Η περιπέτεια της Ιρλανδίας
Αν εμείς έχουμε ως πρόβλημα άλυτο το Κυπριακό, δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε πόσο δυσεπίλυτο ήταν για τους Άγγλους το πρόβλημα της Βόρειας Ιρλανδίας. Για να το κατανοήσουμε, θα πρέπει πρώτα να μετακινηθούμε 70 χιλιόμετρα νότια του Μπέλφαστ, δηλαδή στην Ιρλανδία.
Η Ιρλανδία συχνά πυκνά εμφανίζεται στον ελληνικό δημόσιο διάλογο ως ένα εξωτικό πρότυπο ευρωστίας («ιρλανδική τίγρη» κ.λπ.). Η εικόνα του μεγαλοπρεπούς αιλουροειδούς δεν αποδίδει την πραγματικότητα. Η Ιρλανδία είναι μια πολύ μικρή χώρα, σχεδόν η μισή από την Ελλάδα, με μόλις 6,5 εκατομμύρια κατοίκους, που επιτυγχάνει εκρήξεις ανάπτυξης λόγω του ότι διοικείται σχεδόν σαν φορολογικός παράδεισος για τις αμερικανικές τεχνολογικές επιχειρήσεις, οι οποίες ιδρύουν ευρωπαϊκές βάσεις αναζητώντας χαμηλότερη φορολογία. Οι σκληροτράχηλοι, αλλά ευαίσθητοι Ιρλανδοί (ας θυμηθούμε τους U2) κερδίζουν σε απασχόληση και σε διάχυση τεχνογνωσίας, αλλά τα προβλήματα παραμένουν τόσο οξυμμένα –ελλείψεις κατοικιών και διαλυμένο σύστημα υγείας– ώστε πριν από οκτώ ημέρες το Σιν Φέιν (το αριστερό κόμμα που ιδρύθηκε το 1905 και έγινε γνωστό διεθνώς ως η πολιτική έκφραση των τρομοκρατών του IRA) νίκησε στις εθνικές εκλογές.
Aφίσα κατά του Brexit και της επαναφοράς του συνόρου στη Βόρεια Ιρλανδία του Τζέρι Κάρολ, δημοτικού συμβούλου του Μπέλφαστ και βουλευτή της Βόρειας Ιρλανδίας από το ιρλανδικό αριστερό κόμμα People Before Profit (PBP).
Η πολιτική δεν είναι μόνο οικονομία
Πολλοί νόμιζαν ότι το συγκεκριμένο κόμμα δραστηριοποιείται μόνο στη Βόρεια Ιρλανδία, αλλά το Σιν Φέιν συμμετείχε πάντοτε στις ιρλανδικές εκλογές, απλώς είχε χαμηλή υποστήριξη (από 6% το 2002 έφτασε στο 13,8% το 2017). Ξαφνικά εκτινάχτηκε στο 24,5%, επειδή απευθύνθηκε στους χαμένους μιας ανάπτυξης που έγινε και με τραπεζικά στεροειδή και κατέληξε στην τραπεζική κρίση του 2010, που ακόμα σέρνεται παρά την ανάκαμψη. Η πολιτική, όμως, δεν είναι μόνο οικονομία. Κυρίως είναι ιστορία. Η Ιρλανδία ολόκληρη μέχρι πριν από 100 χρόνια ήταν ακόμα επαρχία της Μεγάλης Βρετανίας. Κέρδισε την ανεξαρτησία της επειδή η διακυβέρνηση του Λονδίνου, ήδη από τον 16ο αιώνα, αλλά ιδίως τον 19ο, ήταν τόσο αυταρχική που είχε προκαλέσει ταραχές, συγκρούσεις, ακόμα και λιμό (1845-1849). Ο λιμός είχε 1 εκατομμύριο θύματα στην Ιρλανδία, όχι μόνο λόγω της κατάρρευσης των καλλιεργειών πατάτας (κάτι που είχε συμβεί λίγο πολύ σε όλη την Ευρώπη), αλλά κυρίως γιατί οι μεγάλες εταιρείες εμπορίας γεωργικών αγαθών που ελέγχονταν από Άγγλους συνέχιζαν τις εξαγωγές στην Αγγλία, ακόμα και κατά τη διάρκεια των χειρότερων μηνών έλλειψης τροφίμων.
