηχανισμούς διαιτησίας ζητώντας το δίκιο της και οι μεταβατικές περίοδοι ενόψει νέων, μελλοντικών διαπραγματεύσεων, προδιαγράφουν μια ασταθή σχέση, γεμάτη εντάσεις. Αρνητικούς συνειρμούς προκαλεί και το γεγονός ότι οι βουλευτές της Βρετανίας και οι ευρωβουλευτές της Ε.Ε. κλήθηκαν να διυλίσουν και να εγκρίνουν ένα τόσο σοβαρό κείμενο 1.256 σελίδων μέσα σε ελάχιστα εικοσιτετράωρα. Η δημοκρατία και ο κοινοβουλευτισμός δεν ήταν ανάμεσα στους κερδισμένους αυτού του δύσκολου συμβιβασμού.
Αναζητώντας καινούργιους εταίρους
«Το Brexit είναι γεγονός, αλλά μοιάζει κιόλας με αναχρονισμό» ήταν ο τίτλος άμεσης ανάλυσης του Μαρκ Λάντλερ στους New York Times, λίγες ώρες μετά την αναγγελία της συμφωνίας. Ο επικεφαλής των ανταποκριτών της αμερικανικής εφημερίδας στο Λονδίνο σημειώνει ότι στην εκστρατεία ενόψει του δημοψηφίσματος του 2016 οι οπαδοί του Brexit πρόβαλλαν το όραμα της Global Britain: μιας κοσμοπολίτικης και υπερ-φιλελεύθερης Βρετανίας η οποία, απελευθερωμένη από τις δεσμεύσεις και τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών, θα έκλεινε συμφωνίες ελευθέρου εμπορίου με δυναμικές οικονομίες των πέντε ηπείρων. Από τότε όμως κύλησε πολύ νερό κάτω από τις γέφυρες του Τάμεση, λέει ο Λάντλερ: ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ – Κίνας έπνιξε τα αρχικά όνειρα των Βρετανών για μια ειδική σχέση με το Πεκίνο, η άνοδος των εθνικισμών δυσκόλεψε τα κοσμοπολίτικα οράματα, ενώ η ύφεση λόγω της COVID-19 έβαλε στο ψυγείο τον ακραίο οικονομικό φιλελευθερισμό και έφερε στο προσκήνιο το ισχυρά παρεμβατικό κράτος. Παρ’ όλα αυτά, η κυβέρνηση Τζόνσον δεν εννοεί να απαγκιστρωθεί από τη στρατηγική της. Eχοντας ήδη υπογράψει εμπορικές συμφωνίες με αρκετές χώρες, ανακοίνωσε αυτή την εβδομάδα ότι σκοπεύει να κλείσει μια μεγάλη, ανάλογη συμφωνία με την Τουρκία, η οποία διψά για ξένα κεφάλαια προκειμένου να σταθεροποιήσει τη λίρα και τις αναπτυξιακές προοπτικές της. Εντός του Ιανουαρίου, ο Μπόρις Τζόνσον θα επισκεφθεί την Ινδία με αφορμή τους εορτασμούς για την Ημέρα της Δημοκρατίας και η πρόταση για εμπορική συμφωνία θα βρεθεί στο κέντρο των συνομιλιών του με τον Ινδό ομόλογό του Ναρέντρα Μόντι. Φυσικά, ο μεγάλος στόχος του είναι μια ανάλογη συμφωνία με την Αμερική, αν και γνωρίζει ότι ο Τζο Μπάιντεν θα είναι πολύ λιγότερο ενθουσιώδης από τον Ντόναλντ Τραμπ απέναντι σε μια τέτοια ιδέα. Οσο για την Κίνα, το παιχνίδι μοιάζει χαμένο εκ προοιμίου. Η δεύτερη οικονομία του κόσμου συζητάει αυτές τις μέρες μια μεγάλη επενδυτική συμφωνία με την Ε.Ε., ενώ το Λονδίνο, το οποίο ταυτίστηκε με την Ουάσιγκτον στην αντιπαράθεση με το Πεκίνο για τα θέματα του Χονγκ Κονγκ και της Huawei, μάλλον θα περιμένει τελευταίο στην ουρά.
Πέτρος Παπακωνσταντίνου – kathimerini.gr