Ο λιμός άλλαξε το δημογραφικό προφίλ της Ιρλανδίας και οι μνήμες που χαράχτηκαν έκαναν τον πληθυσμό τόσο εχθρικό απέναντι στην Αγγλία, ώστε διαμορφώθηκαν συνθήκες που οδήγησαν στην ανεξαρτησία της χώρας το 1921 και στην ίδρυση του νέου ιρλανδικού κράτους το 1922. Όμως η Βόρεια Ιρλανδία, μια περιοχή με πρωτεύουσα το Μπέλφαστ και έκταση μόλις τα 2/3 της Πελοποννήσου, παρέμεινε στη Μεγάλη Βρετανία, γιατί σε αυτήν η πλειονότητα των κατοίκων ήταν προτεστάντες αγγλικανοί, οι πρόγονοι των οποίων είχαν εγκατασταθεί κατά τη διάρκεια των αγγλικών επιχειρήσεων εποικισμού πριν από δύο τρεις αιώνες και αισθάνονταν συγγένεια με το Λονδίνο και όχι με το Δουβλίνο. Οι καθολικοί ήταν μειονότητα στη Βόρεια Ιρλανδία – και παραμένουν μειονότητα, αν και τα τελευταία είκοσι χρόνια αυξάνονται σταθερά μέσα από προγράμματα ενθάρρυνσης της αύξησης πληθυσμού, τα οποία λέγεται ότι κατευθύνονται αθόρυβα από παράγοντες του ιρλανδικού εθνικισμού. Θυμίζουμε ότι οι Άγγλοι από καθολικοί έγιναν αγγλικανοί επειδή το απαίτησε, και μάλιστα διά των όπλων, ο βασιλιάς Ερρίκος VIII τον 16ο αιώνα, όταν κατάργησε την εξουσία του Βατικανού. Ωστόσο, η τροποποίηση του δόγματος στις βρετανικές νήσους (το… Brexit της Αναγέννησης) δεν επηρέασε ομοιόμορφα την Ιρλανδία. Η χώρα παρέμεινε κατά πλειονότητα καθολική, με εξαίρεση το βόρειο τμήμα της, όπου, όπως είπαμε, επικράτησαν οι προτεστάντες (αγγλικανοί).
«Μεγάλωσα σε οικογένεια προτεσταντών στρατιωτικών και το πιο φυσικό πράγμα κάθε πρωί ήταν να ψάχνουμε κάτω από το αυτοκίνητο μήπως υπάρχει βόμβα», λέει η 28χρονη Λίζα Πάρτριτζ.
Ο γρίφος της Βόρειας Ιρλανδίας
Στη Βόρεια Ιρλανδία έζησαν και ζουν Ιρλανδοί (όλοι αυτοαποκαλούνται «Ιρλανδοί»), αλλά οι περισσότεροι είναι προτεστάντες και επιμένουν ότι η επαρχία τους ανήκει στο Ηνωμένο Βασίλειο. Όμως οι καθολικοί της Βόρειας Ιρλανδίας καθ’ όλη την περίοδο του 20ού αιώνα, και ιδίως από το τέλος της δεκαετίας του ’60 και έως το 1998, δεν αποδέχονταν αυτή την ισορροπία και βρίσκονταν σε συνεχή αντιπαράθεση με τους προτεστάντες, δηλαδή με τους ίδιους τους γείτονές τους στις πόλεις και στις γειτονιές της επαρχίας. Μέσα από τους καθολικούς προέκυψε μια παραστρατιωτική οργάνωση, ο IRA (Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός). Ιδρύθηκε το 1917 από εθελοντές στρατιώτες που αρνήθηκαν να ενταχθούν στον βρετανικό στρατό κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο IRA στρατολόγησε πολλά μέλη και οργάνωσε επί δεκαετίες βομβιστικές επιθέσεις και δολοφονίες σε όλη τη Βρετανία (σε μία από αυτές, το 1984 στο Μπράιτον, παραλιακή πόλη της νότιας Αγγλίας, παραλίγο να δολοφονηθεί η τότε πρωθυπουργός Μάργκαρετ Θάτσερ).
Στόχος του IRA ήταν η ένωση της Βόρειας Ιρλανδίας με την Ιρλανδία. Η Βόρεια Ιρλανδία έγινε το επίκεντρο των Επεισοδίων (γνωστά ως «The Troubles»), της σύγκρουσης δηλαδή του βρετανικού στρατού με τον IRA, που κλιμακώθηκε από το τέλος της δεκαετίας του ’60. Ήταν ένας χαμηλής έντασης εμφύλιος πόλεμος, γιατί ο IRA δεν ήταν απλώς μια ομάδα τρομοκρατών, αλλά απολάμβανε ευρύτερη υποστήριξη μεταξύ των καθολικών. Στις συγκρούσεις της εποχής δολοφονήθηκαν πάνω από 3.000 άτομα και τραυματίστηκαν σχεδόν 50.000. Ξεκληρίστηκαν οικογένειες και από τις δύο πλευρές. Ιδίως τη δεκαετία του ’80 τα Επεισόδια ήταν το μόνιμο θέμα στα δελτία ειδήσεων των καναλιών της Ευρώπης – συμπεριλαμβανομένων των ελληνικών.
Το σύνορο που χώριζε την Ιρλανδία από τη Βόρεια Ιρλανδία έγινε σύμβολο μίσους και γραμμή αίματος. Αυτό το σύνορο, τα φυλάκια και τα οδοφράγματα ήταν ο κυριότερος στόχος του IRA, το πιο θερμό σημείο της Ευρώπης, πιο θερμό ακόμα κι από το Τείχος του Βερολίνου και την πράσινη γραμμή στη Λευκωσία. Οι Βρετανοί Εργατικοί ήταν πάντα πιο διαλλακτικοί από τους Συντηρητικούς απέναντι στους Βορειο-Ιρλανδούς καθολικούς (σε τέτοιο βαθμό ώστε, για παράδειγμα, ο νυν επικεφαλής των Εργατικών Τζέρεμι Κόρμπιν κατηγορήθηκε για δηλώσεις υποστήριξης στον IRA που έκανε πριν από σαράντα χρόνια, όταν ήταν ένας νεαρός βουλευτής και φουλ κομμουνιστής). Το 1997, ο Τόνι Μπλερ έδειξε τον δρόμο για την ειρήνη με το εξής σκεπτικό: «Βρετανία και Ιρλανδία είμαστε μέλη της Ενωμένης Ευρώπης. Τι χρειαζόμαστε το σκληρό σύνορο και τα οδοφράγματα ανάμεσα στη Βόρεια Ιρλανδία και στην Ιρλανδία; Ας κάνουμε εκλογές και σε μια τοπική Βουλή θα εκπροσωπούνται και θα κυβερνούν όλοι μαζί, καθολικοί και προτεστάντες». Κάπως έτσι ψηφίστηκε η Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής (Good Friday Agreement) το 1998, με την αείμνηστη υπουργό Βόρειας Ιρλανδίας της βρετανικής κυβέρνησης, Μο Μόουλαμ, σε πρωταγωνιστικό ρόλο στις πολύμηνες διαπραγματεύσεις, μια μορφή των Εργατικών που πολλοί θυμούνται ακόμα για τη δύναμη και την ανθρωπιά της (πέθανε το 2005). Κάπως έτσι η ειρήνη απλώθηκε στη Βόρεια Ιρλανδία.
Αγρότης τέταρτης γενιάς, ο 73χρονος R. T. Ferguson από το Στουαρτστάουν της Βόρειας Ιρλανδίας ανησυχεί για το πώς θα τα βγάλει πέρα μετά το τέλος των αγροτικών επιδοτήσεων που συνεπάγεται το Brexit.
Η παράμετρος «Brexit» και οι «προδότες»
Η εποχή της αθωότητας κράτησε σχεδόν είκοσι χρόνια, αλλά από την ημέρα που κέρδισε το Brexit τo 2016 τα σύννεφα άρχισαν να επιστρέφουν στον ανεμοδαρμένο ιρλανδικό Βορρά. Η Βόρεια Ιρλανδία (όπως και η Σκωτία) ψήφισε υπέρ της παραμονής της Βρετανίας στην ΕΕ στο δημοψήφισμα, με αποτέλεσμα το χάσμα από την ηπειρωτική Βρετανία να αρχίσει να διευρύνεται και οι καθολικοί να λένε ότι, αν λόγω της αποχώρησης από την Ευρώπη επιβληθεί ξανά σκληρό σύνορο μεταξύ Βόρειας Ιρλανδίας και Ιρλανδίας, η ειρήνη θα πάει περίπατο και οι συγκρούσεις θα ξαναρχίσουν. Για να προστατεύσουν την ειρήνη, οι Άγγλοι θα έπρεπε να δεχθούν ότι δεν θα υψωθεί ξανά σύνορο. Για να μην υψωθεί ξανά σύνορο, είτε θα έπρεπε το Ηνωμένο Βασίλειο να παραμείνει συγχρονισμένο με θεσμικές αρχές των Βρυξελλών (soft Brexit) είτε θα έπρεπε η Βόρεια Ιρλανδία να παραμείνει συγχρονισμένη με τις Βρυξέλλες (άρα και με την Ιρλανδία). Η Τερέζα Μέι επέλεξε το πρώτο και έπεσε. Ο Μπόρις Τζόνσον επέλεξε το δεύτερο και σάρωσε.
Η επιλογή Τζόνσον σημαίνει: Ιρλανδία και Βόρεια Ιρλανδία παραμένουν ενιαία εμπορική περιοχή (σαν να μην εγκατέλειψε ποτέ η Β. Ιρλανδία την ΕΕ), ενώ επιβάλλονται έλεγχοι σε αγαθά που ταξιδεύουν στη θάλασσα της Ιρλανδίας μεταξύ βρετανικών λιμανιών, π.χ. ανάμεσα στο Λίβερπουλ και το Μπέλφαστ, αφού το ένα και το άλλο λιμάνι μετά το Brexit, ενώ ανήκουν στην ίδια χώρα, τη Βρετανία, δεν ανήκουν στην ίδια εμπορική ζώνη.
Κι έτσι η εκτίμηση που επικρατεί σήμερα στη Βόρεια Ιρλανδία (και όχι μόνο) είναι ότι το Λονδίνο πρόδωσε το Μπέλφαστ («όλα για το Brexit»). Οι προτεστάντες είναι μουδιασμένοι, αλλά οι καθολικοί τρίβουν τα χέρια τους, γιατί πιστεύουν ότι το Brexit έφερε πιο κοντά το όραμα της ενωμένης Ιρλανδίας. Και ξαφνικά, οι άνεμοι του εθνικισμού που έφεραν το Brexit στη Βρετανία εκδηλώθηκαν και στην Ιρλανδία, στις εκλογές της 8ης Φεβρουαρίου. Τα δύο κόμματα που κυβερνούσαν για 100 χρόνια την Ιρλανδία, το κεντρώο Φιάνα Φάιλ και το κεντροδεξιό κόμμα του πρωθυπουργού Λίο Βαράντκα Φίνε Γκέιλ (που συγκυβερνούν εδώ και τρία χρόνια), εξορίστηκαν στη δεύτερη και στην τρίτη θέση αντίστοιχα. Στην πρώτη θέση πέρασε το Σιν Φέιν.
Παλιά γέφυρα που ανατίναξε ο βρετανικός στρατός τη δεκαετία του ’70, μισοβυθισμένη στον ποταμό Belcoo, που χωρίζει τη Βόρεια Ιρλανδία από την Ιρλανδία.
Το σοκ της Κυριακής
Το Σιν Φέιν δεν συμμετέχει μόνο στις εκλογές της Ιρλανδίας και της Βόρειας Ιρλανδίας. Ως κόμμα με δράση στη Βόρεια Ιρλανδία που είναι κομμάτι της Βρετανίας, συμμετέχει και στις βρετανικές εθνικές εκλογές, αλλά αρνείται να καλύψει τις έδρες που κερδίζει στο βρετανικό Κοινοβούλιο (δεν στέλνει εκπροσώπους στο Λονδίνο). Με τη νέα αρχηγό του, τη Μέρι Λου Μακντόναλντ, που διαδέχθηκε το 2018 τον μπαρουτοκαπνισμένο Τζέρι Άνταμς (έγινε πρόεδρος του Σιν Φέιν το 1983, όντας το δημόσιο πρόσωπο του IRA ήδη από το ’70), σάρωσε το περασμένο Σάββατο στην Ιρλανδία. Η νίκη του Σιν Φέιν είναι άλλο ένα σημάδι που δείχνει ότι το ξύπνημα των εθνικισμών στην Ευρώπη είναι γεγονός. Ούτε οι ίδιοι δεν την περίμεναν, γι’ αυτό σε κάποιες περιοχές δεν κατέβασαν υποψηφίους και τελικά μάλλον θα εκλέξουν λιγότερους βουλευτές από τα άλλα δύο κόμματα. Θα ακολουθήσουν διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας. Τα άλλα δύο κόμματα δεν θέλουν να συνεργαστούν με το Σιν Φέιν, αλλά όλοι οι αναλυτές συμφωνούν ότι είναι αδύνατον να αποκλειστεί από την κυβέρνηση το πρώτο κόμμα.
Το Σιν Φέιν υποστηρίζει ότι το Brexit καθιστά αναγκαίο ένα δημοψήφισμα για την ένωση της Ιρλανδίας μέσα στα επόμενa πέντε χρόνια. Η αμηχανία που απλώθηκε παντού –από το Λονδίνο και το Δουβλίνο έως τις Βρυξέλλες και την Ουάσιγκτον– είναι εύγλωττη. Ο Μπέρτι Αχέρν, πρώην πρωθυπουργός της Ιρλανδίας, δήλωσε ότι πράγματι μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια θα είναι αναπόφευκτο ένα δημοψήφισμα. Άλλωστε σε λίγο καιρό οι προτεστάντες θα είναι μειονότητα στο Μπέλφαστ. Τελικά, ακόμα και μεταξύ ανθρώπων που μιλούν την ίδια γλώσσα (αγγλικά) και έχουν την ίδια θρησκεία (χριστιανισμός) μπορεί να εκδηλωθεί ακραίος διχασμός και η κοινή ζωή να εξελιχθεί σε πρόβλημα που μπροστά του να ωχριά ακόμα και ένα «Κυπριακό». Αλλά αυτή είναι η ζωή.
ΠΑΥΛΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ-kathimerini.gr